Περίληψη
Αριθμός Αποφάσεως 458 /2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μηλιά Καραγκιοζίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με το νόμο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 05 Ιουλίου 2013, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει τις υποθέσεις, μεταξύ :
Α. ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1) ________ ________ του ________ , συζ. ________ ________ και 2) ________ ________ του ________ , κατοίκων Πεύκης Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Οικονομάκη (Δ.Σ. Πειραιά), που κατέθεσε σημείωμα.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «________ Α.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Καλλιόπη Νταφοπούλου (Δ.Σ. Ιωαννίνων), που κατέθεσε σημείωμα. ‘
Β. ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ : ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «________ Ε.Ε.», που εδρεύει στη Λυκόβρυση Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Οικονομάκη (Δ.Σ. Πειραιά), που κατέθεσε σημείωμα.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με-την επωνυμία «________ Α.Ε», εδρεύουσας και εκπροσωπηθείσας στο δικαστήριο όπως παραπάνω.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνουν δεκτές οι από 08.04.2013 αιτήσεις τους με αντικείμενο αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής, που κατατέθηκαν στη γραμματεία του δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 268/08.0.4.2013 και 269/08.04.2013 αντίστοιχα, προσδιορίστηκαν για συζήτηση, μετά από αναβολές, κατά την παραπάνω αναγραφόμενη δικάσιμο και γράφτηκαν στο έκθεμα.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, που συνεκφωνούνται και συνεκδικάζονται λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 246 Κ.Πολ.Δ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατά το άρθρο 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο σε κάθε στάση τη δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εκκρεμούν η από 08.04.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 268/08.04.2013 αίτηση των α) ________ ________ του ________ και β) ________ ________ του ________ κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «________ Α.Ε.» και η από 08.04.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 269/08,04.2013 αίτηση της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «________ Ε.Ε.» κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «________ Α.Ε.», με αντικείμενο αμφότερες την αναστολή εκτέλεσης της με αριθμό 143/2013 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Οι αιτήσεις αυτές, πρέπει να συνεκδικασθούν, γιατί είναι συναφείς και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των δικαστικών εξόδων.
Με τις κρινόμενες αιτήσεις τους και για τους σ’ αυτές αναφερόμενους λόγους, οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση της με αριθμό 143/2013 διαταγής πληρωμής του δικαστή αυτού του δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί των από 05.04.2013 ανακοπών, που άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, κατ’ αυτής της διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, οι μεν αιτούντες της από 08.04.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 268/08.04.2013 αιτήσεως, ως εγγυητές, η δε ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «________ Ο.Ε.», ως δανειολήπτρια, «οιονεί καθολική διάδοχος» της οποίας κατέστη, λόγω μετατροπής της εταιρικής της μορφής, η αιτούσα της από 08.04.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 269/08.04.2013 αιτήσεως, το ποσό των 482.996,66 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτησή της απορρέουσα από σύμβαση έντοκου
