Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης: 616/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ελένη Στεργίου, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και το Γραμματέα Δημήτριο Βαρθολομαίο.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, σας 25 Ιανουάριου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: ________ ________ του ________ , κατοίκου Κερατσινίου Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, Ευάγγελου Ρεγκούτα.
Της εναγόμενης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «________ Α.Ε.», που εδρεύει στο Νέο Κόσμο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ελένη Λύκου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 31-3-2010 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 98414/2010 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2868/2010, η οποία προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως από τον εργοδότη θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει επίσης ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή, επί ποινή ακυρότητας, πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και το τελευταίο αυτό να εγχειριστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στον απολυόμενο, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Ακόμη (προκύπτει), ότι η καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις (υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ανωτέρω βία), πρέπει, ανεξαρτήτως από το λόγο που την προκάλεσε, να συνοδεύεται με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης στον απολυόμενο (ΑΠ 971/2009 ΔΕΝ 2009, 1184, ΑΠ 105/2009 ΕΕργΔ 2009, 1552, ΑΠ 64/2009 ΕλλΔνη 2009, 1389). Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας λόγω μη τηρήσεως των νομίμων προϋποθέσεων ο μισθωτός, αντίστοιχα, δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 ΑΚ, τους μισθούς του, είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού, να ζητήσει την προβλεπόμενη από το ν. 2112/1920 αποζημίωση. Αν δε η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου ή που συνιστούν αδικοπραξία, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281 ΑΚ, 5 παρ. 1 Συντάγματος (ΑΠ 1901/2005 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 161/1997 ΔΕΝ 1997, 763, ΕφΠατρ 578/2008 ΑχΝομ 2009, 525, ΕφΑΘ 1322/2006 ΕλλΔνη 2007, 1120), το ποσό της οποίας καθορίζεται από το Δικαστήριο, κατ’ εύλογη κρίση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 εδ. α του ν. 3198/1955 «πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά τον Νόμον 2112/1920 αποζημιώσεως τυγχάνει απαράδεκτος, εφ’ όσον ο σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαμήνου αφ’ ης κατέστη απαιτητή». Με τη διάταξη αυτή τίθεται εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος του μισθωτού που απολύθηκε, προς καταβολή σε αυτόν της οφειλόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας αυτής αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας, η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία (ΟλΑΠ 16/1994 ΕλλΔνη 35, 1261, ΑΠ 277/2006 ΕλλΔνη 48, 471). Έτσι, στην περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης αορίστου χρόνου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 241 εδ. α του ΑΚ, η οποία ισχύει και για την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, η προθεσμία αυτή (εξάμηνη) αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που έλαβε χώρα το γεγονός της καταγγελίας και λήγει, σύμφωνα με το προαναφερόμενο επίσης άρθρο 243 ΑΚ, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (ΑΠ 1938/2007 ΝοΒ 56, 965). Η εν λόγω δε αποσβεστική προθεσμία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 98/2004 ΝοΒ 2004, 1273, ΑΠ 21/2004 ΕΕργΔ 2004, 610, ΕφΑΘ 1928/2009 ΕλλΔνη 2010, 191, ΕφΑΘ 6886/2004 ΝοΒ 2005, 104, ΕφΑΘ 1113/2002 ΕλλΔνη 2002, 809).
