fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

Αριθμός απόφασης
1034/2020

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Λουκία Λάμπρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ηρακλή Κυριακάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και Δήμητρα Αλαχούζου, Πρωτόδικη και τη Γραμματέα, Μαρία Αντωνοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 18Ί Απριλίου του έτους 2019, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Του ___________ __________ _____________, κατοίκου __________ ______________, οδός ______________ αρ. ____, με Α.Φ.Μ. ________________, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ευαγγελίας Μελέτη (AM ΔΣΑ 017255).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Του ___________ ______________ του ___________, κατοίκου ________ _________, οδός _________ ________ αρ. ___, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Αικατερίνης Μητρογιάννη (AM ΔΣΑ 034937), και

2) Της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ___________ ____________ ___________ (_________ _________ ___________), που εδρεύει στον _____ ________ _____________ ____________, οδός __________ __________ αρ. ___, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Θεμιστοκλή Στραβόλαιμου (AM ΔΣΑ 027122).

Ο καλών και ήδη ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.3.2013 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης _________________, και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 3-12-2015 όπου ματαιώθηκε και επανέρχεται προς συζήτηση με την από 4.12.2015 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ____________________, και προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 11-1-2018 όπου αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ προκύπτει ότι οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία του δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις της εν λόγω προστασίας των δανειστών είναι: 1) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου, 2)απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη του περιουσιακού στοιχείου, 3)πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεώς του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μη αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη που είναι ένα από τα στοιχεία της βάσεως της περί διαρρήξεως αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά το χρόνο αυτό αφερέγγυος, και 5) γνώση του τρίτου, προς τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο όμως δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της διαρρήξεως αγωγής, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 ΑΚ προκύπτει ότι ο δανειστής που με αγωγή του κατά του οφειλέτη επιδιώκει τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που έγινε από τον τελευταίο προς βλάβη του, κατά τους όρους των άρθρων 940επ, πρέπει, εκτός των άλλων, να επικαλεσθεί και αποδείξει την απαίτηση που έχει κατά του εναγομένου οφειλέτη, με ακριβή προσδιορισμό του ποσού αυτής, αλλά και της αιτίας από την οποία αυτή προήλθε (από το νόμο, από σύμβαση, αδικοπραξία κλπ), τούτο δε διότι η διάρρηξη των απαλλοτριώσεων που έγιναν προς βλάβη των δανειστών, επέρχεται κατά τόσο μέρος, καθόσον ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει την πράξη της απαλλοτρίωσης, δηλαδή κατά το μέρος της που απαιτείται για να καλυφθεί η απαίτησή του, η οποία διαφορετικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, η δε απαλλοτριωτική πράξη μένει απρόσβλητη για το επί πλέον ποσοστό, ως προς το οποίο ο δανειστής στερείται εννόμου συμφέροντος για τη διάρρηξή του. Η αφερρεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία είναι ένα από τα στοιχεία της βάσης της περί διαρρήξεως αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο έγερσης αυτής, ο δε ενάγων πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά την ημέρα της απαλλοτριώσεως, ώστε να