δανείου, επειδή θα ευδοκιμήσουν οι λόγοι των ανακοπών, οι οποίοι αποτελούν περιεχόμενο και των κρινόμενων αιτήσεων, η δε εκτέλεση θα τους προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός τους στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Οι αιτήσεις αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρονται για να δικαστούν από το δικαστήριο αυτό, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 686 επ. του Κ.Πολ.Δ), είναι δε επαρκώς ορισμένες και νόμιμες, στηριζόμενες στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, όμως, να απορριφθεί ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα των κρινόμενων αιτήσεων περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος της καθ’ ης, δεδομένου ότι στις περιπτώσεις αιτήσεων περί αναστολής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 178 παρ. 3 του ν.δ/τος 3026/1954 «περί του κώδικος των δικηγόρων», επιβάλλονται πάντοτε (είτε σε περίπτωση ήττας του είτε σε περίπτωση νίκης του) σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, εφόσον βέβαια υποβληθεί από τον τελευταίο σχετικό αίτημα κατ’ άρθρο 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ (βλ. και Μον.Πρ.Θεσ. 11327/2011, Μον.Πρ.Θεσ. 4219/2011, Μον.Πρ.Θεσ. 5522/2010, Μον.Πρ.Θεσ. 7751/2010, ΤΝΠΔΣΑ). Επομένως, πρέπει οι αιτήσεις, όπως κρίθηκαν νόμιμες, να ερευνηθούν περαιτέρω για να κριθεί η βασιμότητά τους και από ουσιαστική άποψη.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ________ ________ για τους όλους αιτούντες και ________ ________ για την καθ’ ης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, όλα τα νομοτύπως προσκομιζόμενα έγγραφα (η επικαλούμενη από τους αιτούντες με αριθμό 4924/2012 ένορκη βεβαίωση μάρτυρος ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Βαρβάρας Δόξα, δεν προσκομίζεται), τις ομολογίες τους, όσα ανέπτυξαν προφορικά οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και στη συνέχεια διέλαβαν στα σημειώματα τους που κατέθεσαν εντός της δοθείσας σχετικής προθεσμίας και από όλη, γενικά, τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα : Δυνάμει της με αριθμό 497/22.05.2008 σύμβασης χρεωλυτικού δανείου, που καταρτίσθηκε εγγράφως στα Ιωάννινα μεταξύ της καθ ης τράπεζας και της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «________ Ο.Ε.», της οποίας «οιονεί καθολική διάδοχος» κατέστη, λόγω μετατροπής της εταιρικής της μορφής, η αιτούσα εταιρία με την επωνυμία «________ Ε.Ε.», καθώς και την επακολουθήσασα με αριθμό 497.1/14.02.2011 πράξη τροποποίησης, η καθ’ ης τράπεζα χορήγησε στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρία έντοκο τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 640.000,00 ευρώ, για την αγορά επαγγελματικού ακινήτου, με τους ειδικότερους όρους και τις συμφωνίες, που αναγράφονται σ’ αυτήν. Την εξόφληση του ως άνω δανείου εγγυήθηκαν εγγράφως οι αιτούντες ________ ________ και ________ ________ , με τις ενσωματωθείσες στην παραπάνω αρχική σύμβαση δανείου και την επακολουθήσασα τροποποιητική της πράξη οικείες συμβάσεις εγγύησης, με τις οποίες ανέλαβαν την ευθύνη καταβολής προς τη δανείστρια τράπεζα κάθε χρεωστικού υπολοίπου από τις παραπάνω (αρχική και τροποποιητική) συμβάσεις δανείου (από κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες και τις λοιπές επιβαρύνσεις, που συμφωνήθηκε να βαρύνουν τη δανειολήπτρια), συμφωνήθηκε δε συγχρόνως ότι αυτοί θα ενέχονται εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια ως αυτοφειλέτες και παραιτήθηκαν από την ένσταση της διζήσεως και από τις λοιπές ενστάσεις και τα δικαιώματα που παρέχονται από τον Αστικό Κώδικα στους εγγυητές. Η καθ’ ης τράπεζα, επειδή η
