fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Δικάσιμος: 28/2/2008

Διάδικοι: ____________ __________ – “___________ _______ ”

Η από 8-10-2007 (αρ. καταθ 8329/2007) έφεση του εναγομένου κατά της με αριθμό 3327/2007 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως (οι διάδικοι δεν επικαλούνται,ούτε προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως), πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την από 23-6-2004 (αρ. καταθ. 4609/2004) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα επικαλούμενη ότι ο εναγόμενος εξέδωσε, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της αναφερόμενης σ αυτήν ανώνυμης εταιρίας και της παρέδωσε τις περιγραφόμενες στην αγωγή τρεις τραπεζικές επιταγές ποσού 6481,20,4000 και 10000 ευρώ αντίστοιχα τις οποίες αυτή εμφάνισε εμπρόθεσμα προς πληρωμή αλλά δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, καθώς κι ότι η ίδια ζημιώθηκε από την αδικοπραξία αυτή του εναγομένου- ο οποίος εν γνώσει της ελλίψεως κεφαλαίων εξέδωσε τις επιταγές αυτές – κατά τα ανωτέρω ποσά, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και με απαγγελία προσωπικής κρατήσεως να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20481,20 ευρώ,νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε νόμιμη την αγωγή και απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εναγομένου δέχθηκε αυτήν ως βάσιμη κατ’ουσίαν, υποχρέωσε δε τον εναγόμενι να καταβάλει στον ενάγοντα το αιτηθέν ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επόμενη μέρα της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ενώ απάγγειλε κατά τον εναγόμενο προσωπική κράτηση διαρκείας οκτώ μηνών ως μέσο εκτελέσεως της αποφάσεως.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τωρα ο εναγόμενος με τους αναφερόμενους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εμφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση,προκειμένου ν’ απορριφθεί η αγωγή.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914,932,297,298 ΑΚ και 79 του Ν. 5960/1933 “περί επιταγής” όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972,προκύπτει ότι ο εκδότης επιταγής σε διαταγή που γνωρίζει ότι δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα,κατά τον χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής της επιταγής,ζημιώνει τον κομιστή από την μη πληρωμή αυτής υπαιτίως και παρά τον νόμο και υποχρεούται σε αποζημίωση. Ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς αυτής θεμελιώνει ειδικότερα την αντίθεση της με τις ποινικές διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1993,το οποίο έχει θεσπιστεί για την προστασία όχι μόνο του δημοσίου, αλλά και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής (ΑΠ 1202/1993 Ελ.Δικ. 36,157,Εφ.Αθ 10201/1996,Ελ.Δικ 38 899) και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ’εξοχήν προστατευτέο έννομο συμφέρον (Εφ.Αθ 4839/2003 Ελ.Δικ. 45,536).Δικαιούχος της επιταγής και επομένως δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο νόμιμος κάθε φορά κομιστής της, ο οποίος δεν είναι υποχρεωτικό να είναι αυτός που την εμφάνισε την πληρώτρια τράπεζα,αλλά μπορεί να είναι προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της από αναγωγή. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλον λόγω ενέχυρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο ενεχυρούν δανειστής( κατ’άρθρο 1255 ΑΚ).Αν δε,η επιταγή δεν πληρωθεί και την πληρώσει ο ενεχυράσας οφειλέτης αποκτώντας τον τίτλο και πάλι (αναγωγής) δικαιούχος είναι αυτός .Το άρθρο 79 του Ν. 5960/1933 δεν κάνει αντίστοιχη διάκριση και ο προστατευτικός σκοπός του προκύπτει αναμφίβολα το έννομο συμφέρον οποιουδήποτε νόμιμου κομιστή της επιταγής,αφού σ’αυτόν μετακυλίεται η ζημία από τη μία πληρωμή της πρόκειται για ζημιά που βρίσκεται σε πρόσφορη αιτιότητα με το νόμιμο λόγο ευθύνης του εκδότη ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής και καταλαμβάνεται άμεσα από την αδικοπρακτική του ευθύνη,η οποία δεν αναιρείται από το ενδεχόμενο μεταβολής του αρχικού φορέα της ζημίας στο πλαίσιο αναγωγής μεταξύ των περισσοτέρων οπισθογράφων της επιταγής (άρθρο 40 ΕΠ Ν.5960/1933). Ο νόμιμος δηλαδή κομιστής,τελευταίο ή ύστερα από αναγωγή, ζημιώνεται πάντοτε συνόλου ελλείψει αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη, αφού είναι φορέας αυτοτελούς εννόμου συμφέροντος που προσβάλλεται με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εκδότη.Επομένως νομιμοποιείται ενεργητικά για την έγερση της αγωγής από αδικοπραξία προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής (Εφ Αθ 4839/2003 ΟΠ Εφ.Αθ. 9207/1998 Ελ.Δικ 40,1136, Όταν ο ενάγων επιλέγει να ασκήσει την εκ της αδικοπραξίας αγωγή- η οποία συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (ΕΑ 6826/2000, Ελ Δικ. 42,202 ΕΑ 4198/2001, Ελ.Δικ 43.1972) – για το οριστικό του δικογράφου αυτής δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει την αιτία επιδόσεως της επιταγής,διότι ο χαρακτήρας της πράξεως του εκδότη (ακόλουθης επιταγής εν γνώσει της ανυπαρξίας αντιστοίχων διαθέσιμων κεφαλαίων) ως αδικοπραξίας δεν επηρεάζεται από λόγους αναγόμενους στην υποκειμένη σχέση, δηλαδή στην αιτία εκδόσεως της επιταγής, το έγκυρο ή άκυρο της αιτίας στην περίπτωση αυτή είναι αδιάφορο (ΑΠ 65/1992 Ελ.Δικ 1992, 668, Εφ.Αθ 10648/1996,επισκ. Εμπ. Δ. 1997,484). Τυχόν δε, ισχυρισμοί του εναγομένου εκδότη σχετικά με την αιτία (υποκείμενη σχέση) για την οποία εκδόθηκε η επιταγή συνιστούν μόνο αιτιολογημένη άρνηση με την οποία θεμελιώνεται αξίωση από αδικοπραξία (Εφ.Αθ.944/1997 Επισκ ΕΔ 1999,464) Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ που έχει εφαρμογή και επί ανωνύμων εταιριών προκύπτει ότι επί αδικοπραξιών των καταστατικών οργάνων του νομικού προσώπου και την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η τυχόν δημιουργούμενη υποχρέωση προς αποζημίωση βαρύνει το νομικό πρόσωπο επιπλέον δε, εις ολόκληρο με αυτό, ευθύνεται και το υπαίτιο καταστατικό όργανο. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο όνομα της ανώνυμης εταιρίαςο υπογράψας ως εκπρόσωπός της (διευθύνων ή άλλο μέλος του ΔΣ) ευθύνεται και ο ίδιος από αδικοπραξία (ΑΠ 217/1976 ΝοΒ 1976,766 Εφ.Αθ 6286/2000, Ελ. Δικ. 42,2002, Εφ. Αθ 2374/2000 ΔΕΚ 2000/1008 βλ. και Πασιά Το Δίκαιο της ΑΕ παρ. 548,561 Ι. Μάρκου το Δίκαιο της επιταγής σελ.126) Κατ’ακολουθίαν ο κομιστής της επιταγής μπορεί μαζί με την αγωγή εξ αδικοπραξίας να σωρεύσει και αίτημα προσωπικής κράτησης του εκπροσώπου της ΑΕ, εφόσον είναι ο δράστης του αδικήματος, δηλαδή το υπαίτιο φυσικό που με γνώση του εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, διότι η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ αναφέρεται στην απαγόρευση προσωπικής κράτησης των εκπροσώπων ανωνύμων εταιριών ( ή ΕΠΕ) για χρέη εμπορικά και από αδικοπραξία που βαρύνουν μόνο το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη για αδικοπραξία που βαρύνουν το ίδιο. Το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο , έστω κι αν αυτό αποτέλεσε την αδικοπραξία στα πλαίσια των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί. ( Εφ.Αθ 6286/2000 ΟΠ Εφ.Α 4704/1998,Ελ. Δικ 39,1365)

