Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Απόφασης 4260/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Πετροπούλου, Πρωτόδικη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιά και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαΐου 2013, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ________ ________ του ________ , κατοίκου Σερίφου, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ιωάννας Μαρώση.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ________ ________ του ________ κατοίκου Πειραιώς, 2) ________ ________ του ________ , κατοίκου Πειραιώς, εκ των οποίων ο πρώτος παραστάθηκε μετά και ο δεύτερος δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ευσταθίας Κωνσταντοπούλου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-6-2010 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε με αριθμό 2.792/2012, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 10-5-2012 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στη αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 480 του ΑΚ «αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος», ενώ κατά το επόμενο άρθρο 481 του ιδίου κώδικα «η οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας της παροχής καθένας απ’αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ενοχής εις ολόκληρον πρέπει η απαίτηση εκάστου των πλειόνων συνδανειστών ή η υποχρέωση εκάστου των πλειόνων συνοφειλετών να αφορά την αυτή παροχή, προσθέτως δε οι πλείονες ενοχές (απαιτήσεις ή υποχρεώσεις) που αφορούν τους συνδανειστές ή συνοφειλέτες να έχουν μεταξύ τους κάποια καθολική συνδετική σχέση, να συνδέονται δηλαδή με τον αυτό κοινό σκοπό και τον αυτό γενεσιουργό λόγο. Με τις πιο πάνω ρυθμίσεις ο νομοθέτης καθιερώνει ως κανόνα στις πολυπρόσωπες ενοχές, που αφορούν διαιρετές παροχές, την κατ’ ισομοιρία ευθύνη και δικαίωμα αντίστοιχα, ενώ την εις ολόκληρον ενοχή και ειδικότερα την παθητική εις ολόκληρον ενοχή αναγνωρίζει μόνο όταν αυτή συνιστάται με αναμφίβολη δήλωση βουλήσεως των συμβαλλομένων ή καθιερώνεται ευθέως από το νόμο. Ειδικότερα, όσον αφορά τη σύμβαση ως γενεσιουργό λόγο της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, θα πρέπει από τη σύμβαση να συνάγεται σαφώς ότι εσκοπείτο εις ολόκληρον υποχρέωση όλων, διότι σε περίπτωση αμφιβολίας, εάν δηλαδή δεν συνάγεται κάτι άλλο, ισχύει ο κανόνας του άρθρου 480 ΑΚ, ήτοι γεννώνται πλείονες υποχρεώσεις κατ’ ίσο μέρος για κάθε οφειλέτη. Οι διατάξεις των ανωτέρω άρθρων του ΑΧ εμπεριέχουν συνεπώς ενδοτικό δίκαιο και δεν έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα. Επομένως, δυνάμει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, οι συμβαλλόμενοι δύνανται να διαμορφώσουν την πολυπρόσωπη ενοχική τους σχέση και τις απορρέουσες απ’ αυτήν ειδικότερες ενοχές ελευθέρως. Τα ως άνω ευρίσκουν εφαρμογή και στο πεδίο του εργατικού δικαίου, επί των ατομικών εργασιακών σχέσεων, όπου, βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι δυνατή ή ύπαρξη σχέσης εργασίας με περισσότερες επί μέρους εταιρίες, που απασχολούν το μισθωτό ως συνεργάτριες και ευθύνονται απέναντι του εις ολόκληρον για την πληρωμή του μισθού του, στις περιπτώσεις ιδίως εταιριών, που ενώ είναι αυτοτελή νομικά πρόσωπα, συνδέονται μεταξύ τους με κοινά οικονομικά συμφέροντα (κοινή διεύθυνση και έδρα, κοινή οικονομική πολιτική και χρηματοδότηση κλπ. (ΑΠ 454/2006 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976 οι μισθωτοί, που απασχολούνται νομίμως πέρα από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας, δικαιούνται αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά τα οριζόμενα σε αυτήν ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέρα από τον πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία, και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου τους. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ (ΥΑ 11770/20.3.1984, ΦΕΚ Β’ 181 – ΔΕΝ 1984, σελ. 155), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε, από 1.1.1984, σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της υπερωριακής απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή απασχόληση, όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως για όσους απασχολούνται επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα (ή πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως, για όσους απασχολούνται με εργασία έξι ημερών την εβδομάδα), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου. Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 «Προώθηση της απασχόλησης και άλλες διατάξεις», από 1.4.2001, σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών την εβδομάδα, καταργείται η, κατά την κρίση του εργοδότη, υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέντε ωρών την εβδομάδα (παρ. 1), σε τέτοιες επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού με αντίστοιχη υποχρέωση του τελευταίου, για παροχή εργασίας για τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η, 43η ώρα) την εβδομάδα η οποία ορίζεται ως ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση (παρ. 2), η απασχόληση του μισθωτού, πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα, θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης (παρ. 3), οι μισθωτοί, που απασχολούνται υπερωριακά, δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης και νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, για την πέραν δε των 120 ωρών υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 435/1976 (παρ. 4), τέλος, ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησής του δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας. Η έκφραση, όμως, του ως άνω νόμου ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνον η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας. Έτσι, υπερωρία εξακολουθεί να αποτελεί και η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου εργασίας της ημέρας, το οποίο και μετά την 1.4.2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρύθμισης, εξακολουθεί να είναι το 8ωρο (ή το 9ωρο επί πενθημέρου) (βλ. Α. Χαλαμάνη, Η υπερωριακή απασχόληση των μισθωτών, ΔΕΝ 2001.41, X. Πετίνη-Πηνιώτη, ΔΕΝ 2002.508). Εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 3385/2005, που ισχύει από 1-10-2005 τροποποιήθηκε το ως άνω άρθρο του ν. 2874/2000, επανορίσθηκε ότι οι πρώτες πέντε ώρες μετά τη συμπλήρωση του συμβατικού ωραρίου των 40 ωρών (οκτώ ώρες για όσους ισχύει σύστημα εργασίας έξι εργάσιμων ημερών την εβδομάδα και εννέα ώρες για όσους ισχύει πενθήμερο) αποτελούν υπερεργασία, η οποία αμείβεται με προσαύξηση 25% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, ότι οι πέραν των 45 ωρών (ή 48 ωρών αντίστοιχα) απασχόληση, χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, αποτελεί κατ’ εξαίρεση υπερωρία, η οποία αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% και ότι διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι για την πληρότητα του δικογράφου αγωγής (άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 του ΚΠολΔ), με την οποία ζητείται αμοιβή λόγω παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, θα πρέπει να εκτίθενται είτε οι ώρες της ημερήσιας εργασίας, έτσι ώστε να προκύπτει ότι αυτή υπερβαίνει, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, τις εννέα (9) ώρες ημερησίως, είτε οι ώρες της εβδομαδιαίας εργασίας, έτσι ώστε, υπό το καθεστώς του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, δηλαδή μετά την 1.4.2001, να προκύπτει ότι αυτή υπερβαίνει τις 43 ώρες την εβδομάδα (ΑΠ 24/2000 ΔΕΝ 2000.851, ΑΠ 119/1997 ΔΕΝ 1998.17, ΕφΘεσ 1326/1999 ΔΕΝ 2000.28, ΕφΘεσ 1403/1994 ΔΕΝ 1994.1155) και τις 45 ώρες την εβδομάδα μετά την 1-10-2005, οπότε τροποποιήθηκε η προαναφερθείσα διάταξη από τον ν. 3385/2005 σε καμία, όμως, περίπτωση δεν αρκεί για το ορισμένο της σχετικής αγωγής η αναφορά του συνολικού αριθμού των ωρών της παράνομης υπερωρίας ανά μήνα και μόνο. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του α.ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 1 του ν. 1346/1983, για να αποκτήσει ο εργαζόμενος το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές, απαιτούνται δύο βασικές προϋποθέσεις, δηλαδή η ύπαρξη σχέσεως εξαρτημένης εργασίας και η συμπλήρωση δωδεκάμηνης συνεχούς απασχόλησης στην υπόχρεη επιχείρηση, που θεωρείται ο βασικός χρόνος δημιουργίας του δικαιώματος (βλ. όμως ήδη το άρθρο 1 ν. 3302/2004). Ο εργοδότης υποχρεούται, μόλις λήξει το έτος κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να καταβάλει σε αυτόν τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες της αδείας του, έστω και αν ο τελευταίος δεν παρέσχε την εργασία του από υπαιτιότητα του εργοδότη, ο οποίος περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών που του προσέφερε ο μισθωτός (ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 48.170). Αν ο εργοδότης δεν χορήγησε τη ζητηθείσα άδεια, έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο μισθωτός δικαιούται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ/τος 3755/1957, να αξιώσει την πληρωμή των αποδοχών της αδείας στο διπλάσιο και επίδομα αδείας. Για τη θεμελίωση της αξίωσης του διπλασιασμού των αποδοχών αδείας, που έχει χαρακτήρα αστικής ποινής, δεν αρκεί απλώς η μη χορήγηση της αδείας έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, αλλά χρειάζεται και υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας (άρθρο 330 ΑΚ), η οποία υπάρχει, όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης εξανάγκασε το μισθωτό να εργαστεί κατά το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει αυτήν (ΑΠ 1749/2008 ΕΕργΔ 68.487, ΑΠ 1305/2008 ΧρΙΔ 2009.363, ΑΠ 1392/2003 ΕλλΔνη 46.777, ΑΠ 331/2003 ΔΕΝ 2003.1649.88). Έτσι, όταν ζητούνται αποδοχές αδείας παρελθόντων ετών στο διπλάσιο, πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή ότι οι άδειες δεν χορηγήθηκαν από υπαιτιότητα του εργοδότη, παρόλο που ο ενάγων τις ζητούσε (βλ. ΟλΑΠ 32/2005, ΑΠ 1234/2003 ΕΕργΔ 63.210, ΑΠ 1469/2001 ΕΕργΔ 62.1146).
Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ιστορεί ότι, δυνάμει της από 112-2002 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε από κοινού από τους εναγόμενους, προκειμένου να εργαστεί ως οδηγός φορτηγού οχήματος εκτελώντας παράλληλα και εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης οχήματος σε επιχείρηση μεταφοράς εμπορευμάτων που εκμεταλλεύονται οι δύο εναγόμενοι από κοινού, έναντι συμβατικών αποδοχών ποσού 1.000 €. Ότι παρείχε την εργασία του στους εναγόμενους έως τις 20-8-2009, εργαζόμενος καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της επίδικης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του επί επτά ημέρες την εβδομάδα και επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας έτσι υπερεργασία, υπερωριακή εργασία και εργασία τα Σάββατα και τις Κυριακές, χωρίς όμως να λαμβάνει το σύνολο των νομίμων αποδοχών του, ούτε την αμοιβή της έκτακτης εργασίας του, ούτε τις οφειλόμενες αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας και εορτών, όπως ειδικότερα εκθέτει. Μετά ταύτα, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 ΚΠολΔ), κυρίως από την έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του (ΑΚ 648 επ.), άλλως και επικουρικώς, σε περίπτωση που αυτή κριθή άκυρη, σύμφωνα με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα (904 επ.), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν, το συνολικό ποσό των 161.611,50 €, για δεδουλευμένες αποδοχές, υπερεργασία, κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή εργασίας Κυριακών, αμοιβή εργασίας Σαββάτων, αποζημίωση για στέρηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης, επιδόματα εορτών και αδείας, εντόκως νομίμως αφ’ ότου εκάστη επιμέρους παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της από 30-6-2010 και με αρ.εκθ.κατ. 7.081/2010 αγωγής, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδά του.
Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 16 αριθ. 2 και 22 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε ορισμένη, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, και νόμιμη στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 340, 341, 345, 346, 904 επ. ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, άρθρο 4 Ν. 2874/2000 «Προώθηση της απασχόλησης και άλλες διατάξεις» για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 30-9-2005, και όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 του Ν.3385/2005 για το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 20-8-2009, άρθρο μόνο της Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946 «περί καταβολής αυξημένου ημερομισθίου εις εργαζομένους κατά τας μη εργασίμους ημέρας», 2 παρ. 1 Ν.