Περίληψη
Κατά την σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ. 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους.
Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 του Ν. 5960/1933) από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι (πλέον του νομικού προσώπου) και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής (ΑΠ 427/2013, ΑΠ 1380/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Συνεπώς η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρ. 914 και 932 ΑΚ σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση του νόμιμου κομιστή της με την έννοια ότι η ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μ’ αυτή (ΑΠ 1380/2013, ο.π ΟλΑΠ 29/2007, ΑΠ 1008/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρ. 28, 29§§1, 4 και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (ΑΠ 1380/2013 οπ).Περαιτέρω κατά το άρθρο 1047 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 62 του ν. 3994/2011 δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν από πολιτικό δικαστήριο ή για απαίτηση μικρότερη από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ (βλ. ΑΠποιν 931/2014, ΕφΘεσ. 1/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι ο εναγόμενος με την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντας συμβούλου της εδρεύουσας στη Μύκονο Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία « ΓΓΓ » εξέδωσε στη Μύκονο τη με αριθμό ΑΒΓ φερόμενη με ημερομηνία έκδοσης 31-7-2014 επιταγή της Τράπεζας ………. ………..», ποσού 6.494 ευρώ, σε χρέωση του με αριθμό ΓΒΑ λογαριασμού, που τηρεί η ως άνω ανώνυμη εταιρεία στην προαναφερόμενη πληρώτρια Τράπεζα, εις διαταγή αυτής (ενάγουσας εταιρείας) η οποία εμφανίσθηκε από αυτή εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 6-8-2014 πλην όμως δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα. Ότι ο εναγόμενος εξάλλου με την προαναφερθείσα ιδιότητα του εξέδωσε στη Μύκονο τη με αριθμό ΑΒΓΔ φερόμενη με ημερομηνία έκδοσης 31-8-2014 επιταγή της Τράπεζας ……… BANK», ποσού 6.494 ευρώ, σε χρέωση του με αριθμό ΓΒΑ λογαριασμού, που τηρεί η ως άνω ανώνυμη εταιρεία στην προαναφερόμενη πληρώτρια Τράπεζα, εις διαταγή αυτής (ενάγουσας εταιρείας) η οποία εμφανίσθηκε από αυτή εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 3-9-2014 πλην όμως δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα. Ότι αυτή ήταν νόμιμη κομίστρια των επιταγών, ως λήπτρια. Ότι ο εναγόμενος, με την προαναφερθείσα ιδιότητά του, γνώριζε τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως όσο και κατά το χρόνο λήξεως των επιταγών ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια προς πληρωμή.
Ζητεί δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας το ποσό των 12.988 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά του εναγομένου διάρκειας 12 μηνών και τέλος να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 14 παρ.1, εδ.α, 22 του Κ.Πολ.Δ),κατά την τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 932,297,298,346 Α.Κ.,79 του Ν.5960/1933, 907, 908 και 176 Κ.Πολ.Δ,.