Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ
Αριθμός Απόφασης 1380/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτούμενο από τη Δικαστή Δήμητρα Αυγουστοπούλου, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Αναστασία Χατζίκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 13η Μαρτίου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ : ________ ________ του ________ , κατοίκου Βούλας Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Μαρώση (Α.Μ 28196).
ΤΗΣ ΚΑΘ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΑΝΑΚΟΠΗ : ________ ________ του ________ , κατοίκου Νέας Μάκρης Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Παπαγεωργόπουλο (Α.Μ 2069).
Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-3-2007 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 2718/13.3.2007, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε στη δικάσιμο της 11-3-2008, κατά την οποία αυτή ματαιώθηκε. Ήδη, η ως άνω ανακοπή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 23-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 2196/2009 κλήση, η οποία προσδιορίσθηκε στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις κατατεθείσες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η διάταξη του άρθρου 934 του ΚΠολΔ καθιερώνει το σύστημα σταδιακής προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, αν η ανακοπή αφορά : α) την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να ασκείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, β) την εγκυρότητα των πράξεων εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα ή την απαίτηση, πρέπει να ασκείται μέχρι την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και γ) την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης πρέπει να ασκείται μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυραππκής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. Αν κάποια πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν προσβληθεί μέσα στην προσήκουσα κατά τα παραπάνω προθεσμία, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της (άρθρο 161 του ΚΠολΔ), γεγονός που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, που κρίνει τη σχετική ανακοπή, με αποτέλεσμα η πράξη να θεωρείται έγκυρη και ισχυρή και το ελάττωμά της να μην μπορεί να προβληθεί μεταγενέστερα, ούτε να μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 93/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1784/1998 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 129/1998 ΕΕΝ 2000. 86, ΑΠ 853/1992 ΕΕΝ 1993. 602, Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, έκδοση β’, παρ. 149, σελ. 395, Φραγκίστα-Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση I, παρ. 40, σελ. 203). Περαιτέρω, η παραίτηση από την κατάσχεση δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως, πλην όμως αποτελεί λόγο κατάργησης της εκτελεστικής διαδικασίας, συντελούμενη κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για παραίτηση από διαδικαστικές πράξεις της διαγνωστικής δίκης (άρθρα 294, 297 ΚΠολΔ). Η παραίτηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τις διατυπώσεις του άρθρου 297 ΚΠολΔ, είτε με εξώδικη ή συμβολαιογραφική δήλωση αυτού που την επέβαλε, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί στον καθ’ου η εκτέλεση, λόγω της φύσης της αναγκαστικής εκτέλεσης ως εξώδικης διαδικασίας (Εφ.ΑΘ 6953/1987 Δ 19.470, ΕφΑΘ 2327/1970 Δ.1. 538, Μον.Πρωτ.Βόλου 236/2001 Αρμ.201. 1102, Μπέης, Δ 8.643 επ., Ι.Μπρίνία, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδοση, παρ. 135α, Βλαστός, Δ 19.471).