φέρει την ιδιότητα αυτή κατά την επιχείρησή της, δηλαδή εκείνος που ασκεί την αγωγή για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης, πρέπει να έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, τα δημιουργικά περιστατικά της οποίας αρκεί να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως και να είναι αυτή ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο δικαστήριο, οπότε με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, μπορεί να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης. Ακόμη, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής, η οποία είναι ανύπαρκτη γι’ αυτούς, αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτής με αναγκαστική εκτέλεση, καθώς αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με τη διάρρηξη επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών , από την καταδολίευση αυτών από τον οφειλέτη (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 573/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1815/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 278/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1946/2018 ΝΟΜΟΣ). Από τη νομοθετική αυτή ρύθμιση συνάγεται ότι η διάρρηξη δύναται να ζητηθεί από τον δανειστή και να διαταχθεί από το δικαστήριο, κατ’ αρχάς, μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος και δεν έχει έννομο συμφέρον για διάρρηξη πέρα από αυτό το μέτρο. Έτσι, σε περίπτωση που αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως είναι περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η διάρρηξη περιορίζεται σε όσα (και σε εκείνα που) απαιτούνται για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή, ενώ σε περίπτωση που αντικείμενό της είναι μόνο ένα (ενιαίο) περιουσιακό στοιχείο, η διάρρηξη περιορίζεται στο ποσοστό του εκείνο, η αξία του οποίου καλύπτει την αξία της απαιτήσεως του δανειστή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το δικαστήριο, για να διατάξει τη μερική διάρρηξη, πρέπει, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοσχερής ικανοποίηση της απαιτήσεως του ενάγοντος δανειστή από το πλειστηρίασμα, να συνεκτιμήσει, πέρα από την εν λόγω απαίτηση (κατά το κεφάλαιο και τους τυχόν οφειλόμενους τόκους), τα έξοδα της κατά του οφειλέτη επικείμενης αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς και το γεγονός ότι κατά τον πλειστηριασμό είναι απίθανο να επιτευχθεί πλειστηρίασμα ίσο με την αγοραία αξία του ακινήτου. (ΑΠ 1963 / 2009). Περαιτέρω, για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ απαιτείται γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφ’ όσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 38/2015). Τέλος έχει κριθεί νομολογιακά ότι ο τρίτος παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας στις κάτωθι ενδεικτικές περιπτώσεις: 1) γιατί ερμήνευσε το γεγονός, ότι η κατά την υπογραφή του πωλητηρίου συμβολαίου με τον πωλητή δέχθηκε να παραστεί ως δικηγόρος του, συνεργάτης του και όχι από άλλον της δικής του επιλογής, ως απόδειξη της καλοπιστίας του, 2) γιατί δεν αξιολόγησε το γεγονός ότι η υπό διάρρηξη πώληση συντελέστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε σχέση με τα συνήθως συμβαίνοντα στις πωλήσεις ακινήτων, όπου ο μέσος χρόνος προετοιμασίας είναι τουλάχιστον ένας μήνας και 3) γιατί δεν εφάρμοσε τον “χρυσό κανόνα” ότι το ετήσιο ενοίκιο ενός ακινήτου ισούται με το 5% της αξίας του, προκειμένου να καταλήξει στον ορθό υπολογισμό της αξίας του τιμήματος πώλησης ενός ακινήτου, και δεν δέχθηκε ότι από τα προαναφερθέντα ότι συνάγεται αδίστακτα το στοιχείο της γνώσεως του πωλητή ότι ο τελευταίος ως οφειλέτης της δανείστριας, απαλλοτρίωνε περιουσιακά του στοιχεία προς βλάβην της δανείστριάς του (ΑΠ 233/2019 Α’δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) II) Ο κομιστής μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής – η οποία είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει» (ΑΠ 