Ο εναγών, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει, ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 17-11-2008, προκειμένου να εργαστεί σε αυτήν, ως εισπράκτορας. Ότι ειδικότερα τα καθήκοντα του συνίσταντο στο να επισκέπτεται τους πελάτες της εναγομένης, των οποίων οι αγγελίες φιλοξενούνταν στην εφημερίδα που αυτή εξέδιδε, να παραλαμβάνει από αυτούς το σχετικό αντίτιμο, είτε σε μετρητά είτε σε επιταγές και εν συνεχεία, με την επιστροφή του κατά τις μεσημβρινές ώρες στην έδρα της εναγομένης, να παραδίδει εντός φακέλου το σύνολο των εισπράξεων, αφού πρώτα τα μετρούσε παρουσία των υπαλλήλων του ταμείου, μαζί με όλα τα σχετικά παραστατικά και τις αποδείξεις των εισπράξεων. Ότι την Παρασκευή, 3-72009, αφού ολοκλήρωσε τις ημερήσιες εισπράξεις, επέστρεψε στην έδρα της εναγομένης περί τις 16.00 μ.μ. και καθώς υπήρχε προγραμματισμένη συνάντηση των εργαζομένων της εταιρείας, άφησε το φάκελο που περιείχε τις εισπράξεις και χωρίς να τον ανοίξει προηγουμένως, στο γκισέ του ταμείου, από όπου τον παρέλαβαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι και εν συνεχεία πήγε στην ανωτέρω συνάντηση, μετά την ολοκλήρωση της οποίας απεχώρησε από την εργασία του. Ότι στις 6-7-2009 και ημέρα Δευτέρα, όταν προσήλθε κανονικά στην εργασία του, του ανακοινώθηκε πως από τον ανωτέρω φάκελο που άφησε στο ταμείο, έλειπε το ποσό των 967 Ευρώ και ότι η εναγομένη θεωρώντας τον ως αποκλειστικά υπαίτιο της απώλειας των χρημάτων, παρά την έλλειψη οιασδήποτε ευθύνης του, προχώρησε στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, καταβάλοντάς του τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης του, από την οποία όμως είχε παρακρατήσει το ανωτέρω ποσό. Ότι η εναγομένη με την παραπάνω συμπεριφορά της, προσέβαλε την προσωπικότητά του και την επαγγελματική του αξία και υπόληψη, καθώς διαδόθηκε στους λοιπούς συναδέλφους του αλλά και στον κύκλο της αγοράς, ότι ο ίδιος είχε υπεξαιρέσει το ως άνω απωλεσθέν ποσό, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη, για την οποία πρέπει να του επιδικασθεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 30.000 Ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, μετά από νόμιμο εν μέρει περιορισμό, με δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου του δικηγόρου, καταχωρισθείσα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 295 αρ. 1 ΚΠολΔ) του καταψηφιστικού αντικειμένου της αγωγής του και τροπή αυτού εν μέρει σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 10.000 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.967 Ευρώ και ειδικότερα ποσό 20.000 Ευρώ, ως υπόλοιπο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και ποσό 967 Ευρώ, ως παρακρατηθέν ποσό της οφειλομένης αποζημίωσης απολύσεώς του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά του έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η αγωγή η οποία αρμοδίως φέρεται, καθ’ ύλην και κατά τόπον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 10, 16 παρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ), τυγχάνει απαράδεκτη ως προς το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο εκ ποσού 967 Ευρώ (παρακρατηθέν ποσό της οφειλομένης αποζημίωσης απολύσεώς), καθώς έχει ασκηθεί μετά την πάροδο της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, η οποία όπως πρσεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας λαμβάνεται υπόψιν αυτεπάγγελτως από το Δικαστήριο, αφού με επικαλούμενο από τον ενάγοντα χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του την 6-7-2009, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη στις 18-62010, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν 6317Γ/18-6-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Δημητρίου Ραπατζίκου. Περαιτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που αφορά την επιδίκαση στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 340 ΑΚ, 5 παρ. 1 Συντάγματος, 70, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι, μετά τον ως άνω εν μέρει περιορισμό του καταψηφιστικού της αιτήματος, ο ενάγων προσκομίζει τα υπ’ αριθμ. 507040, 507041 και 203069 σειρά Α’αγωγόσημα, ενώ σημειωτέον ότι και για το αναγνωριστικό της αίτημα δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, καθώς, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, που ορίζει ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 70 του ν. 3994/2011 (με την οποία και δεν εξαιρούνται πλέον οι αναγνωριστικές αγωγές από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου), εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 (ήτοι μετά τις 25-7-2011).
Η εναγόμενη εταιρεία, με δήλωση της πληρεξούσιας της δικηγόρου στο ακροατήριο, καταχωρισθείσα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που επανέλαβε με τις προτάσεις της, αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή και προέβαλε περαιτέρω τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως της ενδίκου αξιώσεως του ενάγοντος, για το λόγο ότι αυτός άσκησε την υπό κρίσιν αγωγή μετά την παρέλευση έτους από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, χωρίς στο μεσολαβήσαν διάστημα να την έχει οχλήσει, ώστε η ίδια να θεωρεί ότι δεν διατηρεί σε βάρος της αξιώσεις από την ανωτέρω καταγγελία. Ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπροσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 523/2008, ΑΠ 337/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), τα παραπάνω δε επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά από την εναγομένη δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της ένδικης αξιώσεως του ενάγοντος, δεδομένου άλλωστε και του ότι η εναγομένη δεν αναφέρει ποιες είναι οι δυσμενείς και δυσβάστακτες συνέπειες που θα έχει η τυχόν ικανοποίηση της αγωγικής αξιώσεως του ενάγοντος.
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου καί περτέχσνταϊ στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την προσκομιζόμενη από την εναγομένη υπ’ αριθμ. 5755/24-1-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, Σωτηρίου Ματσανιώτη, νομίμως ληφθείσα κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 εδ. δ ΚΠολΔ, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ακόμη και όταν δεν πληρούν τις διατάξεις του νόμου ως αποδεικτικά μέσα (άρθρο 671 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο των μικρών αγγελιών και φωτοαγγελιών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 17-11-2008, προκειμένου να εργαστεί σε αυτήν, ως εισπράκτορας, από Δευτέρα έως και Παρασκευή και με ωράριο εργασίας από τις 9.00 π.μ. έως τις 17.00 μ.μ.. Ειδικότερα, στα πλαίσια των καθήκοντών του, ο ενάγων παραλάμβανε κάθε πρωί με την έναρξη του ωραρίου του, από τα γραφεία της εναγομένης σχετική λίστα με τα ονόματα των πελατών της, που είχαν προβεί σε δημοσίευση αγγελιών στην εφημερίδα που αυτή εκδίδει και τις διευθύνσεις τους, καθώς και τα προς είσπραξη ποσά και τον τρόπο πληρωμής τους, ήτοι είτε με μετρητά είτε με επιταγές. Ακολούθως, έφευγε προκειμένου να διενεργήσει τις εισπράξεις, τις οποίες ολοκλήρωνε το αργότερο μέχρι τις 15.00 μ.μ. και εν συνεχεία επιστρέφοντας στα γραφεία της εναγομένης, οφείλε πρώτα να προσέλθει στο τμήμα ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων και πιστωτικού ελέγχου, όπου και ενημέρωνε τους στο τμήμα αυτό υπευθύνους υπαλλήλους, ________ ________ ή ________ ________ ως προς ποιους πελάτες της εναγομένης είχε προβεί σε εισπράξεις και ως προς ποια ποσά και μετά να μεταβεί στο ταμείο της εναγομένης, όπου απέδιδε τις εισπράξεις της ημέρας εντός φακέλου, τον οποίο είχε υπογράψει και είχε σφραγίσει ο ίδιος (ενάγων) και ήταν υποχρεωμένος να ανοίξει ενώπιον του ταμία της εναγομένης ________ ________ , σύμφωνα με την γνωστοποιημένη σε αυτόν και τηρούμενη διαδικασία της εναγομένης. Κατά δε την παράδοση των εισπράξεων στον ταμίο, ο ενάγων όφειλε να αποδίδει το άθροισμα των εισπραχθέντων ποσών, είτε σε μετρητά είτε σε επιταγές, τα οποία και έπρεπε να συμφωνούν με το άθροισμα των ποσών που αναγράφονταν στις αποδείξεις πληρωμής που είχε παραδώσει ο ίδιος στους πελάτες, από αντίστοιχο μπλοκ αποδείξεων που του είχε χορηγήσει για τον σκοπό αυτό η εναγομένη. Σημειωτέον, ότι η παράδοση, με τον παραπάνω τρόπο, των χρημάτων στο ταμείο της εναγομένης, γινόταν υποχρεωτικά την ίδια ημέρα, κατά την οποία διενεργήθηκαν οι εισπράξεις και μέχρι τις 17.00 μ.μ., που λειτουργούσε αυτό (ταμείο), από Δευτέρα έως και Παρασκευή, καθώς το Σάββατο και την Κυριακή το ταμείο της εναγομένης παρέμενε κλειστό. Στις 3-7-2009 και ημέρα Παρασκευή, ο ενάγων αφού ολοκλήρωσε τις ημερήσιες εισπράξεις, επέστρεψε στην έδρα της εναγομένης περί τις 16.00 μ.μ., όπου και προσήλθε πρώτα στο γραφείο του ________ ________ , όπου τον ενημέρωσε, όπως όφειλε, για τις εισπράξεις που είχε πραγματοποιήσει, βάσει της συγκεκριμένης λίστας που του είχε χορηγηθεί εκείνη την ημέρα (βλ. υπ’ αριθμ. 