δανειολήπτρια περιήλθε σε υπερημερία ως προς την καταβολή των συμφωνημένων δόσεων του δανείου, κεφαλαίου και τόκων από μηνός Ιανουάριου 2012, ενεργοποιώντας τους οικείους συμβατικούς όρους, στις 11.10.2012 κατήγγειλε την επίδικη δανειακή σύμβαση και έκλεισε οριστικά τους με αριθμούς ________ και ________ λογαριασμούς, που ανοίχθηκαν για να την εξυπηρετούν και οι οποίοι εμφάνιζαν συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 482.996,17 ευρώ, το υπόλοιπο δε αυτό μετέφερε σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Ακολούθως, με την από 26.10.2012 εξώδικη δήλωση – καταγγελία της, που κοινοποιήθηκε στους αιτούντες στις 15.11.2012 (βλ. τις με αριθμούς 10139Στ’, 10133Στ’ και 10138Στ’/15.11.2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Πηγής Κουτσογιαννοπούλου), γνωστοποίησε στους αντιδίκους της ότι κατήγγειλε την προαναφερόμενη σύμβαση και έκλεισε τους λογαριασμούς που λειτούργησαν στα πλαίσια αυτής, τους κάλεσε δε να εξοφλήσουν την οφειλή τους, χωρίς όμως αυτοί να ανταποκριθούν. Ενόψει των ανωτέρω, η καθ’ ης με την από 30.11.2012 αίτησή της, στην οποία ιστορούσε τα αναγκαία κατά νόμο για το ορισμένο και νόμιμο αυτής πραγματικά περιστατικά (623 και 624 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), ζήτησε την έκδοση διαταγής· πληρωμής. Επί της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε η ανακοπτόμενη με αριθμό 143/2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανωτέρω να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, στην καθ’ ης το προαναφερόμενο ποσό των 482.996,17 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα του κλεισίματος του λογαριασμού, ήτοι από 12.10.2012, υπολογιζόμενου με το κάθε φορά ισχύον ανώτερο επιτόκιο υπερημερίας, ανερχόμενο σε 2,5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων και με ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας ανά εξάμηνο, κατά τα ρητώς εξάλλου συνομολογηθέντα. Σημειώνεται ότι, η ανωτέρω ομόρρυθμη εμπορική εταιρία-δανειολήπτρια, που μετατράπηκε στην ως άνω ετερόρρυθμη τοιαύτη-αιτούσα, ευθύνεται μετά τη μετατροπή της έναντι των εταιρικών δανειστών και καμία μεταβολή δεν επέρχεται δια της μετατροπής στα δικαιώματά τους, τα οποία υφίστανται όπως και προηγουμένως, οι δε δοθείσες εγγυήσεις διατηρούνται αναλλοίωτες επί του Ίδιου νομικού προσώπου, το οποίο δια της μετατροπής μόνο άλλο νομικό ένδυμα περιβάλλεται (βλ. Εφ.Κρήτ. 257/1993 ΤΝΠΔΣΑ). Ακριβές φωτοαντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, επέδωσε η καθ’ ης στις 29.03.2013 στους αιτούντες, όπως οι τελευταίοι ισχυρίζονται και η καθ’ ης τράπεζα δεν αμφισβητεί ειδικά, αυτοί δε άσκησαν κατά της διαταγής πληρωμής τις από 5-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 51/08.04.2013 και 53/08.04.2013 αντίστοιχα ανακοπές τους ενώπιον του ενταύθα Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δικάσιμος προς συζήτηση των οποίων ορίστηκε η 20.03.2014 (βλ. τις ανακοπές και τις με αριθμούς 2560β 712.04.2013 και 2558β/12.04.2013 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ιωάννη Κοπανά). Σε ακολουθία δε των ανακοπών τους, άσκησαν τις κρινόμενες αιτήσεις, σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 632 παρ.2 Κ.Πολ.Δ, με τις οποίες, επικαλούμενοι ευδοκίμηση των ανακοπών τους αυτών, επιδιώκουν την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω πληττόμενης διαταγής πληρωμής. Με τον πρώτο λόγο της από 05.04.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 51/08,04,2013 ανακοπής τους, έτσι όπως εκτιμάται, οι ανακόπτοντες εγγυητές και αιτούντες την αναστολή ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, καθόσον η σύμβαση δανείου, βάσει της οποίας αυτή εκδόθηκε, περιέχει καταχρηστικούς και άκυρους όρους τόσο κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, όσο και ως καταχρηστικοί Γενικοί Όροι Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) και συνεπώς δεν υφίσταται έγκυρη απαίτηση της καθ’ ης εναντίον τους, καθόσον αφενός μεν προέρχεται από σύμβαση αναγκαστικής προσχώρησης με προδιατυπωμένους και αδιαπραγμάτευτους όρους (Γ.Ο.Σ) από την καθ’ ης τράπεζα και αυτοί δεν είχαν γνώση περί των συνεπειών της παραίτησής τους από την ένσταση διζήσεως, ενώ όσον αφορά την παραίτησή τους από τις λοιπές ενστάσεις και δικαιώματα που παρέχει ο νόμος στους εγγυητές, διότι με τους όρους αυτούς αποκλείεται ή περιορίζεται υπέρμετρα η ευθύνη της τράπεζας, με επακόλουθο τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του εγγυητή, αφετέρου δε οι ανωτέρω όροι αντιτίθενται ειδικά – και συνεπώς είναι άκυροι – στις διατάξεις του ν. 