πλην του αιτήματος απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο καθότι το αιτούμενο με την αγωγή συνολικό ποσό αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης (14.988 ευρώ) είναι μικρότερο από το ποσό των 30.000 ευρώ, για απαιτήσεις πέραν του οποίου μπορεί να διαταχθεί προσωπική κράτηση (άρθρο 1047 παρ.2 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη και αφού έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. υπ’ αρ. 257902,257903,Σειρά Α’ αγωγόσημα με τα επικολλημένα σ’ αυτά ένσημα υπέρ ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και ΕΤΑΑ- ΤΠΔΑ) να εξετασθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται τα εξής : Η ενάγουσα ετερόρρυθμη εταιρεία που εδρεύει στην Γλυφάδα Αττικής δραστηριοποιείται στην εμπορία ειδών ένδυσης και σπιτιού. Ο εναγόμενος είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στη Μύκονο Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΓΓΓ» που συστάθηκε με την υπ’αριθμ. 1720/19-2-2014 πράξη σύστασης ανώνυμης εταιρείας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Βασιλείου και καταχωρίστηκε στις 20-2-2014 στο ενικό Εμπορικό Μητρώο (ΦΕΚ 1735/21-2-2014 τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ-ΓΕΜ) με σκοπό την εισαγωγή-εξαγωγή και εμπορία ενδυμάτων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις αρχές του έτους 2014 συνεργάτης της ως άνω ανώνυμης εταιρείας ενεργώντας για λογαριασμό της παρήγγειλε στην ενάγουσα προϊόντα του ιταλικού οίκου « ΔΔΔ » για τις ανάγκες του καταστήματος στης στη Μύκονο συνολικής αξίας 34.046,60 ευρώ. Στα πλαίσια της ως άνω παραγγελίας ο εναγόμενος με την προαναφερθείσα ιδιότητά του εξέδωσε στη Μύκονο α) τη με αριθμό ΑΒΓΔ με φερόμενη με ημερομηνία έκδοσης 31-7-2014 επιταγή της Τράπεζας ……… BANK», ποσού 6.494 ευρώ, σε χρέωση του με αριθμό ΓΒΑ λογαριασμού της εκδότριας ανώνυμης εταιρείας «ΓΓΓ» , που τηρεί στην προαναφερόμενη πληρώτρια Τράπεζα, εις διαταγή της ενάγουσας εταιρείας, που, όταν εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 6-8-2014, πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, β) τη με αριθμό ΑΒΓ με φερόμενη με ημερομηνία έκδοσης 31-8-2014 επιταγή της Τράπεζας ……… ………..», ποσού 6.494 ευρώ, σε χρέωση του με αριθμό ΓΒΑ λογαριασμού της εκδότριας ανώνυμης εταιρείας «ΓΓΓ», που τηρεί στην προαναφερόμενη πληρώτρια Τράπεζα, εις διαταγή της ενάγουσας εταιρείας, που, όταν εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 3-9-2014, δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι έναντι της ως άνω παραγγελίας εμπορευμάτων από την ανώνυμη εταιρεία «ΓΓΓ» η ενάγουσα απέστειλε μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2014 εμπορεύματα συνολικής αξίας 23.988,80 ευρώ, όπως αναγράφεται στην από 21-7-2014 εξώδικη δήλωση της ως άνω ανώνυμης εταιρείας προς την ενάγουσα και στην από 3-11-2014 εξώδικη απάντηση της ενάγουσας προς αυτήν. Στην από 21-7-2014 εξώδικη δήλωση της ανώνυμης εταιρείας «ΓΓΓ» προς την ενάγουσα αναγράφεται, μεταξύ των άλλων, ότι η ενάγουσα παρέδωσε σ’ αυτή έως τον Ιούνιο του έτους 2014 από την παραγγελία των 34.046,60 ευρώ εμπορεύματα συνολικής αξίας 23.988,80 ευρώ με «σπασμένους» κωδικούς, ότι μέρος της παραγγελίας η ενάγουσα το διέθεσε σε ανταγωνιστικό κατάστημα της Μυκόνου, παρότι είχε υποσχεθεί ότι δεν θα πωλούσε σε άλλο κατάστημα την προαναφερθείσα συλλογή, ότι στις 5-6-2014 η ενάγουσα της είχε αποστείλει κατάλογο που υποδείκνυε τις τιμές λιανικής, ότι αυτή διαπίστωσε ότι η ιταλική εταιρεία « ΔΔΔ» διατηρούσε on line κατάστημα πώλησης όπου διέθετε τα ίδια εμπορεύματα σε τιμές 50% περίπου φθηνότερες από αυτές που πωλούσε η ενάγουσα με αποτέλεσμα να αναγκασθεί και η εναγόμενη να μειώσει τις τιμές της και να υποστεί ζημιές από την ως άνω αιτία. Τέλος με το εξώδικο αυτό ζητούσε η ανώνυμη εταιρεία « ΓΓΓ» από την ενάγουσα να επιστρέψει η τελευταία τις προαναφερθείσες δύο επιταγές και να μην της εμφανίσει για πληρωμή.