5755/2012 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης ________ ________ ). Εν συνεχεία, ο ενάγων μετέβη στο ταμείο της εναγομένης, προκειμένου να αποδώσει το χρηματικό ποσό που είχε εισπράξει στον αρμόδιο υπάλληλο. Εκεί, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων άφησε στο γκισέ του ταμείου, όπου βρίσκονταν ο ταμίας ________ ________ , σφραγισμένο το φάκελο με τις ημερήσιες εισπράξεις του και αποχώρησε αμέσως, προτού δηλαδή ο ανωτέρω ταμίας να προβεί, με την παρουσία του ενάγοντος, στην καταμέτρηση των εντός του φακέλου χρημάτων και λοιπών αξιών, σύμφωνα με την προβλεπόμενη ως άνω διαδικασία. Κατόπιν τούτου, ο ταμίας προχώρησε, άμεσα, στο άνοιγμα του φακέλου μόνος του και κατόπιν καταμέτρησης, διαπίστωσε, ότι από το περιεχόμενό του έλειπε το χρηματικό ποσό των 994,53 Ευρώ. Μετά τη διαπίστωση του ανωτέρω ελλείμματος, όπως κατατέθηκε ενόρκως στο ακροατήριο από το μάρτυρα της εναγομένης, ________ ________ , ο ταμίας αναζήτησε επανειλημμένως τον ενάγοντα στο κινητό του τηλέφωνο, πλην όμως ο εναγών δεν απάντησε σε καμία κλήση. Την Δευτέρα, στις 6-7-2009, οπότε ο εναγών επέστρεψε κανονικά στην εργασία του στην εναγομένη, κλήθηκε από τον Οικονομικό Διευθυντή της τελευταίας, ________ ________ , ο οποίος παρουσία του ________ ________ και του Κυριάκου ________ , υπαλλήλων του τμήματος ληξιπροθέσμων απαιτήσεων και πιστωτικού ελέγχου αλλά και του ταμία, ________ ________ , ενημέρωσε τον ενάγοντα για το συμβάν, ζητώντας του εξηγήσεις. Ο ενάγων, παρουσία των ανωτέρω υπαλλήλων, του ανέφερε, ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει, πως προέκυψε το έλλειμμα στις εισπράξεις που πραγματοποίησε και ότι ενδεχομένως τα ελλείποντα χρήματα να του έπεσαν στο δρόμο, χωρίς όμως να είναι και απολύτως βέβαιος γι’ αυτό (βλ. υπ’ αριθμ. 5755/2012 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης ________ ________ και παρόντος στην συνάντηση). Κατόπιν τούτου, ο ανωτέρω Οικονομικός Διευθυντής δήλωσε στον ενάγοντα ότι καθώς, με βάση τις εξηγήσεις του, το σχετικό ποσό απωλέσθηκε από δικό του σφάλμα, θα έπρεπε να το καλύψει εξ ιδίων χρημάτων. Σημειωτέον δε, ότι και στο παρελθόν (βλ. την ως άνω ένορκη βεβαίωση) είχε παρουσιαστεί έλλειμμα στις εισπράξεις του ενάγοντος, το οποίο πάντοτε ο ενάγων κάλυπτε με δικά του χρήματα. Ακολούθως δε η εναγομένη, νομίμως και στα πλαίσια του καλώς νοούμενου συμφέροντος της (βλ. σχετ. ΑΠ 1115/2007 ΔΕΝ 2007, 1554, ΑΠ 913/2006 ΔΕΝ 2006, 1654, ΑΠ 953/2005 ΕΕργΔ 2006, 100), λόγω της χωρήσασας, κατά τα ανωτέρω, πλημμελούς και μη προσήκουσας άσκησης των συμβατικών υποχρεώσεων του ενάγοντος (βλ. ΟλΑΠ 707/1985 ΔΕΝ 42, 22, ΑΠ 869/2009 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1679/2007 ΔΕΝ 2007, 1565), λαμβανομένου ιδίως υπόψιν και του αντικειμένου της εργασίας αυτού (εισπράκτορας), προχώρησε στην έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, στις 7-7-2009, καταβάλλοντάς του την οφειλομένη αποζημίωση απόλυσης εκ ποσού 1.490,58 Ευρώ. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε, ότι η ανωτέρω απόλυση του ενάγοντος έλαβε χώρα υπό συνθήκες που προσέβαλαν την προσωπικότητά του, καθώς δεν κατηγορήθηκε από την εναγομένη, ότι προέβη στην παράνομη κατακράτηση των χρημάτων (σημειωτέον ότι δεν κατατέθηκε μήνυση σε βάρος του ενάγοντος για το απωλεσθέν ποσό), ούτε άλλωστε προέκυψε, ότι κατά την συνάντηση που πραγματοποιήθηκε, στις 67-2009, ενώπιον του Οικονομικού Διευθυντή της εναγομένης, για τη διερεύνηση του συμβάντος, ο τελευταίος προέβη σε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για το πρόσωπο του ενάγοντος, απορριπτομένου ως εκ τούτου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του αιτουμένου αγωγικού κονδυλίου για την επιδίκαση στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία προσβολής της προσωπικότητάς του. Επομένως, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ότι ασκείται παραδεκτό και νόμιμα, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εξακοσίων είκοσι (620) Ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 22 Μαρτίου 2012.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