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτή, όπως ισχύει. Επικουρικά ότι η δοθείσα εκ μέρους τους εγγύηση είναι ακυρωτέα, διότι η δήλωσή τους κατά την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης ήταν προϊόν πλάνης, καθόσον κατά την υπογραφή της η καθ’ ης τράπεζα, όπως δια των αρμοδίων οργάνων της εκφράζεται, τους διαβεβαίωσε ότι οι ίδιοι ουδέν- έννομο αγαθό τους θέτουν σε διακινδύνευση και ότι δεν θα στραφεί εναντίον των ιδίων και της περιουσίας τους εξ αυτής της αιτίας, αφού το ίδιο το ακίνητο, για την αγορά του οποίου δόθηκε το επίμαχο δάνειο και οι εμπράγματες ασφάλειες που της είχαν παρασχεθεί απ’ αυτού, υπερκαλύπτουν την απαίτησή της, ότι η πλάνη τους είναι ουσιώδης, καθόσον, εάν γνώριζαν την πραγματική κατάσταση, ότι δηλαδή απηύθυναν δήλωση παραίτησης από τις ενστάσεις τους των άρθρων 853, 855, 858, 863-868 του ΑΚ, ευθυνόμενοι όπως η δανειολήπτρια, δεν θα επιχειρούσαν τη σύμβαση εγγυήσεως, άλλως και επικουρικά προβάλουν την ένσταση διζήσεως, ισχυριζόμενοι ότι η συνυπόχρεη μ’ αυτούς δανειολήπτρια εταιρία έχει ακίνητη περιουσία στη Λυκόβρυση Αττικής, εμπορικής αξίας τουλάχιστον 3.000.000,00 ευρώ, η οποία υπερκαλύπτει την απαίτηση της καθ’ ης και πρέπει αυτή να επιδιώξει την ικανοποίησή της από εκείνη και μόνο στην περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί απ’ αυτήν πρέπει να στραφεί εναντίον τους. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πιθανολογείται ότι θα κριθεί από το δικαστήριο της ανακοπής απορριπτέος στο σύνολό του. Ειδικότερα, κατά το πρώτο σκέλος του, που αφορά στην καταχρηστικότητα των όρων της σύμβασης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, πιθανολογείται απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον είναι έγκυρη η παραίτηση του εγγυητή από τις ανωτέρω ενστάσεις, αφού οι σχετικές διατάξεις είναι ενδοτικού δικαίου, οι δε ανακόπτοντες δεν επικαλούνται ιδιαίτερα συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι η άσκηση του σχετικού δικαιώματος της καθ’ ης και κατά των ιδίων, ως εγγυητών, αντιβαίνει στα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Εξάλλου, ο όρος περί παραίτησης του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως δεν δύναται να θεωρηθεί ως καταχρηστικός Γ.Ο.Σ, καθόσον ο εγγυητής έχει τη δυνατότητα να ενημερωθεί για την έννοια αυτού.
Όσον αφορά στις ενστάσεις των άρθρων 862 έως 868 ΑΚ, ο λόγος της ανακοπής πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού οι ανακόπτοντες δεν ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης ενεργοποίησε στην προκειμένη περίπτωση κάποιον ή κάποιους από αυτούς τους γενικούς όρους και πως τούτο επέδρασε στη γένεση, στο ύψος ή στο ληξιπρόθεσμο της απαίτησής της, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεδομένου ότι η κατ’ αρχήν ακυρότητα όρων της σύμβασης, δεν οδηγεί σε ολική ακυρότητα αυτής (άρθρο 181 ΑΚ), ούτε επικαλούνται ότι υπήρξε αδυναμία ικανοποίησης της καθ’ ης δανείστριας, οφειλόμενη σε δόλο ή βαριά αμέλειά της, προκειμένου οι ίδιοι, ως εγγυητές, να ελευθερωθούν (βλ. και Εφ.ΑΘ, 2057/2010, Εφ.ΑΘ. 5253/2003 Αρχ.Ν 2004. 201, Πολ.Πρ.Θεσ. 4561/2012, Μον.Πρ.Θεσ. 11479/2009, Μον,Πρ.ΑΘ. 930/2008, ΤΝΠΔΣΑ). Πέραν των ανωτέρω, από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι η παραίτηση των ανακοπτόντων εγγυητών από τα δικαιώματα και τις ενστάσεις τους επιβλήθηκε μονομερώς από την καθ’ ης, ούτε ότι δεν ενημερώθηκαν επαρκώς από την τράπεζα ότι με την αποδοχή των εν λόγώ Γ.Ο.Σ αυτοί παραιτούνται από ευεργετήματα που τους έχουν παραχωρηθεί. Αντίθετα, στην προκειμένη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα, προκύπτει ότι, κατά τον όρο 24° της σύμβασης δανείου, η δανειολήπτρια και οι εγγυητές δήλωσαν ότι «ενημερώθηκαν πλήρως από τα στελέχη της τράπεζας για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από την παρούσα σύμβαση και ότι τους επεξηγήθηκαν όλοι οι όροι της σύμβασης και τους απαντήθηκαν όλα τα ερωτήματα που τυχόν υπέβαλαν σε σχέση με τη σύμβαση». Ο ίδιος ως άνω εξεταζόμενος λόγος της ανακοπής, ο οποίος ερείδεται στη νομική βάση της προστασίας του καταναλωτή, προβαλλόμενος υπό των ανακοπτόντων, με την ιδιότητα αυτών ως εγγυητών, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον οι εγγυητές τραπεζικών πιστώσεων και δανείων δεν παρίστανται ως αποδέκτες των υπηρεσιών της τράπεζας, δηλαδή ως καταναλωτές, ώστε να υπάρχει πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, ως ισχύει (βλ. ΑΠ 905/2011 ό.,π., ΑΠ 1738/2009 Δ/νη 2011.750, Εφ.Θεσ. 492/2010, Εφ.Λαρ. 806/2010, Εφ.ΑΘ. 3791/2009, Εφ.Θεσ. 1429/2009 ΤΝΠΔΣΑ, Εφ.ΑΘ 4682/2008 Δ/νη 2008. 1497, Εφ.Λαρ. 114/2007 ΤΝΠΔΣΑ). Ο ίδιος ως άνω λόγος κατά το επικουρικό του σκέλος, που αποτελεί ένσταση ακυρότητας της σύμβασης εγγύησης λόγω πλάνης-επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση που λόγος ανακοπής εναντίον διαταγής πληρωμής χρηματικού ποσού, το οποίο φέρεται στη διαταγή αυτή οφειλόμενο από δικαιοπραξία, πλήττει τη δικαιοπραξία αυτή ως προϊόν πλάνης σε βάρος του ανακόπτοντος, το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί ακυρώσεως της δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης σύμφωνα με το λόγο (της ανακοπής), που αποτελεί τη βάση της ενστάσεως, αφού σε τέτοια περίπτωση, ζητείται πραγματικά και η ακύρωση της δικαιοπραξίας με την έννοια των άρθρων 140,141 και 154 εδ.β’ του ΑΚ, κατά την οποία η ενάσκηση του διαδικαστικού δικαιώματος για πρόκληση της δικαστικής ακυρώσεως δικαιοπραξίας δεν προϋποθέτει λεκτική τυπικότητα, αλλά σαφή μόνον εκδήλωση αντίστοιχης βουλήσεως (βλ. ΑΠ 1096/2006 Νόμος)- πιθανολογείται με τα πιο πάνω δεδομένα, ότι θα κριθεί νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερθείσες διατάξεις (βλ. και Εφ.Θεσ. 1504/1998, Πολ.Πρ.Θεσ. 26219/2010 ΤΝΠΔΣΑ), όμως θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν πιθανολογήθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι η καθ’ ης με παραπλανητικές υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις των αρμοδίων οργάνων και εκπροσώπων της, δημιούργησε προς τους ανακόπτοντες εγγυητές, οι οποίοι διαθέτουν γνώση και εμπειρία της αγοράς, την πεπλανημένη πεποίθηση ότι αυτοί δεν θα ευθύνονται προσωπικά με την , ατομική τους περιουσία, έτσι ώστε οι τελευταίοι να εγγυηθούν τελικά υπέρ της ως άνω δανειολήπτριας εταιρίας ως προς τις υποχρεώσεις της προς την καθ’ ης η ανακοπή, ούτε ότι τέτοια διαβεβαίωση της καθ’ ης τέθηκε ως προϋπόθεση και δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύναψης της ανωτέρω σύμβασης εγγυήσεως, την οποία οι εγγυητές δεν θα συνήπταν αν γνώριζαν ότι ευθύνονται για τις υποχρεώσεις της δανειολήπτριας και δη εις ολόκληρον με εκείνη. Τέλος, ο ίδιος ως άνω λόγος, κατά το επικουρικό σκέλος του, προβολής της ενστάσεως διζήσεως, πιθανολογείται επίσης απορριπτέος, διότι οι ανακόπτοντες εγγυητές, δεν δικαιούνται να προβάλουν έναντι της καθ’ ης την ένσταση διζήσεως, αφού από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 851, 857 και 859 ΑΚ προκύπτει ότι, αν ο εγγυητής παραιτήθηκε από την ένσταση διζήσεως και κυρίως εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης, δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, έως ότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη. Η παραίτηση αυτή δεν είναι καταχρηστική και νομίμως μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των μερών. Στην περίπτωση αυτή ο δανειστής μπορεί να στραφεί, χωρίς τον κίνδυνο από το άρθρο 856 ΑΚ, κατά οποιουδήποτε (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή), χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική η ενέργειά του (βλ. ΑΠ 1297/1990 Δ/νη 32. 1215, Εφ.ΑΘ. 2057/2010 Νόμος, Εφ.ΑΘ. 5253/2003 Αρχ.Ν 2004. 