Στην προκειμένη περίπτωση με το παραπάνω  περιεχόμενο η αγωγή ήταν μοίρας ορισμένη,καθ’όσον περιέχει τα απαιτούμενα από τα άρθρα 118,216 ΚΠολΔ και 914 ΑΚ στοιχεία,ήτοι αναφέρεται με σαφήνεια σ’αυτήν ότι ο εναγόμενος εξέδωσε τις επίδικες επιταγές εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο έκδσης και πληρωμής αυτών και ότι με την παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά του ζημίωσε τη νόμιμη κομίστρια αυτών ενάγουσα κατά το αιτούμενο συνολικό ποσό των 20481,20 Ευρώ. Δεν ήταν δε αναγκαίο να μνημονεύεται στο δικόγραφο αυτής και η αιτία της οφειλής του εκδότη εναγομένου,όπως αβάσιμα αυτός υποστηρίζει, με τον σχετικό λόγο της εφέσεως. Ορθά επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο και έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο παραπάνω λόγος της εφέσεως ως αβάσιμος. Παραδεκτώς εξάλλου ο ενάγων στρέφει την αγωγή κατά του εναγομένου ως του φυσικού προσώπου που δεσμεύει την αναφερόμενη σ’αυτή ανώνυμη εταιρία και εξέδωσε ως νόμιμος εκπρόσωπός της τις επίδικες ακάλυπτες, κατά τα εκτεθειμένα σ’αυτήν επιταγές, προκαλώντας του την επικαλούμενη ζημιά, όπως ορθά κρίθηκε με την επικαλούμεη απόφαση και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός (2.Β) λόγος των εφέσεων ως αβάσιμος. Τέλος, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο και έκρινε ως νόμιμο το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως του εναγομένου, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τον σχετικό (με στοιχείο 4) λόγο της εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα

Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως της μάρτυρος αποδείξεως, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου( ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα) και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ο εναγόμενος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία: “__________ ____________ _________ __________ ________ ____ _______”  εξέδωσε στην Αθήνα στις 8-4-2004,30-5-2004  και 30-6-2004 με αριθμούς ________________,__________ και ______________ επιταγές ποσού 6481,20,4000 και 10000 Ευρώ αντίστοιχα σε διαταγή της ενάγουσας, πληρωτέες στην _________ __________ και στην __________ __________ της __________, από τους λογαριασμούς με αριθμούς ________________________ και ____________________ αντίστοιχα που διατηρούσε η προαναφερθείσα ανώνυμη εταιρία στις τράπεζες αυτές την πρώτη επιταγή η ενάγουσα τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου στην τράπεζα ” ________ _________” η οποία την εμφάνισε την 8-4-2004 προς πληρωμή, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της ως άνω εκδότριας εταιρίας. Ακολούθως η ενάγουσα (ενεχυράσασα οφειλέτης) κατέβαλε στην κομίστρια τράπεζα το ποσό της επιταγής και ανέλαβε αυτήν από αναγωγή, δικαιούμενη, επομένως να αξιώσει αποζημίωση από τον εναγόμενο εκδότη,εφόσον αυτή τελικώς υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της κατά τα προαναερθέντα  στη μείζονα σκέψη.

Την 7-6-2004 η κομίστρια εμφάνισε η νόμιμη κομίστρια και τη δεύτερη επιταγή στην πληρώτρια ως άνω τράπεζα εμπροθέσμως, πλην όμως κι αυτή δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων , όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της εκδότριας τράπεζας στο σώμα της επιταγής. Τέλος την ίδια ως άνω ημερομηνία (7-6-2004) η ενάγουσα εμφάνισε και την τρίτη επιταγή η οποία ως μεταχρονολογημένη , έφερε ως ημερομηνία εκδόσεως 30-6-2004. Καίτοι δε, η εύλογη επιταγή εμφανίσθηκε προς πληρωμή πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της, ο εναγόμενος ευθύνεται για τη μη πληρωμή της, εκτός από τις διατάξεις περί επιταγής και από εκείνες της αδικοπραξίας,εφόσον κατά το χρόνο που την εξέδιδε(τέλη Μαρτίου, όπως καταθέτει ο μάρτυς αποδείξεως εκδόθηκαν και οι τρεις επιταγές) γνώριζε ότι δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της. Ουδόλως δε, αποδείχθηκε, η επικαλούμενη από τον εναγόμενο ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ αυτού και κάποιου από τους εκπροσώπους της ενάγουσας ότι η εν λόγω επιταγή δεν έπρεπε να εμφανισθεί πριν από την ημερομηνία έκδοσης της,όπως ισχυρίσθηκε αυτό πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει με τον σχετικό (με στοιχείο Γ) λόγο της εφέσεως,προκειμένου να θεμελιώσει ένσταση περί της αγροτικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας. Τέλος,εφόσον αποδείχθηκε η αδικοπραξία του εναγομένου είναι αναγκαία κατά την κρίση του Δικαστηρίου η απαγγελία προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του, διαρκείας οκτώ ( 8) μηνών ως μέσον εκτελέσεως της απόφασης, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα με  τον τελευταίο λόγο της εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Συνακόλουθα ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εναγομένου δέχθηκε την αγωγή επιδικάζοντας στην ενάγουσα το αιτηθέν ως άνω ποσό,νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της.

Κατ’ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει ν’απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη κατ’ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ),όπως ορίζονται στο διατακτικό.

Για τους λογους αυτούς

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 3327/2007 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαοδοσίας τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ

Κρίθηκε κλπ

Ο Πρόεδρος                                                                                                               Η Εισηγήτρια

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία