Περίληψη
931/2014 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 646236)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από διαχειριστές ξένης περιουσίας κατ΄εξακολούθηση και κατά συναυτουργία. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Ιδιοποίηση από τους κατηγορουμένους, διαχειριστές από κοινού με το μηνυτή ΟΕ κατασκευής αλουμινίου, χρηματικών ποσών. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Υπέρβαση εξουσίας. Χειροτέρευση της θέσεως. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στην πολιτικώς ενάγουσα. Προσωπική κράτηση. Η απόφαση δεν είναι εκτελεστή με προσωπική κράτηση των αναιρεσειόντων ως προς την επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση των 44 € στην πολιτικώς ενάγουσα, αφού, σύμφωνα με το άρθ. 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη από 30.000 €. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 931/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βιολέττα Κυτέα, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Εισηγήτρια, Δήμητρα Μπουρνάκα και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων 1) E. Α. του Δ., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Οικονομάκη και 2) Π. Α. του Δ., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Οικονομάκη για αναίρεση της υπ` αριθ. 657/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία “…………………..” η οποία δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Σεπτεμβρίου 2013 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1199/2013.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 περ. α` του Π.Κ. στην οποία ορίζεται ότι “όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, προκύπτει ότι για την ύπαρξη της υπεξαιρέσεως απαιτείται: 1) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, 2) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το Αστικό Δίκαιο, σε άλλον εκτός από τον δράστη, 3) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, 4) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιολογητικού λόγου, και 5) δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του, να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο στη δική του περιουσία.
Εξ άλλου, κατά την παράγραφο 2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου “αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται, πλην των ως άνω απαιτουμένων στοιχείων, όπως το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (ζήτημα πραγματικό που κρίνεται με βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος), και επιπλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά διαλαμβανόμενες στην εν λόγω παράγραφο καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ως διαχειριστής ξένης περιουσίας θεωρείται ο ενεργών διαχειριστικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων τρίτου και με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του τελευταίου, που πηγάζει από το νόμο, από σύμβαση ή από εντολή προς ενέργεια διαχειριστικών πράξεων με διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεσή τους σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου ξεχωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως της απόφασης, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν η απόφαση δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή με εφαρμογής του νόμου, οπότε δεν έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς με την προσβαλλόμενη απόφαση του κήρυξε κατά πλειοψηφία ενόχους τους αναιρεσείοντες για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, και επέβαλε στον καθένα ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ` είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει του από 15-2-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης ομόρρυθμης εταιρείας, το οποίο καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό 2038/18-2-1999, ο μηνυτής Δ. Μ. και οι κατηγορούμενοι Π. Α. και Ε. Α. προέβησαν στη σύσταση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…………………………” και τον διακριτικό τίτλο “………….”, με έδρα την Αθήνα και εταιρικό κατάστημα το επι της οδού … αρ. 80 και …, με αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία κουφωμάτων αλουμινίου και με ποσοστό συμμετοχής εκάστου των ανωτέρω 60%, 20% και 20%, αντιστοίχως. Διαχειριστές, νόμιμοι εκπρόσωποι, διευθυντές και ταμίες της εν λόγω εταιρείας ορίσθηκαν και οι τρείς ως άνω εταίροι, οι οποίοι μόνον από κοινού (ήτοι δια της γραφής και των τριών) δέσμευαν την εταιρεία, πλην της περιπτώσεως της εκδόσεως πιστωτικών τίτλων, ύψους άνω των 3.000.000 δρχ. για την οποία αρκούσε η υπογραφή του μηνυτή και ενός εκ των δύο κατηγορουμένων. Κατόπιν της από 18-4-2003 καταγγελίας του Δ. Μ., που κοινοποιήθηκε στους άλλους δύο ομόρρυθμους εταίρους αυθημερόν, επήλθε λύση της εταιρείας, η οποία και έκτοτε εισήλθε στο στάδιο της εκκαθάρισης. Κατά το χρονικό διάστημα λειτουργίας της ως άνω εταιρείας, ο μηνυτής, ο οποίος ήταν σπουδαστής των ΤΕΙ Αθήνας, λόγω της απασχόλησής του με τις σπουδές του, δεν είχε ενεργό ρόλο και άμεση συμμετοχή στη λειτουργία και στη διαχείριση της εταιρείας. Αντίθετα, οι δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι ήταν γνώστες του αντικειμένου της επιχείρησης, καθώς εργαζόταν από ετών ως τεχνίτες αλουμινίου, ήταν αυτοί οι οποίοι είχαν τον σημαντικότερο ρόλο στη λειτουργία της επιχείρησης, εκτελώντας αφενός μεν όλες τις εργασίες τις σχετικές με τις αλουμινοκατασκευές και την πώληση και τοποθέτηση κουφωμάτων αλουμινίου, που ανέθεταν στην εταιρεία οι πελάτες της, αφετέρου δε την ουσιαστική διαχείριση της εταιρείας, λόγω της προαναφερόμενης συνεχούς απουσίας του μηνυτή.