201). Επομένως, εφόσον εν προκειμένω οι ανακόπτοντες εγγυητές, όπως πιθανολογείται από την έγγραφη περί εγγυήσεως δήλωσή τους, εγγυήθηκαν προς την καθ’ ης δανειοδότρια τράπεζα την πληρωμή του, σε βάρος της παραπάνω δανειολήπτριας εταιρίας, τυχόν χρεωστικού υπολοίπου, από τη μεταξύ τους πιο πάνω δανειακή σύμβαση, με ευθύνη τους εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια εταιρία και έγκυρη παραίτησή τους από την ένσταση διζήσεως του άρθρου 855 ΑΚ, έτσι δε, λόγω της εις ολόκληρον ενοχής τους για την πληρωμή του πιο πάνω χρεωστικού υπολοίπου των δανειακών λογαριασμών, η καθ’ ης δανείστρια τράπεζα έχει, κατά το άρθρο 482 ΑΚ, το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά προτίμησή της από οποιονδήποτε συνοφειλέτη, είτε ολικά είτε μερικά, επομένως δε και από τους ήδη ανακόπτοντες εγγυητές. Με τους δεύτερο και πρώτο λόγους αντίστοιχα των ανακοπών τους, οι ανακόπτοντες και αιτούντες την αναστολή προβάλλουν ως λόγο ακυρώσεως της με αριθμό 143/2013 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων τον ισχυρισμό ότι, στο οφειλόμενο από τους επίδικους λογαριασμούς δανείου υπόλοιπο, για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, περιέχονται για ολόκληρο το χρονικό διάστημα λειτουργίας της σύμβασης τόκοι, τους οποίους η καθ’ ης υπολόγιζε σε ημερολογιακό έτος 360 και όχι 365 ημερών και ως εκ τούτου η απαίτησή της υπολογίστηκε μη νόμιμα και επιβαρύνθηκαν παρανόμως με επιπλέον ποσά, με αποτέλεσμα, λαμβανομένης της κεφαλαιοποίησης των τόκων, η απαίτησή της να είναι μη εκκαθαρισμένη και μη βέβαιη, είναι δε παράνομος και καταχρηστικός ο υπολογισμός του τόκου με βάση έτος 360 ημερών (και όχι 365), διότι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1995, αλλά και στην κοινοτική οδηγία 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β’ 255/08.03.2001). Οι λόγοι αυτοί των ανακοπών πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσουν και θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, καθόσον ναι μεν ο υπολογισμός των τόκων με βάση έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ενώ το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της ως άνω κοινοτικής οδηγίας στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (βλ. ΑΠ 430/2005 Νόμος, Εφ.Πειρ. 711/2011, Εφ.ΑΘ. 2021/2010 ΔΕΕ 2011. 86, Εφ.ΑΘ. 4424/2009 Δ/νη 2011.875), όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν προσδιορίζονται στα δικόγραφα των ανακοπών τα αμφισβητούμενα ποσά που προήλθαν από υπολογισμό τόκων 360 ημερών αντί 365 και κατά οποία επιβαρύνθηκαν παρανόμως οι δανειακοί λογαριασμοί, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας των ισχυρισμών των ανακοπτόντων και η αντίκρουσή τους από την καθ’ ης (βλ. Εφ.Λαρ. 28/2011, Εφ.ΑΘ. 1778/2010 Νόμος, Εφ.ΑΘ. 4424/2009 Δ/νη 52.868, Πολ.Πρ.Θεσ. 10328/2011, Πολ.Πρ.Θεσ. 14778/2010, Μον.Πρ.ΑΘ. 437/2013 ΤΝΠΔΣΑ), ο προσδιορισμός δε αυτός της πρόσθετης επιβάρυνσης των ανακοπτόντων με επιπλέον τόκους, ως οι τελευταίοι ισχυρίζονται εν προκειμένω, είναι απαραίτητος, δεδομένου ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (βλ. Εφ.Λαρ. 28/2011 ό.,π,, Εφ.Θεσ. 317/2009 ΔΕΕ 2009.819, Εφ.Πειρ. 911/1994 Δ/νη 36. 672, Πολ.Πρ.Βολ. 184/2009 Νόμος, Μον.Πρ.ΑΘ. 437/2013 ό.,π.). Με τους τρίτο και δεύτερο λόγους αντίστοιχα των ανακοπών τους, όπως εκτιμώντας οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι επιβαρύνθηκαν με επιπλέον τόκους, διότι με βάση καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο όρο της σύμβασης η καθ’ ης είχε το δικαίωμα να καθορίζει μονομερώς το συμβατικό επιτόκιο σε ποσοστό ακόμη και πάνω από το επιτρεπόμενο νόμιμο όριο και καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης από τις 22.05.2008 έως και τις 11.10.2012 και πριν από το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών χρέωνε τη δανειολήπτρια με ποσά τόκων πλέον των νομίμων, όπως τοκοποιούσε παρανόμως και τα ποσά της εισφοράς του ν. 128/1975, ως εκ τούτου επιβαρύνθηκαν παράνομα κατά το ποσοστό της διαφοράς των επιτοκίων και της τοκοποίησης της ως άνω εισφοράς, με αποτέλεσμα, λαμβανομένης υπόψη της κεφαλαιοποίησης των παράνομων τόκων και του ανατοκισμού τους ανά μικρότερη του εξαμήνου περίοδο και δη σε μηνιαία συχνότητα, η απαίτηση της καθ’ ης να είναι μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη και ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό μη νόμιμο. Οι λόγοι αυτοί των ανακοπών, ανεξαρτήτως της αντιθέσεως ή μη του ανωτέρω ΓΟΣ περί δυνατότητας μονομερούς αυξήσεως του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου στις διατάξεις του ν. 2251/1994 και με την επισήμανση ότι ο μονομερής προσδιορισμός του κυμαινόμενου επιτοκίου είναι, με βάση ‘ειδικά κριτήρια, επιτρεπτός (βλ. ΑΠ 652/2010, Εφ.Πειρ. 848/2010 Νόμος), πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσουν και ότι θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, εφόσον δεν προσβάλλονται μ’ αυτούς συγκεκριμένα κονδύλια της επίδικης απαίτησης, δεν προσδιορίζονται τα ποσά των τόκων που ανατοκίζονταν από τη δανείστρια τράπεζα ανά μήνα κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, αλλά αντίθετα γίνεται αόριστη αναφορά περί μηνιαίου ανατοκισμού, ούτε προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό συγκεκριμένα επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξ αιτίας του παραπάνω μη σύννομου, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, υπολογισμού και κατά το οποίο αυτοί αιτούνται την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δοθέντος ότι το δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και μόνο κατά την έκταση αυτού του λόγου (βλ. Εφ.Πειρ. 848/2010 ό.,π., Πολ.Πρ.Θεσ. 152/2013 ό.,π., Μον.Πρ.ΑΘ. 848/2013, Μον.Πρ.ΑΘ. 437/2013, Μον.Πρ.Θεσ. 1193/2013 ΤΝΠΔΣΑ). Με τους τέταρτο και τρίτο αντίστοιχα λόγους των ανακοπών τους, έτσι όπως εκτιμώντας οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι η δανειακή σύμβαση, βάσει της οποίας εκδόθηκε, περιείχε καταχρηστικούς, και άκυρους όρους τόσο κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281ΑΚ, όσο και ως Καταχρηστικοί Γενικοί Όροι Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) και ειδικότερα εκείνον, που προέβλεπε ότι σε περίπτωση τμηματικής εκταμίευσης του προϊόντος του δανείου, η καθ’ ης διατηρεί το σύνολο το ποσού σε άτοκο δεσμευμένο λογαριασμό στο όνομα της δανειολήπτριας, η τελευταία δε υποχρεούται εξαρχής να καταβάλλει τόκους και για το μέρος του δανείου που δεν έχει ακόμα εκταμιευθεί, αλλά και εκείνον με τον οποίο επιφύλαξε για τον εαυτό της το δικαίωμα να καθορίζει μονομερώς το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο, με το οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) και μάλιστα σε ποσοστό ανώτερο του ισχύοντος εξωτραπεζικού και ως εκ τούτου η απαίτησή της υπολογίστηκε μη νόμιμα και επιβαρύνθηκαν παράνομα οι ίδιοι με τόκους για όλο το ποσό που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο του δανείου από τη στιγμή υπογραφής της δανειακής σύμβασης, χωρίς όμως να έχει αυτό στη διάθεσή της η δανειολήπτρια, αλλά και κατά το ποσοστό της διαφοράς των επιτοκίων, λαμβανομένης υπόψη και της κεφαλαιοποίησης των τραπεζικών επιτοκίων και της επιβάρυνσης με τόκους της εκάστοτε ισχύουσας εισφοράς του ν. 128/1975 και επομένως το δικαίωμά της να ζητήσει την έκδοση της διαταγής πληρωμής ασκήθηκε καταχρηστικά, αφού γνώριζε ότι η δανειακή σύμβαση εμπεριείχε όρους καταχρηστικούς και εξ αιτίας αυτού του λόγου ήταν άκυρη. Οι ανωτέρω λόγοι των ανακοπών πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσουν και θα απορριφθούν, διότι οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά δυνάμενα να προσδώσουν καταχρηστική μορφή στην άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να εκδώσει την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ούτε προσδιορίζουν και πάλι το ποσό των τόκων, με το οποίο επιβαρύνθηκαν επιπλέον των νομίμων, ενώ και η ακυρότητα κάποιων όρων δεν συνεπάγεται την ακυρότητα όλης της επίδικης σύμβασης, ούτε καθιστά άκυρη την απαίτηση της καθ’ ης στο σύνολό της. Με τους πέμπτο και τέταρτο αντίστοιχα λόγους των ανακοπών τους οι ανακόπτοντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι η δανειολήπτρια εταιρία με την επωνυμία «________ Ο.