Δ. 3755/1957 «Περί αυξήσεως αναδρομικώς των αποδοχών των μισθωτών, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 3239/1955 και άλλων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας κλπ.», άρθρο μόνο της Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας 18310/1946 «Περί διευκρινίσεως των δικαιουμένων οικονομικών ενισχύσεων διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων», 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980 «Περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών ενίων εργατικών νόμων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», 1 παρ. 2 και 3, 3, 4 και 10 παρ. 1 της Αποφάσεως 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου», 2 παρ. 1 και 2, 3 παρ. 1 και 8 και 4 Α.Ν. 539/1945 «Περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», 13 του Ν. 3227/2004, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της εργατικής νομοθεσίας και περί ετέρων τινών διατάξεων», πλην του επιμέρους αγωγικού κονδυλίου που αφορά στην προσαύξηση 100 % ως αποζημίωση αδείας, το οποίο είναι αόριστο, καθώς δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι οι άδειες δεν χορηγήθηκαν από υπαιτιότητα των εναγομένων παρόλο που ο ενάγων τις ζητούσε. Σημειωτέον δε ότι μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔ, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση της προσωρινής εκτελεστότητας και της εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης εν γένει. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της συζητήσεως και εκτιμώνται αναλόγως του λόγου γνώσεως και του μέτρου αξιοπιστίας εκάστου αυτών, χωρίς να ληφθεί υπόψη η υπ’ αριθμ. 4.224/7-1-2011 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει ο ενάγων δεδομένου ότι δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευση των εναγομένων και το σύνολο των εγγράφων, τα οποία προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης που καταρτίσθηκε την 1-12-2002, μεταξύ του ενάγοντος και των εναγομένων, ως συνεργοδοτών, οι οποίοι αποδείχθηκε ότι οι εκμεταλλεύονταν από κοινού επιχείρηση μεταφοράς με φορτηγά δημοσίας χρήσης και συμπεριφέρονταν ως συνεργοδότες με τις από κοινού ενέργειές τους για πρόσληψη, την παροχή δεσμευτικών εντολών και οδηγιών και καταβολή αποδοχών, χωρίς να αποδειχτεί κάποια ειδική διάκριση μεταξύ των εναγομένων, ο ενάγων προσλήφθηκε από τους τελευταίους προκειμένου να εργασθεί ως φορτοεκφορτωτής στα φορτηγά αυτοκίνητά τους. Με την ως άνω ειδικότητα ο ενάγων παρείχε την εργασία του στους εναγόμενους, ενώ μετά την έκδοση επαγγελματικού διπλώματος Γ’ κατηγορίας την 19-6-2008 ασχολήθηκε και ως οδηγός φορτηγού δημοσίας χρήσης, έναντι μηνιαίων αποδοχών ανερχόμενων στο ποσό 1.000 € και από τον Ιανουάριο του 2008 στο ποσό των 1.200 €, μέχρι την 20-8-2009, όταν ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εξαρχής προσλήφθηκε από τους εναγομένους προκειμένου να εργασθεί κυρίως ως οδηγός και ότι μάλιστα οδηγούσε τα φορτηγά των εναγομένων. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε δεδομένου ότι κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ο ενάγων δεν διέθετε καν δίπλωμα οδήγησης, ενώ απέκτησε ερασιτεχνικό δίπλωμα οδήγησης μόλις την 14-4-2005 και επαγγελματικό δίπλωμα Γ’ κατηγορίας, που απαιτείται για την οδήγηση φορτηγού, την 19-6-2008. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθημερινά εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου του παρέχοντας εργασία επί δεκατέσσερις ώρες καθημερινά συμπεριλαμβανομένων και των Σαββάτων και των Κυριακών. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός δεν κρίνεται βάσιμος. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου του, ούτε εξάλλου αποδείχθηκε η αναγκαιότητα υπερβάσεως του νομίμου ωραρίου εργασίας του, σε καθημερινή βάση, αλλά και η εργασία του τα Σάββατα και τις Κυριακές, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών της επιχειρήσεως των εναγομένων, δεδομένου ότι στην επιχείρηση των εναγομένων, οδηγώντας τα φορτηγά τους απασχολούνταν και οι ίδιοι οι εναγόμενοι και συνεπώς δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε ανάγκη παροχής πρόσθετης εκ μέρους του ενάγοντος εργασίας. Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του διατύπωσε κάποια διαφωνία ή διαμαρτυρία, σχετικά με τη μη καταβολή της οφειλόμενης σε αυτόν αμοιβής, λόγω υπερωριακής εργασίας και εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές (ούτε επικαλείται συγκριμένες διαμαρτυρίες του στην αγωγή του), όπως λ.χ. εξώδικη όχλησή του για την ως άνω αιτία ή έγγραφο, που να αποδεικνύει προηγούμενη προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας κλπ. κατά τη διάρκεια της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του, στοιχείο που συνεκτιμάται από το Δικαστήριο για την ουσιαστική βασιμότητα των ενδίκων απαιτήσεών του, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ο ενάγων διεκδίκησε για πρώτη φορά τις ένδικες αξιώσεις του μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος δέκα μηνών μετά την αποχώρησή του. Σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται ότι οι προσκομιζόμενοι από τον ενάγοντα ταχογράφοι δεν κρίνονται από μόνοι τους ως αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα για την πραγματοποίηση έκτακτης εργασίας και εφόσον η αποδεικτική ισχύς τους δεν ενισχύθηκε από έτερο κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας (βλ. και ΕφΘεσ 532/2001 ΔΕΕ 2002.424). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης ο ενάγων προσέφερε τις υπηρεσίες του, κατά τα συμφωνηθέντα από την πρόσληψή του συνεχώς, πλην όμως οι εναγόμενοι δεν του κατέβαλαν τις αποδοχές του μηνός Αυγούστου 2009, επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας ετών 2005 έως 2009. Ειδικότερα, του οφείλονται: α) δεδουλευμένες αποδοχές Αυγούστου 2009 ποσού (1.200 € : 25 X 20 ημέρες εργασίας) 960 €, β) επίδομα Χριστουγέννων 2005 ποσού 1.000 €, επίδομα Πάσχα 2005 ποσού 500 €, επίδομα Χριστουγέννων 2006 ποσού 1.000 €, επίδομα Πάσχα 2006 ποσού 500 €, επίδομα Χριστουγέννων 2007 ποσού 1.000 €, επίδομα Πάσχα 2007 ποσού 500 €, επίδομα Πάσχα 2008 ποσού 600 €, και συνολικά το ποσό των 5.100 €, γ) αποδοχές αδείας 2005 ποσού 1.000 €, επίδομα αδείας 2005 ποσού 500 €, αποδοχές αδείας 2006 ποσού 1.000 €, επίδομα αδείας 2006 ποσού 500 €, αποδοχές αδείας 2007 ποσού 1.000 €, επίδομα αδείας 2007 ποσού 500 €, αποδοχές αδείας 2008 ποσού 1.200 €, επίδομα αδείας 2008 ποσού 600 €, αποδοχές άδειας 2009 ποσού 1.200 € και συνολικά το ποσό των 7.500 €. Καθ’ όσον δε αφορά στις παραδεκτώς προβαλλόμενες (άρθρα 262 παρ. 1 και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ) ενστάσεις των εναγομένων: α) περί εξόφλησης, η ένσταση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καθώς, στην ένσταση του εργοδότη περί εξοφλήσεως, ο οποίος, συνεπώς, φέρει και το σχετικό βάρος αποδείξεως ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους (ΑΠ 854/2005 ΕΕργΔ 65.83) των αποδοχών του μισθωτού, πρέπει να μνημονεύονται όχι μόνο το συνολικώς καταβληθέν ποσό, αλλά και τα επιμέρους καταβληθέντα ποσά για κάθε αιτία, και ο χρόνος καταβολής τους, άλλως η ένσταση είναι αόριστη και δεν μπορεί να συμπληρωθεί διά των αποδείξεων (ΑΠ 1828/2008 ΔΕΝ 65.628, ΑΠ 1320/2008 ΕλλΔνη 49.1426, ΑΠ 1086/2006 ΕΕργΔ 66.306), στην προκειμένη δε περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους αναφέρουν αόριστα ότι ο ενάγων έχει εξοφληθεί χωρίς να μνημονεύει τα επιμέρους ποσά για κάθε αιτία και β) περί καταχρηστικής ασκήσεως (άρθρο 281 ΑΚ) της υπό κρίση αγωγής, η οποία είναι μη νόμιμη, διότι τα επικαλούμενα προς στοιχειοθέτηση αυτής πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος καταχρηστική. Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικά αβάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των (960 € + 5.100 € + 7.500 €) 13.560 €, νομιμοτόκως ως ακολούθως, ήτοι (ΟλΑΠ 39-40/2002 ΕΕργΔ 43.1748): τις δεδουλευμένες αποδοχές από το τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας από το τέλος εκάστου ημερολογιακού έτους εντός των οποίων σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και μέχρι την πλήρη εξόφληση, τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων από τις 30-4 και τις 31-12, αντιστοίχως, έκαστου έτους εντός του οποίου κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας εκάστου διαδίκου (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα κατωτέρω στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ευρώ (13.560 €), εντόκως νομίμως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσόν των τριακοσίων ευρώ (300 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 29/7/2013 χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