Ήταν μάλιστα, προ της συστάσεως της εταιρείας “…”, οι κατηγορούμενοι υπάλληλοι – τεχνίτες άλλης επιχείρησης που διατηρούσε τύποις η μητέρα του μηνυτή, Π. Μ., και ουσιαστικά ο πατέρας του μηνυτή Β. Μ., με συναφές αντικείμενο και με τον διακριτικό τίτλο “………………”. Η γνώση τους δε και η εμπειρία των κατηγορουμένων στο συγκεκριμένο αντικείμενο αλλά και η σχέση εμπιστοσύνης που υπήρχε λόγω της μακροχρόνιας συνεργασίας τους ήταν και ο λόγος που ο πατέρας του μηνυτή τους πρότεινε το έτος 1999 να συνεταιρισθούν με το γιό του και να ιδρύσουν την προαναφερομένη εταιρεία (“………”), της οποίας τη συνδιαχείριση είχαν τυπικά από κοινού με τον γιό του, ο ίδιος δε λόγω και της προηγούμενης εμπειρίας του και ενασχόλησής του με συναφές αντικείμενο εμπορίας βοηθούσε αυτούς στις συναλλαγές της εταιρείας με διάφορους πελάτες της. Στα πλαίσια, λειτουργίας της εταιρείας “……….”, οι κατηγορούμενοι εκτέλεσαν για λογαριασμό της πλήθος παραγγελιών πελατών της, τηρώντας προς τούτο πρόχειρες καρτέλες με την κίνηση των σχετικών λογαριασμών, καταχωρώντας σε αυτές τα χρηματικά ποσά που κατά περίπτωση ελάμβαναν από τους πελάτες σε εκτέλεση των παραγγελειών τους, όπως δε προκύπτει από αυτές, δηλαδή τις ανεπίσημες καρτέλες, και τα τηρηθέντα βιβλία εσόδων – εξόδων, πράγματι η εταιρεία συναλλάχθηκε με τα αναφερόμενα κατωτέρω πρόσωπα.
Η λογιστική δε πραγματογνωμοσύνη του Γ. Μ., που διατάχθηκε με την υπ` αρ. 130/26-4-2004 διάταξη της Ανακρίτριας του Δ` Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς και επεξεργάσθηκε τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η τήρηση των στοιχείων των συναλλαγών της εταιρείας υπήρξε ελλιπής και πλημμελής, ώστε να μην εμφανίζεται η πραγματική κατάσταση αυτής από οικονομικής πλευράς στα επίσημα βιβλία που τηρούνταν. Η επεξεργασία δε και η ανάλυση των πρόχειρων καρτελών που τηρούνταν από τους κατηγορουμένους και αφορούσαν στους πελάτες της εταιρείας που αναφέρονται κατωτέρω κατέδειξε ότι πράγματι εισπράχθηκαν από τους κατηγορουμένους για λογαριασμό της εταιρείας τα κάτωθι χρηματικά ποσά: 1) από Ι. Β. εισπράχθηκε, έναντι οφειλής τούτου ύψους 12.991.500 δραχμών, ποσό 12.420.000 δραχμών και απέμεινε χρεωστικό υπόλοιπο 571.500 δραχμών, 2) από τον Χ. Μ. εισπράχθηκε, έναντι οφειλής τούτου ύψους 1.326.360 δραχμών, ποσό 836.360 δραχμών που απέμεινε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 490.000 δραχμών, 3) από τον Ν. Σ. εισπράχθηκε, έναντι οφειλής τούτου ύψους 1.146.000 δραχμών, ποσό 646.000 δραχμών, και απέμεινε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 500.000 δραχμών, 4) από τον Α. Κ. εισπράχθηκε, έναντι οφειλής τούτου ύψους 2.585.552 δραχμών, ποσό 2.596.000 δραχμών και προέκυψε έτσι πιστωτικό υπόλοιπο ύψους 10.448 δραχμών, 5) από τον Α. Κ. εισπράχθηκε, έναντι οφειλής τούτου ύψους 8.743.000 δραχμών, ποσό 8.257.700 δραχμών και απέμεινε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 485.300 δραχμών, 6) από την εταιρεία με την επωνυμία “……………” εισπράχθηκε, έναντι, οφειλής της ύψους 4.113.917 δραχμών, ποσό 1.000.000 δραχμών και απέμεινε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 3.113.917 δραχμών, 7) από πελάτη τα στοιχεία του οποίου δεν εξακριβώθηκαν εισπράχθηκε, έναντι οφειλής τούτου ύψους 4.329.000 δραχμών, ποσό 2.404.000 δραχμών και απέμεινε χρεωστικό υπόλοιπο 1.925.000 δραχμών και 8) από τον Α. Κ. εισπράχθηκε, έναντι οφειλής του ύψους 5.207.965 δραχμών, ποσό 2.506.840 δραχμών και απέμεινε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 2.701.125 δραχμών. Επομένως, το συνολικό ποσό που εισπράχθηκε από τους κατηγορουμένους, υπο την ιδιότητά των ως ουσιαστικών συνδιαχειριστών της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας (“……”), για λογαριασμό αυτής, σύμφωνα με τις ανεπίσημες καρτέλες από οφειλές των άνω πελατών της ανέρχεται σε 30.666.900 δραχμές (12.420.000 + 836.360 + 646.000 + 2.596.000 + 8.257.700 + 1.000.000 + 2.404.000 + 2.506.840). Από το ποσό αυτό τιμολογήθηκε και καταχωρήθηκε στα επίσημα βιβλία εσόδων – εξόδων της εταιρείας “……” ποσό 7.541.132 δραχμών, ήτοι εκδόθηκαν και καταχωρήθηκαν παραστατικά στοιχεία (τιμολόγια – δελτία αποστολής): 1) για Ι. Β. ποσού 1.277.232 δραχμών, 2) για τον Χ. Μ. ποσού 900.930 δραχμών, 3) για τον Ν. Σ. ποσού 387.794 δραχμών, 4) για τον Α. Κ. ποσού 1.052.442 δραχμών, 5) για τον Α. Κ. ποσού 2.093.910 δραχμών, 6) για την εταιρεία με την επωνυμία “…………..” ποσού 1.360.989 δραχμών και 7) για τον Α. Κ. ποσού 467.835 δραχμών.
Επομένως, το σύνολο του εισπραχθέντος ποσού το οποίο δεν εμφαίνεται καταχωρημένο στα επίσημα βιβλία εσόδων – εξόδων της εταιρείας “……….” ανέρχεται σε 23.125.768 δραχμές (30.666.900 δραχμές – 7.541.132 δραχμές). Από τα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού με την ιδιότητά των ως ουσιαστικών συνδιαχειριστών της προαναφερόμενης ομόρρυθμης εταιρείας “….”, την οποία είχαν συστήσει με τον μηνυτή, εισέπραξαν το ως άνω ιδιαίτερα μεγάλο χρηματικό ποσό των 23.125.768 δραχμών για λογαριασμό της εταιρείας χωρίς όμως να καταχωρήσουν τούτο στα τηρούμενα επίσημα βιβλία εσόδων – εξόδων αυτής και να το αποδώσουν, όπως όφειλαν, στην ιδιοκτήμονα αυτού εταιρεία, αλλά, αντιθέτως, κατακράτησαν και ιδιοποιήθηκαν τούτο παράνομα, ενστωματώνοντάς το στην περιουσία τους χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία, αποκρύπτοντας τα κέρδη της εταιρείας που αντιστοιχούν στο παραπάνω ποσό από τον μηνυτή, επίσης συνδιαχειριστή της εταιρείας. Μετά ταύτα, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευμένου στους υπαιτίους υπό την ιδιότητα αυτών ως διαχειριστών ξένης περιουσίας κατ` εξακολούθηση και κατά συναυτουργία”.
Ακολούθως κήρυξε ενόχους κατά πλειοψηφία, τους κατηγορουμένους του ότι στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος ενεργώντας από κοινού ιδιοποιήθηκαν ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή τους με οποιονδήποτε τρόπο, το δε αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που τους το είχαν εμπιστευτεί λόγω της ιδιότητας τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας και συγκεκριμένα: Με το από 15-2-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό συστάσεως ομορρύθμου εταιρίας συνεστήθη μεταξύ αυτών και του μηνυτή Δ. Μ. ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “………………………” και το διακριτικό τίτλο “………” με έδρα την … και εταιρικό κατάστημα στον …, επί της οδού … αρ. .. και … έχουσα σκοπό την κατασκευή αλουμινίων και την εμπορία κουφωμάτων αλουμινίου και διαχειριστές τυπικά τους τρεις εταίρους, ήτοι αυτούς και τον μηνυτή, έκαστος των οποίων μετείχε στην εταιρία κατά ποσοστό 20% καθένας από αυτούς και 60% ο μηνυτής, πλην, όμως την ουσιαστική διαχείριση ασκούσαν αυτοί λόγω της φοίτησης του τελευταίου στα ΤΕΙ Αθηνών και της συνεχούς απουσίας του-προκειμένου να παρακολουθεί τις σπουδές του. Έτσι κατά τη διάρκεια της ουσιαστικής διαχείρισης της εταιρίας από αυτούς κατά τα έτη 2.000 και 2001, εκμεταλλευόμενοι την εμπιστοσύνη του μηνυτή, την απουσία του λόγω της φοίτησης του και την ιδιότητα τους ως ουσιαστικοί διαχειριστές της εν λόγω εταιρίας, τηρούσαν εκτός από τα επίσημα βιβλία αυτής και ανεπίσημο βιβλίο εσόδων – εξόδων και δη ανεπίσημες καρτέλες πελατών στα οποία (βιβλία – καρτέλες) καταχωρούσαν εργασίες που είχαν εκτελέσει σε πελάτες της εταιρίας, εμπορεύματα που είχαν πωλήσει σε αυτούς καθώς και χρηματικά ποσά που είχαν εισπράξει για λογαριασμό της εταιρίας, τα οποία ουδέποτε απέδωσαν σε αυτήν αλλά τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα ενσωματώνοντας τα στη δική τους περιουσία, και ειδικότερα στον Πειραιά κατά τη διάρκεια των ετών 2000 και 2001 και σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε επακριβώς ενεργώντας από κοινού ως ουσιαστικοί διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “……………” εισέπραξαν από τους πελάτες αυτής I. Β., Χ. Μ., Ν. Σ., Α. Κ., Α. Κ., την εταιρία με την επωνυμία “…………..”, Α. Κ. καθώς και από έτερο πελάτη του οποίου τα στοιχεία δεν είναι γνωστά, έναντι οφειλών τους προς την ως άνω εταιρεία για την κατασκευή και πώληση κουφωμάτων αλουμινίου το συνολικό ποσό των 30.666.900 δραχμών, εκδίδοντας για τις συναλλαγές αυτές τιμολόγια πώλησης συνολικού ποσού 7.541.132 δραχμών, ενώ για το υπόλοιπο ποσό ύψους 23.125.768 δραχμών, ουδέν παραστατικό στοιχείο εξέδωσαν, με αποτέλεσμα να μην καταχωρηθεί το ποσό αυτό στα επίσημα βιβλία εσόδων- εξόδων της εταιρείας, το οποίο ιδιοποιήθηκαν παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία τους.