Η υπό κρίση ανακοπή, με την οποία ζητείται η ακύρωση: χ) της από 14-112006 επιταγής προς εκτέλεση, ϋ) της υπ’ αριθμό 73/26.1.2007 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ηλία Καραμούζη και iii) της υπ’ αριθμό 74/2007 περίληψης της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, αρμοδίως, καθ’ ύλη και κατά τόπο, φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 933§§1 και 2 ΚΠολΔ), για να εκδικαστεί με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, καθόσον η ένδικη απαίτηση αφορά σε μισθωτική διαφορά, αυτεπαγγέλτως αποφαινόμενου του Δικαστηρίου αυτού περί της μη υπαγωγής της υπόθεσης στην τακτική διαδικασία και της εκδίκασης αυτής κατά την προσήκουσα ως άνω ειδική διαδικασία (ΕφΑΘ 5131/2004, ΕφΑΘ 4711/2002, ΕφΑΘ 2497/1998 ο.π, ΕφΘεσ 57/1991 Αρμ. 46.876, Νύκολόπουλος, ό.π. άρθρο 933, αριθ. 14). Η εξεταζόμενη ανακοπή, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, κατά το σκέλος που αφορά στην προσβαλλομένη από 14-11-2006 επιταγή προς εκτέλεση, καθόσον το δικόγραφο αυτής επιδόθηκε στην καθ’ης την 13-3-2007 (βλ. την προσκο μισθέ ίσα υπ’ αριθμό 10549/13.3.2007 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά Σταυρούλας Τζεφεράκου), δηλαδή εκτός της προβλεπόμενης στο άρθρο 934§1 περ.α ΚΠολΔ δεκαπενθήμερης προθεσμίας από τη συντέλεση της επιβληθείσας σε βάρος του ανακόπτοντος αναγκαστικής κατασχέσεως, η οποία αποτελεί την πρώτη μετά την προσβαλλόμενη επιταγή πράξη εκτέλεσης και σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ’ αριθμό 73/26.1.2007 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ηλία Καραμούζη έλαβε χώρα την 26-1-2007. Κατά τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμους (κατά τα άρθρα 585, 933§1 και 934§1 περ.β ΚΠολΔ), πριν την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, που εν προκειμένω είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης, καθόσον δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα τέτοια πράξη εκτέλεσης. Πλην όμως, η καθ’ης με τις κατατεθείσες προτάσεις της προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της υπό κρίση ανακοπής, επικαλούμενη έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος, λόγω της παραιτήσεώς της από την ένδικη αναγκαστική κατάσχεση. Ειδικότερα, η καθ’ης η ανακοπή ισχυρίζεται ότι με την υπ’ αριθμό 24.851/4.6.2007 πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Αθηνών-Βασιλείου Σοφιανοπούλου (η οποία προσκομίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού) παραιτήθηκε από την κατάσχεση, που επιβλήθηκε με επίσπευσή της στην ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος, δυνάμει της ανωτέρω υπ’ αριθμό 73/26.1.2007 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και περαιτέρω συνήνεσε στην εξάλειψή της από τα βιβλία κατασχέσεως του υποθηκοφυλακείου Βούλας. Η παραίτηση αυτή εκ μέρους της καθ’ης έχει ως αποτέλεσμα η ως άνω επιβληθείσα κατάσχεση, όπως και κάθε επόμενη βασιζόμενη σε αυτή πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, που διενεργήθηκε με επίσπευση της καθ’ης, να θεωρείται ως μηδέποτε λαβούσα χώρα, καταργούμενη αναδρομικά και αυτόματα, χωρίς την έκδοση αποφάσεως (ΕφΑΘ 8659/2000 ΕλλΔνη 2002. 794, Κ.Μπέη-Η ανίσχυρη διαδικαστική πράξη, παρ.5 III, σελ.213). Προς τούτο λαμβάνεται, επίσης, υπόψη το γεγονός ότι ο ανακόπτων δεν αρνήθηκε ότι έχει λάβει γνώση της ως άνω παραιτήσεώς της καθ’ης, καθώς επίσης και ότι πριν από την ως άνω παραίτηση δεν προέκυψε να έχει λάβει χώρα αναγγελία απαιτήσεως από έτερο δανειστή του ανακόπτοντος στον υπάλληλο του πλειστηριασμού- _______ _________ (βλ. 2η σελίδα της ως άνω υπ’ αριθμό 24.851/4.6.2007 πράξης αυτού). Ενόψει των ανωτέρω, ο ανακόπτων στερείται, πλέον εννόμου συμφέροντος για την εκδίκαση της ένδικης ανακοπής, κατά το σκέλος αυτής που αφορά στην προσβολή της υπ’ αριθμό 73/26.1.2007 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ηλία Καραμούζη, καθώς και της υπ αριθμό 74/2007 περίληψης της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή (ΕφΑΘ 8659/2000 ο.π, ΕφΑΘ 4340/1993 ΕλλΔνη 37. 398), γενομένης δεκτής της σχετικής ενστάσεως της καθ’ης. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του στην προκειμένη δίκη (άρθρα 176, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ), κατα τα οριζόμενα στο διατακτικό της αποφάσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΎΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ανακόπτοντος τη δικαστική δαπάνη της καθ’ης, την οποία καθορίζει στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 11η Μαΐου 2012, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