Στην από 3-11-2014 εξώδικη απάντηση η ενάγουσα δήλωνε, μεταξύ των άλλων, ότι αυτή είχε παραλάβει το σύνολο της παραγγελίας από το Μάρτιο του έτους 2014, ότι η ανώνυμη εταιρεία «ΓΓΓ»δεν προσήλθε να παραλάβει τα εμπορεύματα λόγω οικονομικής αδυναμίας και ότι για το λόγο αυτό την είχε ενημερώσει ότι πρόκειται να πωλήσει σε τρίτους τα εμπορεύματα που δεν παραλάμβανε η εναγομένη ότι η αγοράστρια εταιρεία είχε καταβάλει μέσω τραπεζικών καταθέσεων για την ως άνω παραγγελία ποσό 10.000 ευρώ και ότι μετά από έκπτωση 1.000 ευρώ που η ενάγουσα προέβη, από το ποσό των 23.988 ευρώ του εκτελεσθέντος τμήματος της παραγγελίας η εναγόμενη όφειλε σ’ αυτή ποσό 12.988 ευρώ. Περαιτέρω ο εναγόμενος προσκομίζει το από 31-7-2014 ανυπόγραφο συμφωνητικό στο οποίο αναγράφεται ότι η ανώνυμη εταιρεία «ΓΓΓ» θα κατέβαλε στην ενάγουσα εταιρεία ποσό 1.500 ευρώ στις 1-8-2014, θα παρέδιδε σ’ αυτή 2 επιταγές ποσών 4.500 ευρώ και 2.000 ευρώ και ότι η ενάγουσα θα επέστρεφε τις προαναφερθείσες δύο επιταγές ποσού 6.494 ευρώ εκάστη, πλην, όμως το ως άνω έγγραφο δεν φέρει τις υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των ως άνω εταιρειών, ούτε την εταιρική σφραγίδα τους και αποδείχθηκε ότι συντάχθηκε από την ως άνω ανώνυμη εταιρεία «ΓΓΓ» ως πρόταση για επίλυση της διαφοράς της με την ενάγουσα, που δεν έγινε αποδεκτή από την τελευταία.
Από όλα τα προαναφερθέντα αποδείχθηκε ότι για το μέρος της εκτελεσθείσας παραγγελίας των 23.898, 80 ευρώ, η εταιρεία «ΓΓΓ» της οποίας ο εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.988 ευρώ, για το οποίο είχαν εκδοθεί από την ανώνυμη εταιρεία σε διαταγή της ενάγουσας οι προαναφερθείσες δύο (2) επιταγές ποσού 6.494 ευρώ εκάστη και συνολικού ποσού 12.988 ευρώ. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά γιατί οι επιταγές δεν είχαν εκδοθεί από τον ίδιο αλλά από τη μητέρα του ΕΕΕ, δυνάμει του από 24-3-2014 πρακτικού του Δ/Σ της ανώνυμης εταιρείας με το οποίο το Δ/Σ είχε αναθέσει τη δυνατότητα στις ΕΕΕ και ΖΖΖ να διενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας το σύνολο των τραπεζικών εργασιών δυνάμενες να δεσμεύουν από κοινού η χωριστά την εταιρεία κάτω από την εταιρική επωνυμία θέτοντας την υπογραφή τους κάτω από την εταιρική σφραγίδα και επωνυμία δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αφού από το ως άνω πρακτικό δεν αφαιρείται η αρμοδιότητα του εναγομένου με την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου να δεσμεύει την ανώνυμη εταιρεία με την υπογραφή αλλά απλώς δινόταν η δυνατότητα να δεσμεύουν την ανώνυμη εταιρεία και οι προαναφερθείσες ΕΕΕ και ΖΖΖ. Άλλωστε από την επισκόπηση των προτάσεων του εναγομένου προκύπτει ότι αυτός εξέδωσε τις ένδικες επιταγές με την προαναφερθείσα ιδιότητά του αφού στη πρώτη σελίδα αυτών αναγράφεται «…τις επίδικες επιταγές τις εξέδωσα με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ανώνυμης εταιρείας και για εξόφληση εμπορευμάτων…» ενώ στην έκτη σελίδα αυτών αναγράφεται «…ότι όταν εξέδωσα τις επίδικες επιταγές ήμουν πεπεισμένος ότι με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα υπήρχαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας τα αντίστοιχα διαθέσιμα…».