Εξ άλλου, το ανωτέρω αντικείμενο της υπεξαίρεσης συνολικού ύψους 23.125.768 δραχμών είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και ήταν εμπιστευμένο σε αυτούς από την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “.. ……………..”, ως μόνων ουσιαστικών διαχειριστών αυτής”. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαίτιους υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 98 και 375 παρ. 2α-1 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες.
Ειδικότερα, εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες ήταν τυπικά διαχειριστές από κοινού με τον μηνυτή της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας κατασκευής αλουμινίου και εμπορίας κουφωμάτων αλουμινίου, πλην όμως την ουσιαστική διαχείριση αυτής την ασκούσαν από κοινού μόνον οι αναιρεσείοντες, λόγω της συνεχούς απουσίας του μηνυτή, και ότι κατά την άσκηση της ουσιαστικής αυτής διαχείρισης, που περιλάμβανε την εκτέλεση των συναφών εργασιών, την τήρηση των λογαριασμών και είσπραξη των χρημάτων από τους πελάτες, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 και 2001, καίτοι εισέπραξαν το συνολικό ποσό των 23.666.900 δραχμών, από τους κατονομαζόμενους πελάτες, δεν το απέδωσαν στο ταμείο της εταιρείας , ώστε να διανεμηθεί και στους τρείς εταίρους, κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία, αλλά από κοινού το ιδιοποιήθηκαν παράνομα και το ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους, είναι δε το ποσόν αυτό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Περαιτέρω, δεχόμενη η προσβαλλόμενη απόφαση ότι μόνοι ουσιαστικοί διαχειριστές της εταιρείας ήταν οι αναιρεσείοντες, λόγω της συνεχούς απουσίας του μηνυτή, λόγω της ιδιότητάς του ως φοιτητή , και ότι παρείχε την βοήθειά του στους αναιρεσείοντες ο πατέρας του μηνυτή Β. Μ., όταν απαιτείτο, χωρίς όμως να έχει οποιαδήποτε ενεργό ανάμειξη στην διαχείριση της εταιρείας, δεν ενέχει καμία ασάφεια ή αντίφαση, ως προς το κρίσιμο θέμα της ουσιαστικής διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων αποκλειστικά και μόνον από τους αναιρεσείοντες. Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και νόμιμης βάσης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε` του Κ.Ποιν.Δ.) είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς πλήττεται η ουσιαστικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτοι.
Κατά το άρθρο 510 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. εκτός από τους λόγους αναιρέσεως της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, μπορούν να προταθούν, σε ότι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης, και οι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι καθιερώνονται από την Πολιτική Δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθρο 559 αρ. 9 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε (ΑΠ 139/2008). Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης παραπονείται ο αναιρεσείων ότι με την πρωτοβάθμια 768/2008 απόφασή το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς επιδίκασε το ποσόν των 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην πολιτικώς ενάγουσα ως άνω Ο.Ε., χωρίς όμως την προσωπική τους κράτηση, όπως περί τούτου διέλαβε ρητώς, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση επιδίκασε στην πολιτικώς ενάγουσα το ίδιο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, χωρίς όμως να διαλάβει διάταξη περί εισπράξεως του ποσού αυτού από τους αναιρεσείοντες, χωρίς την προσωπική τους κράτηση, όπως πρωτόδικα είχε κριθεί, με συνέπεια να καταστεί χειρότερη η θέση τους στο Εφετείο, και να υποπέσει η απόφαση στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η και 510 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 559 αρ. 9 του Κ.Πολ.Δικ. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι από το νόμο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή με προσωπική κράτηση των αναιρεσειόντων ως προς την επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση του ποσού των 44 ευρώ στην πολιτικώς ενάγουσα, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη από τριάντα χιλιάδες ευρώ και συνεπώς δεν επήλθε χειροτέρευση στη θέση των αναιρεσειόντων με την προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε επήλθε ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η , 510 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ σε συνδυασμό με το άρθρο 559 αριθμ. 9 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναίρεσης.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-9-2013 αίτηση των Π. Α. του Δ. και Ε. Α. του Δ., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 657/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2014.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.