Περίληψη
909/2008 ΕΦ ΑΘ ( 479908)
(ΕΦΑΔ 2009/321)
Δικονομία πολιτική. Αναβολή της δίκης λόγω προδικαστικού ζητήματος, που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης. Αίτημα προσωπικής κράτησης λόγω αδικοπραξίας. Προϋποθέσεις κηρύξεως της προσωπικής κρατήσεως.
(Βλ. παρατηρήσεις Ν. Κατηφόρη, ΕΦΑΔ 2009, σελ. 322).
ΕφΑθ 909/2008
Πρόεδρος: Π. Σπηλιόπουλος
Εισηγητής: Π. Πετρόπουλος
Δικηγόροι: Χ. Οικονομάκης, Χ. Καρελλά
[…] Επειδή, περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξιν ή ανυπαρξίαν μιας εννόμου σχέσεως ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξιν μιας δικαιοπραξίας η οποία συνιστά αντικείμενον άλλης δίκης εκκρεμούς εις πολιτικόν ή διοικητικόν δικαστήριον ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθή ή κρίνεται από διοικητικήν αρχήν, το δικαστήριον μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτησιν κάποιου διαδίκου να διάταξη την αναβολήν της συζητήσεως έως ότου περατωθή τελεσιδίκως ή αμετακλήτως η άλλη δίκη. Από τη διατύπωσιν και τον σκοπόν των διατάξεων αυτών οι οποίες έχουν θεσπισθή δια να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και εφαρμόζονται και εις την διαδικασίαν ενώπιον του Εφετείου, κατ` άρθρα 524, 591 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι εναπόκειται εις την διακριτικήν εξουσία του δικαστηρίου (ΑΠ 1804/1998 ΕΕΝ 2000,320) να διάταξη την αναβολήν (αναστολήν) της δίκης, όταν η διάγνωση της διαφοράς η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την επίλυσιν ζητήματος το οποίον αποτελεί αντικείμενον άλλης δίκης ενώπιον του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως-βαθμού και εμφανίζεται ως προδικαστικόν ζήτημα δηλαδή συναρτάται με έννομον σχέσιν η οποία συνιστά προϋπόθεσιν δια τη γέννησιν ή την εξακολούθησιν του επιδίκου δικαιώματος, υπό την έννοιαν του δεσμού της νομικής αναγκαιότητος μεταξύ των, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωσις της επιδίκου διαφοράς χωρίς την κρίσιν της υποκειμένης και εξαρτώσης εννόμου σχέσεως, ενώ παραλλήλως η αυτοτελής εις την άλλην δίκην διάγνωση του προδικαστικού αυτού ζητήματος θα συντέλεση εις την ασφαλεστέραν διάγνωσιν και επιτάχυνσιν της πορείας της δίκης που θα αναβληθή (Κ. Μπέη Πολ. Δικ. υπ` άρθρο 249).
Επειδή ως αποδεικνύεται από την υπό κρίσιν αγωγήν και την εκκαλουμένην υπ` αριθ. 1190/2007 οριστικήν απόφασιν του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η αγωγή σύγκειται εκ δύο κεφαλαίων, του της αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας και της προσωπικής κρατήσεως. Αύτη, δια της εκκαλουμένης, εγένετο εν όλω δεκτή ως προς το κεφάλαιον της αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας, πλην, κατά το κεφάλαιον αυτό, δεν ισχυρίζονται οι διάδικοι ότι η απόφασις εξεκλήθη υπό του εναγομένου, αλλ` ούτε γίνεται επίκλησις, ότι η απόφασις ως προς το κεφάλαιον αυτό κατέστη τελεσίδικος, καθ` όσον ούτε γίνεται επίκλησις επιδόσεως αυτής ούτε και κατά το εν χρήσει ημερολόγιον διέρρευσεν τριετία από της δημοσιεύσεως της άνω πρωτοδίκου αποφάσεως.
Εξ άλλου η προσωπική κράτησις, ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως δια την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως, απαγγέλεται σε δύο μόνο περιπτώσεις, όταν το χρέος είναι εμπορικόν και έμπορος ο οφειλέτη, και δυνητικώς εις απαιτήσεις εξ αδικοπραξίας, πρέπει δε, εν περιπτώσει αυτοτελούς υποβολής του αιτήματος, η απαίτησις να στηρίζεται εις εκτελεστόν τίτλον, δηλαδή εις έναν από τους τίτλους τους οποίους αναφέρει και περιγράφει η διάταξις του άρθρου 904 παρ. 2 ΚΠολΔ και η αιτία να είναι ή εμπορική πράξεις εμπόρου ή αδικοπραξία.
Αυτό σημαίνει ότι εν περιπτώσει υποβολής αιτήσεως περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως δι` αξίωσιν εξ αδικοπραξίας, περί της οποίας υπάρχει εκτελεστός τίτλος, το δικαστήριο εξετάζει μόνον την συνδρομήν των προϋποθέσεων απαγγελία αυτής και όχι το αν υπάρχει ή όχι απαίτησις εξ αδικοπραξίας, αφού αυτό (πρέπει να) έχη κριθή τελεσιδίκως. (ΕφΑθ 2226/1986 ΕλλΔνη 27,1138, ΕφΑθ 8057/1990 ΕλλΔνη 32,1056).