Ε.», δυνάμει του από 13.03.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης εταιρικού, που δημοσιεύτηκε νόμιμα και καταχωρήθηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου Αττικής ήδη από τις 21.3.2013 και στο Γ.Ε.ΜΗ ήδη από τις 23.03.2013, τροποποιήθηκε σε ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «________ Ε.Ε» και συνεπώς η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία, ως μη υφιστάμενο νομικό πρόσωπο, δεν νομιμοποιείται παθητικά ως καθ’ ης στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και ως υποκείμενο εκτελεστικής διαδικασίας, ενώ και ο δεύτερος ανακόπτων ________ ________ έγινε ετερόρρυθμος εταίρος της νέας εταιρίας ευθυνόμενος έως του ύψους της συμμετοχής του (15%) στα κέρδη και στις ζημίες της, όμως στη διαταγή πληρωμή εμφανίζεται ως ομόρρυθμος εταίρος της ως άνω παλαιός εταιρίας και μάλιστα επισπεύδεται αναγκαστική σε βάρος του εκτέλεση με την κοινοποίηση επιταγής προς πληρωμή. Οι λόγοι αυτοί των ανακοπών πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσουν και θα απορριφθούν, εφόσον, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι οι ανακόπτοντες επικαλούνται, η ως άνω μετατροπή έλαβε χώρα στις 23.03.2013, δηλαδή μετά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (21.03.2013) και η μετατροπή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα αυτής, που κρίνεται αποκλειστικά με βάση τα δεδομένα του χρόνου εκδόσεώς της, αλλά αποτελεί αντικείμενο εκτέλεσης και σε περίπτωση που δεν ληφθεί υπόψη από την τυχόν επισπεύδουσα καθ’ ης τράπεζα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σχετικής ανακοπής. Πέραν των ανωτέρω, επί μετατροπής ομόρρυθμης εταιρίας σε ετερόρρυθμη δεν ιδρύεται νέα εταιρία, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται το νομικό πρόσωπο της εταιρίας με νέο νόμιμο ένδυμα ή νομικό σχήμα, και συνεπώς δεν τίθεται θέμα διαδοχής, αλλά η Ε.Ε. που προέρχεται από τη μετατροπή, συνεχίζοντας την νομική προσωπικότητα της Ο.Ε, υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, επερχομένης «οιονεί καθολικής διαδοχής» (βλ. ΑΠ 9588/1995 Δ/νη 38.1583), ενώ και οι δοθείσες εγγυήσεις διατηρούνται αναλλοίωτες επί του ιδίου νομικού προσώπου. Επομένως και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος με τις ανακοπές, εκτός από τους ανωτέρω, των οποίων δεν πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση, δεν μπορεί να τεθεί και θέμα επέλευσης στους αιτούντες ανεπανόρθωτης βλάβης από την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Κατόπιν λοιπόν όλων των ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, που προκλήθηκαν από την άσκηση της καθεμιάς από αυτές, σε βάρος των αιτούντων με την καθεμία αίτηση χωριστά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 παρ. 3 του Κώδικα περί δικηγόρων και το σχετικό αίτημα της καθ’ ης, που υπέβαλε με το σημείωμά της (άρθρ. 176 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ), όπως το ποσό αυτών ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζοντας, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, τις από 08.04.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 268/08.04.2013 και 269/08.04.2013 αιτήσεις.
Απορρίπτει αυτές.
Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων με την καθεμία από τις αιτήσεις αυτές τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης που αφορά, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στα Ιωάννινα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5″Αυγούστου 2013, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