Περαιτέρω, η μάρτυρας του εναγομένου, που είναι μητέρα του κατέθεσε ότι ο εναγόμενος έκλεισε την επιχείρηση το έτος 2014, ότι αυτή συνέδραμε τον υιό της να ανοίξει την επιχείρηση στη Μύκονο, ότι οι τιμές που είχε δώσει η ενάγουσα ήταν πολύ ακριβές σε σχέση με τις τιμές που επωλούντο τα εμπορεύματα στο διαδίκτυο, και ότι ο εναγόμενος υιός της ήταν 20 ετών και για το λόγο αυτό τον βοηθούσε. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ως κατά ουσία βάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ανώνυμη εταιρεία που εκπροσωπεί είχε συμφωνήσει με την ενάγουσα να μην πωλήσει εμπορεύματα της ιδίας εταιρείας με αυτά που είχε παραγγείλει αυτή από την ενάγουσα. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η ενάγουσα ασκεί το δικαίωμά της καταχρηστικά (άρθρο 281 του ΑΚ) , που μπορεί να προβληθεί παραδεκτά και νόμιμα ως ένσταση στα πλαίσια της αστικής ευθύνης από αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), που πηγάζει από το ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής του άρθρου 79 Ν 5960/1933 (ΑΠ 281/2003 ΕλΔ 45. 444, ΕφΛαρ. 357/2013 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος αφού δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που να αποδεικνύουν ότι η ενάγουσα ασκεί το δικαίωμα της καταχρηστικά δεδομένου ότι η αξίωσή της από την αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου εδράζεται στην έκδοση εκ μέρους τους και με την προαναφερθείσα ιδιότητα του των ενδίκων επιταγών σε διαταγή της ενάγουσας για την κάλυψη μέρους του τιμήματος πωλήσεως εμπορευμάτων από την ενάγουσα στην ανώνυμη εταιρεία «ΓΓΓ» της οποίας ο εναγόμενος είναι πρόεδρος του Δ/Σ και διευθύνων σύμβουλος, που δεν πληρώθηκαν κατά την εμπρόθεσμη και νομότυπη εμφάνισή τους προς πληρωμή ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, η δε κακή πορεία της επιχείρησης της ως άνω ανώνυμης εταιρείας στη Μύκονο δεν οφείλεται σε λόγους που αφορούν την ενάγουσα αλλά σε εσφαλμένες επιχειρηματικές κινήσεις αυτής όπως εκπροσωπείτο νόμιμα. Επομένως αποδείχθηκε ότι υφίσταται αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου, να αποζημιώσει την ενάγουσα με το ποσό των 12.988 ευρώ (6.494 + 6.494), αφού με την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΓΓΓ» εξέδωσε τις προαναφερθείσες δύο (2) επιταγές, εν γνώσει του ότι δεν υπήρχε επαρκές υπόλοιπο προς πληρωμή τους κατά τον χρόνο της πληρωμής. Τέλος δεν αποδείχθηκε ότι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου υπέστη ηθική βλάβη η ενάγουσα αφού η μάρτυράς της δεν κατέθεσε ότι υπέστη πλήγμα η φήμη της ενάγουσας, ούτε κατέθεσε ότι επλήγησαν οι εμπορικές συναλλαγές της με τρίτα πρόσωπα, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα στην αγωγή της.
Επομένως το αίτημα επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμο. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.988 ευρώ ως αποζημίωση με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής. Όσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής (907 και 908 Κ.Πολ.Δ.),το Δικαστήριο κρίνει ότι λόγω του πιθανολογούμενου κινδύνου βλάβης των οικονομικών συμφερόντων της ενάγουσας από την επιβράδυνση της εκτελέσεως μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης, συντρέχουν λόγοι που επιβάλουν την προσωρινή εκτελεστότητα για το ποσό των 6.500 ευρώ, γι’ αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό εν μέρει ως κατ’ουσία βάσιμο. Τέλος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας γιατί η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή (άρθρο 178 παρ.1 Κ.Πολ.Δ),όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα οκτώ (12.988) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Σ.Κ.