Συνεπώς προ της τελεσιδικίας της αποφάσεως η οποία αποφαίνεται περί της επιδικάσεως τα εξ αδικοπραξίας απαιτήσεως δεν δύναται να αποφανθή το δικαστήριον περί της προσωπικής κρατήσεως ως μέσου εκτελέσεως, διότι εν αντιθέσει προς τις διαταγές πληρωμής οι οποίες είναι εκτελεστοί τίτλοι καθ` αυτάς, οι δικαστικές αποφάσεις οι οποίες καταψηφίζουν αξιώσεις εξ αδικοπραξίας και οι οποίες δύνανται να εξοπλισθούν δι` αποφάσεως διατασσούσης την προσωπικήν κράτησιν του οφειλέτου ως μέσον εκτελέσεως, παράγουν αποτελέσματα όχι από της εκδόσεως αλλά από τα τελεσιδικίας των.
Από δε την διάταξιν του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ κατά την οποίαν προσωπική κράτησις δύναται να διαταχθή και δι` απαιτήσεις εξ αδικοπραξίας και η διάρκεια αυτής ορίζεται δι` αποφάσεως έως ενός έτους, συνάγεται ότι προκειμένου δι` αποζημίωσιν η οποία οφείλεται λόγω αδικοπραξίας εναπόκειται εις την κρίσιν του δικαστηρίου της ουσίας να διατάξη ή όχι την προσωπικήν κράτησιν του οφειλέτου, αρκεί να είναι αποδεδειγμένη η απαίτησις η οποία απορρέει από την αδικοπραξίαν. Η διάρκεια της προσωπικής κρατήσεως καθορίζεται ελευθέρως από το δικαστήριον μετά από εκτίμησιν των εκάστοτε περιστάσεων, εις τις οποίες ιδιαιτέραν θέσιν κατέχει το ύψος της απαιτήσεως της οποίας επιδιώκεται η πληρωμή.
Συνεπώς προς τα ανωτέρω, οσάκις δι` εφέσεως πλήττεται προ της τελεσιδικίας της επιδικαζούσης την εξ αδικοπραξίας αξίωσιν αποφάσεως μόνον το κεφάλαιον της προσωπικής κρατήσεως και κατά τούτο μεταβιβάζεται η υπόθεσις εις το δευτεροβάθμιον δικαστήριον, το τελευταίον τούτο δεν δύναται, ουδέ παρεμπιπτόντως, να ερευνήση την ύπαρξιν και το ύψος της απαιτήσεως ώστε να κρίνη εάν η απαίτησις, οψέποτε τελεσιδικήση, θα παραμείνη άνω του εκάστοτε ορίου του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ, κάτωθι του οποίου δεν επιτρέπεται η επιβολή της προσωπικής κρατήσεως και περαιτέρω να κρίνη περί του κρισίμου μεγέθους του ύψους της εξ αδικοπραξίας απαιτήσεως, εκ του οποίου συναρτάται και η κρίσις περί του εάν θα διαταχθή η προσωπική κράτησις και ο χρόνος αυτής.
Συνεπώς εν προκειμένω η διάγνωσις της διαφοράς η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εξαρτάται εν όλω από την επίλυσιν του ζητήματος της υπάρξεως και του μεγέθους της εξ αδικοπραξίας απαιτήσεως το οποίον αποτελεί αντικείμενον άλλης δίκης, ήτοι του μη μεταβιβασθέντος δια της εφέσεως ως άνω κεφαλαίου, ως προδικαστικόν ζήτημα δηλαδή συναρτάται με έννομον σχέσιν η οποία συνιστά προϋπόθεσιν δια τη γέννησιν ή την εξακολούθησιν του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δια της εφέσεως καταχθέντος εις δίκην “επιδίκου δικαιώματος”, υπό την έννοιαν του δεσμού της νομικής αναγκαιότητος μεταξύ των, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωσις της επιδίκου διαφοράς χωρίς την κρίσιν περί της υποκειμένης και εξαρτώσης εννόμου σχέσεως, ενώ παραλλήλως η αυτοτελής εις την άλλην δίκην διάγνωσις του προδικαστικού αυτού ζητήματος θα συντέλεση εις την διάγνωσιν της πορείας της προκειμένης εκκλήτου δίκης. (επί αναλόγου θέματος: ΕφΘεσ 247/1996 Αρμ 52,442)
Συντρέχει, όθεν, κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου τούτου κατ` ουσίαν νόμιμος περίπτωσις όπως αναβληθή (ανασταλή) κατ` άρθρο 249 ΚΠολΔ η έκδοσις αποφάσεως επί της παρούσης εκκλήτου δίκης μέχρι τελεσιδίκου περατώσεως της επί της άνω απαιτήσεως δίκης, επειδή η δίκη εκείνη αποτελεί πρόκριμα της παρούσης, κατά την έννοιαν της διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔ. […]
Ε.Φ.