193/1999, ΕλλΔ/νη 40,1054) – δικαιούται κατά τις προϋποθέσεις του άρθρου 939 ΑΚ σε διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, στην οποία προέβη ο εκδότης αυτής (οφειλέτης του) μετά την παράδοσή της σ’ αυτόν, ακόμη και αν δεν είχε παρέλθει κατά τον χρόνο απαλλοτριώσεως η φερόμενη ως ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής ή δεν είχε αυτή εμφανισθεί προς πληρωμή, καθόσον η απαίτηση από την (μεταχρονολογημένη) επιταγή έχει γεννηθεί ήδη την κατάρτιση έγκυρης, από άποψη πληρότητας των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν. 5960/1933, επιταγής και την παράδοσή της στον λήπτη, σε διαταγή του οποίου αυτή εκδόθηκε, ή στον περαιτέρω εξ οπισθογραφήσεως κομιστή (Μάρκου, Δίκαιο Επιταγής, έκδ. 1998). Χρόνος εξάλλου της απαλλοτριώσεως είναι, επί μεταβιβάσεως ακινήτου, ο χρόνος καταρτίσεως της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας και όχι ο χρόνος μεταγραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου (ΕφΑΘ 6061/1995, ΕλλΔ/νη 37, 1133), ενώ το αίτημα της αγωγής διαρρήξεως είναι πλέον (μετά το Ν. 2298/1995) η απαγγελία της διαρρήξεως της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται αίτημα αναμεταβίβασης του απαλλοτριωθέντος πράγματος από τον τρίτο προς τον οφειλέτη ούτε σώρευση αιτήματος για καταδίκη του τρίτου κατ’ άρθρο 949 ΚΠολΔ σε δήλωση βουλήσεως για αναμεταβίβαση στον οφειλέτη του απαλλοτριωθέντος (ΕφΑΘ 518/2000, ΕλλΔ/νη 41, 1412, ΕφΑΘ 9585/1995, ΕλλΔ/νη 36, 1453), (ΕφΑΘ 1220/2009, ΕπισκΕμπΔ 2009/535). Έτσι, σε περίπτωση έκδοσης μεταχρονολογημένων επιταγών, η αξίωση του δανειστή, που στηρίζεται σε αυτές θεωρείται ότι έχει γεννηθεί από το χρόνο της πραγματικής έκδοσης αυτών, αφού αυτές είναι πάντοτε «πληρωτέες εν όψει» (ΕφΘεσ 964/2006, Αρμ 2007/708). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Επίσης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972, η οποία θεσπίστηκε για την προστασία και του ιδιωτικού συμφέροντος, τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται σ’ αυτό όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια Τράπεζα και γνωρίζει ότι δεν υπάρχει κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής διαθέσιμο αντίκρισμα για την πληρωμή της. Ενώ, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006, ο εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της δικαιούται να λάβει αποζημίωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ για τις αδικοπραξίες. Από τις διατάξεις αυτές και τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ προκύπτει ότι όποιος εκδίδει ακάλυπτη επιταγή και ζημιώνει με αυτόν τον τρόπο παράνομα και υπαίτια άλλον έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Η αδικοπρακτική αξίωση συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρα 40-47 Ν. 5960/1933) και απόκειται στο δικαιούχο να επιλέξει ποια από τις δύο αξιώσεις θα ασκήσει. Δικαιούχος της σχετικής αποζημίωσης είναι, όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής, δηλαδή ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο εμφάνισής της για πληρωμή, αλλά και κάθε υπογραφέας που, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, πλήρωσε την επιταγή και έγινε ξανά νόμιμος κομιστής αυτής, αφού αυτός βαρύνεται τελικά με τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η οποία ζημία προκαλείται από την παράνομη πράξη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής και συνδέεται αιτιωδώς με αυτή (0λ. ΑΠ 24/2007, ΑΠ 1521/2014, ΧρΙΔ 2015/219). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλο λόγω ενεχύρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο τελευταίος (ενεχυρούχος δανειστής), ασκώντας ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου (άρθρο 1255 ΑΚ). Αν, όμως, η επιταγή δεν πληρωθεί και την πληρώσει ο ενεχυράσας οφειλέτης, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, εκείνος που ζημιώνεται και πάλι από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι ο τελευταίος (ΑΠ 1843/2011). Εξάλλου, η αξίωση αυτή προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40), διότι όπως γίνεται δεκτό, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, απόκειται στο δικαιούχο, να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης. Η άσκηση της μιας από τις αξιώσεις αυτές δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία και δεν αποκλείει την άσκηση της άλλης. Εναπόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά. Δεν εμποδίζεται η απόκτηση εκτελεστού τίτλου τόσο από την επιταγή όσο και από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Περαιτέρω η παραγραφή της μιας αξίωσης δεν επηρεάζει την ύπαρξη της άλλης. Μόνον απόσβεση της μιας εξ αυτών αποσβήνει και την άλλη, κατά το μέρος που την καλύπτει (I. Μάρκου, Δίκαιο Επιταγής, β’ έκδ., σελ. 328-329, ΕφΑΘ 3605/1990, ΕλλΔ/νη 31, 1539). Εφόσον η ένδικη αξίωση θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών και σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση και δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 52 του Ν 5960/1933 «περί Επιταγής» όπου προβλέπει εξάμηνη παραγραφή από τη λήξη της προθεσμίας προς εμφάνιση της επιταγής (ΕφΑΘ 4521/2010, ΔΕΕ 2012/95, ΕφΛαρ 42/2002, Δικογρ 2003/37).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων εκθέτει ότι με τον πρώτο των εναγομένων είχε εμπορική συνεργασία και στα πλαίσια αυτής ο πρώτος εναγόμενος για εξόφληση των εμπορευμάτων που του παρέδωσε ως προμηθευτής υποδημάτων της επιχείρησης του τελευταίου, εξέδωσε και παρέδωσε τις αναφερόμενες λεπτομερώς στην αγωγή οκτώ (8) μεταχρονολογημένες επιταγές συνολικής αξίας 93.500 ευρώ, πληρωτέες άπασες σε διαταγή του ενάγοντος, ο οποίος κατέστη νόμιμος κομιστής αυτών. Ότι ο πρώτος των εναγομένων μεταβίβασε στη δεύτερη των εναγομένων, δυνάμει του υπ’ αριθμό ______________ συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστοτέλας Κοροβήλα, που μεταγράφηκε νόμιμα, τις οριζόντιες ιδιοκτησίες σε ακίνητο που περιγράφεται λεπτομερώς στην αγωγή, εμπορικής αξίας 1.100.000 ευρώ, που αποτελούν τα μοναδικά εμφανή περιουσιακά του στοιχεία. Ότι προέβη στη μεταβίβαση αυτή με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης της ως άνω χρηματικής του αξίωσης και εντεύθεν προς βλάβη του, καθόσον η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση εμφανής περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή του ενάγοντος, η δε δεύτερη των εναγομένων τελούσε σε γνώση της ανωτέρω καταδολιευτικής πρόθεσης του πρώτου των εναγομένων. Ότι το ως άνω χρέος του πρώτου εναγομένου προς αυτόν ήταν ήδη γεγενημένο, καθώς η απαίτηση από την (μεταχρονολογημένη) επιταγή, η οποία είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει», έχει γεννηθεί ήδη από την κατάρτιση έγκυρης, από άποψη πληρότητας / των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν. 5960/1933, επιταγής και την παράδοση της στον λήπτη, σε διαταγή του οποίου αυτή εκδόθηκε, η δε απαίτησή του έναντι του πρώτου εναγομένου ήταν ληξιπρόθεσμη, χωρίς να απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να έχει εξοπλισθεί με δικαστικό τίτλο κατά το χρόνο της μεταβίβασης των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών του πρώτου εναγομένου, δυνάμει του υπ’ αριθμό ______________ συμβολαίου. Βάσει των ανωτέρω, ζητεί να διαρρηχθεί το ανωτέρω συμβόλαιο πώλησης ως καταδολιευτικό και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 18, 22, 37 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941,943 ΑΚ, 71, 176,191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταχωριστεί εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στις 21.3.2013, (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο του υπ’ αριθμ. πρωτ. ______________ πιστοποιητικού καταχώρησης εγγραπτέας πράξης του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών).

Οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή και, περαιτέρω προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η άσκηση της κρινόμενης αξίωσης της ενάγουσας αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ διότι η συνολική αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων υπερβαίνει κατά πολύ την απαίτηση της ενάγουσας και ότι η δεύτερη των εναγομένων ήταν καλόπιστη τρίτη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι συνιστά άρνηση της ένδικης αγωγής τόσο ως προς την επικαλούμενη από την ενάγουσα εμπορική αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων όσο και ως προς τη γνώση της δεύτερης των εναγομένων. Περαιτέρω η δεύτερη εναγόμενη προβάλλει την ένσταση της έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της για το λόγο ότι ήταν καλόπιστη τρίτη στην υπό διάρρηξη δικαιοπραξία. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη δεδομένου ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη δεύτερη μείζονα πρότασης της παρούσας ο ενάγων ως νόμιμος κομιστής των επίδικων επιταγών εκδόσεως του πρώτου εναγομένου ενεργοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της αγωγής και αφετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 939,941,942,943 ΑΚ προκύπτει ότι ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη του, στρεφόμενος και κατά του τρίτου που συμβλήθηκε στην υπό διάρρηξη δικαιοπραξία, ο δε ισχυρισμός του τρίτου (β’εναγομένης) ότι δεν γνώριζε πως ο οφειλέτης (α’εναγόμενος) απαλλοτριώνει προς βλάβη του ενάγοντος-δανειστή του είναι ερευνητέος κατ’ ουσία.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρος, __________ ___________, που εξετάστηκε επιμελεία του ενάγοντος και της μάρτυρος, _________ ___________, που εξετάστηκε επιμελεία των εναγομένων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, τόσο προς άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις αρχές του 2010 ο ενάγων ασκούσε επιχείρηση εμπορίας κατεργασμένων, βιομηχανοποιημένων δερμάτων, ειδών υποδηματοποιίας στην _________________ και στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του αυτής διατηρούσε εμπορική συνεργασία με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «___________ ____», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο πρώτος εναγόμενος. Ειδικότερα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης ο ενάγων προμήθευε την ανωτέρω ανώνυμη εταιρία με πρώτες ύλες (δέρματα) και είδη υποδηματοποιίας και τσαντών και η τελευταία χάριν καταβολής του τιμήματος της παρέδιδε επιταγές εκδόσεώς της. Έτσι, κατά το έτος 2010 η ενάγουσα πώλησε στην εταιρία «_________ _____» εμπορεύματα και ο πρώτος των εναγομένων, χάριν καταβολής του τιμήματος, της μεταβίβασε με οπισθογράφηση μεταχρονολογημένες επιταγές που η εταιρία «____________ ____» είχε εκδώσει εις διαταγήν της, συνολικού ποσού 93.500 ευρώ. Συγκεκριμένα, ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος και στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ’ αυτόν καθηκόντων, ως καταστατικό όργανο (Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου) της άνω εταιρίας «_______ ____» εξέδωσε τις ακόλουθες μεταχρονολογημένες επιταγές: 1) Την υπ’ αριθμ. ___________ δίγραμμη μεταχρονολογημένη επιταγή, εκδόσεως της εταιρίας «________ ____» με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30η-4-2010, ποσού 10.000 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή του ενάγοντος επί του με αριθμό ________________ λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα ___________, την οποία και την εμφάνισε ο ενάγων προς πληρωμή στις 10-5-2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης από την προαναφερόμενη πληρώτρια τράπεζα, επί του σώματος της επιταγής. 2) Την υπ’ αριθμ. ___________ μεταχρονολογημένη επιταγή, εκδόσεως της εταιρίας «_________ ____», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31η-5-2010, ποσού 10.000 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή του ενάγοντος επί του με αριθμό ____________________ λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα _____________ _____________ ______. Η επιταγή αυτή μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση από τον ενάγοντα στην εταιρία «____________ _________ & _____ _____». Εκείνη με τη σειρά της την μεταβίβασε περαιτέρω ως αξία ληφθείσα σε ενέχυρο στην _____ __________ ___, η οποία έθεσε τη σφραγίδα της πριν από τη σφραγίδα και υπογραφή της ως άνω εταιρίας. Εν συνεχεία η ως άνω εταιρία «__________ _________ & ______ ____» κατέβαλε το ισόποσο και ανέλαβε εκ νέου το σώμα της επιταγής, την οποία στη συνέχεια κατέθεσε σε λογαριασμό που τηρεί στην ________ _________ _____, προκειμένου η Τράπεζα αυτή να την εμφανίσει κατ’ εντολή και για λογαριασμό της. Ωστόσο, η εν λόγω επιταγή, εμφανισθείσα νομίμως και εμπροθέσμως προς πληρωμή από την τελευταία ως άνω Τράπεζα στις 31/05/2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε αυθημερόν επί του σώματος της επιταγής. Εν συνεχεία με ανάστροφη κυκλοφορία, η επιταγή περιήλθε στον ενάγοντα, ο οποίος κλήθηκε και κατέβαλε στην εταιρία «__________ __________ & ______ ______» το ισόποσο της επιταγής και έτσι έγινε εκ νέου νόμιμος εξ αναγωγής κομιστής της επιταγής αυτής. 3) Την υπ’ αριθμ. ____________ μεταχρονολογημένη επιταγή, εκδόσεως της εταιρίας «____________ _____», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30η-6-2010, ποσού 10.000 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή του ενάγοντος επί του ως άνω λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα ____________. Η επιταγή αυτή ληφθείσα σε ενέχυρο στην ______________ ________ της _________ ___. Πλην όμως, η ανωτέρω επιταγή αν και εμφανίστηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς πληρωμή από την τελευταία ως άνω νόμιμη κομίστρια τράπεζα στις 30/06/2010, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου, όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του λογαριασμού της εκδότριας μέσω του μηχανογραφικού κέντρου της __________ _________, της μη πληρωμής αυτής βεβαιωθείσας επί του σώματος της επίδικης επιταγής με την από 08-07-2010 βεβαίωση της _____________ __________ της ___________ _____, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της Τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας. Εν συνεχεία με ανάστροφη κυκλοφορία, η επιταγή περιήλθε στον ενάγοντα, ο οποίος κλήθηκε από την τελευταία κομίστρια Τράπεζα της επιταγής και αφού της κατέβαλε το ισόποσο της επιταγής, έγινε εκ νέου νόμιμος εξ αναγωγής κομιστής της επιταγής αυτής. 4)Την υπ’ αριθμ. __________ μεταχρονολογημένη επιταγή, εκδόσεως της εταιρίας «_________ ____», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31η-7-2010, ποσού 10.000 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή του ενάγοντος επί του ως άνω λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα _____________, την οποία εμφάνισε ο ενάγων προς πληρωμή στις 8-6-2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε στις 8-6-2010, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης από την προαναφερόμενη πληρώτρια τράπεζα, επί του σώματος της επιταγής. 5) Την υπ’ αριθμ. _______________ μεταχρονολογημένη επιταγή, εκδόσεως της εταιρίας «_________ _____», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31η-8-2010, ποσού 15.000 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή του ενάγοντος επί του ως άνω λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα ___________. Η επιταγή αυτή μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση από τον ενάγοντα στην εταιρία «__________ _____________ & _____ _____» και εκείνη με τη σειρά της την παρέδωσε με λευκή πληρεξουσιότητα στον νόμιμο εκπρόσωπό της __________ ____________, προκειμένου ο τελευταίος να την εμφανίσει κατ’ εντολή και για λογαριασμό της. Πλην όμως εμφανισθείσα νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 1-7-2010 στην πληρώτρια ______________ ____________, δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου, της μη πληρωμής αυτής βεβαιωθείσας επί του σώματος της επίδικης επιταγής με την από 1-7-2010 βεβαίωσή της __________ ___________. Εν συνεχεία ο ενάγων κλήθηκε από την εταιρία «___________ ___________ & ______ ____» και της κατέβαλε το ισόποσο της εν λόγω επιταγής και εκείνη του επέστρεψε το πρωτότυπο σφραγισμένο σώμα αυτής, και έγινε έτσι εκ νέου νόμιμος κομιστής αυτής εξ αναγωγής. 6) Τις υπ’ αριθμ. ______________ (δίγραμμη) και ________________ μεταχρονολογημένες επιταγές, εκδόσεως της εταιρίας «___________ _____», με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης την 31η-10-2010, 30η-11-2010 αντιστοίχως, ποσού 12.500 και 13.000 ευρώ η καθεμία αντίστοιχα, πληρωτέες σε διαταγή του ενάγοντος επί του ως άνω λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα ___________ _____________ ____., εμφανίστηκαν δε προς πληρωμή στις 25/06/2010 και 04/06/2010 αντίστοιχα, πλην όμως, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε επί του σώματος των επιταγών αυτών. 7) Την υπ’ αριθμ. _____________, μεταχρονολογημένη επιταγή, εκδόσεως της εταιρίας «____________ _____», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31 η- 12-2010, ποσού 13.000 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή του ενάγοντος επί του ως άνω λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα ______________ _____________ ____. Η επιταγή αυτή μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση από τον ενάγοντα στην εταιρία «_________ __________ & _____ _____» και εκείνη με τη σειρά της την παρέδωσε με λευκή πληρεξουσιότητα στον νόμιμο εκπρόσωπό της _________ _____________, προκειμένου ο τελευταίος να την εμφανίσει κατ’ εντολή και για λογαριασμό της. Πλην όμως εμφανισθείσα νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή από τον ενάγοντα την 20/07/2010 στην ως άνω πληρώτρια ___________, δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου, της μη πληρωμής αυτής βεβαιωθείσας επί του σώματος της επίδικης επιταγής με την από 20-7-2010 βεβαίωσή της ____________ ___________ _____________ _____.. Εν συνεχεία ο ενάγων κλήθηκε από την εταιρία «____________ ____________ & _____ ___» και της κατέβαλε το ισόποσο της εν λόγω επιταγής και εκείνη του επέστρεψε το πρωτότυπο σφραγισμένο σώμα αυτής, και έγινε έτσι εκ νέου νόμιμος κομιστής αυτής εξ αναγωγής. Συνεπώς, ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «__________ ____», και στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, εξέδωσε στην __________ τις με αριθμούς _____________, ____________, _______________, _____________, _______________, _______________, ____________ και ____________ οκτώ [8] τραπεζικές επιταγές, για την 30-04-2010, 31- 05-2010, 30-06-2010, 31-07-2010, 31-08-2010, 31-10-2010, 30-11-2010 και 31-12- 2010 αντίστοιχα, ποσού αντίστοιχα € 10.000,10.000,10.000,10.000, 15.000,12.500,13.000 και 13.000 και συνολικά ενενήντα τριών χιλιάδων και πεντακοσίων ευρώ {€ 93.500,00}, πληρωτέες όλες σε διαταγή του ενάγοντος, ο οποίος και κατέστη ως ανωτέρω νόμιμος κομιστής εξ αναγωγής των επιταγών αυτών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος προέβη στην έκδοση των ανωτέρω επιταγών, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εκδότριας εταιρίας «__________ _____.», μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων του, ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, και στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας, γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας προς πληρωμή των επίδικων επιταγών, τόσο κατά τον πραγματικό χρόνο της έκδοσης αυτών, όσο και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ο ενάγων είχε τη δυνατότητα να εμφανίσει αυτές προς πληρωμή, εν όψει και της εις γνώση του δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της άνω εταιρίας «___________ ____.», όπως βεβαιώνει σχετικά και ο μάρτυρας του ενάγοντος. Το γεγονός δε ότι κάποιες από τις παραπάνω μεταχρονολογημένες επιταγές εμφανίστηκαν προς πληρωμή πριν την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσής τους, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθώς ο κομιστής μεταχρονολογημένης επιταγής έχει δικαίωμα να την εμφανίσει οποτεδήποτε, δηλαδή και πριν από τον αναγραφόμενο χρόνο έκδοσης, αφού αυτή είναι πάντοτε πληρωτέα εν όψει, καθόσον η απαίτηση από την (μεταχρονολογημένη) επιταγή έχει γεννηθεί ήδη από την κατάρτιση έγκυρης, από άποψη πληρότητας των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν. 5960/1933, επιταγής και την παράδοσή της στον λήπτη, σε διαταγή του οποίου αυτή εκδόθηκε, ή στον περαιτέρω εξ οπισθογραφήσεως κομιστή, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του πρώτου των εναγομένων. Αποτέλεσμα της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας πράξης του πρώτου εναγόμενου, ήταν να ζημιωθεί ο ενάγων κατά το αντίστοιχο ποσό των άνω οκτώ (8) επιταγών και δη κατά το ποσό των ενενήντα τριών χιλιάδων και πεντακοσίων ευρώ {93.500€}. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 31-3-2010, ήτοι μετά την πραγματική έκδοση των παραπάνω οκτώ (8) μεταχρονολογημένων επιταγών, ο πρώτος εναγόμενος δυνάμει του ______________ συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστοτέλας Κοροβήλα, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 4932 και με αύξοντα αριθμό 200 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, μεταβίβασε, λόγω πώλησης, προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «________________ ____________ ____________» (______________ _____________ _____________), που εδρεύει στη ____________ ___________, επί της οδού ______________ _________ αριθμ ____, την κυριότητα δύο αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών, κυριότητας του, που βρίσκονται στην επί της οδού __________ αριθμ. ____ πολυκατοικίας, στην ________. Συγκεκριμένα μεταβίβασε Α) Την υπό στοιχεία ________ ___________ ένα _________ μικρό (___-_____) οριζόντια ιδιοκτησία – κατάστημα του ισογείου ορόφου, που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά στο από Ιουλίου 2009 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου ορόφου (αριθμός σχεδίου ___) και στον από Ιουλίου 2009 πίνακα κατανομής ποσοστών και τα δύο του Αρχιτέκτονα Μηχανικού _______ _____________, τα οποία προσαρτώνται στο υπ’ αριθμόν ______________ συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, μετά του άνωθεν αυτού τμήματος του μεσορόφου (παταριού) επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών δέκα οκτώ και 0,75 (18,75) όπως εμφαίνεται στο από Ιουλίου 2009 σχεδιάγραμμα κάτοψης μεσοπατώματος (αριθμός σχεδίου A3) του αρχιτέκτονος μηχανικού ______________ ______________ το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθμόν  συμβόλαιο της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά τριάντα επτά και 0,75 (37,75), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά διακόσια τριάντα επτά και 0,08 (237,08), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και τα κοινόκτητα μέρη, έργα και εγκαταστάσεις του μεγάρου εκατόν δώδεκα χιλιοστά (112/1000), που αναλογεί σε# μέτρα τετραγωνικά είκοσι ένα και 0,91 (21,91), συμμετοχή στις δαπάνες κοινοχρήστων πλην του ανελκυστήρα στις οποίες δεν συμμετέχει ως ακολούθως α) σαράντα και 0,50 χιλιοστά (40,50/1000) στις δαπάνες θυρωρού, β) είκοσι επτά χιλιοστά (27/1000), στις δαπάνες φωτισμού και καθαρισμού κοινοχρήστων χώρων, γ) σαράντα τρία και 0,50 χιλιοστά (43,50/1000) στις δαπάνες θερμάνσεως, δ) δέκα τέσσερα χιλιοστά (14/1000) στις δαπάνες ψήξεως, ε) εκατόν δώδεκα και 0,50 χιλιοστά (112,50/1000) στα λοιπά κοινά βάρη και έχει ψήφους στη διοίκηση της πολυκατοικίας ογδόντα (80) σε σύνολο χιλίων (1000) και συνορεύει Βόρεια με το βόρειο όριο του οικοπέδου και με το υπό στοιχεία _______ κατάστημα του ισογείου, Ανατολικά με ανατολικό όριο οικοπέδου και με το υπό στοιχεία _____ κατάστημα του ισογείου, Νότια με το υπό στοιχεία _____ κατάστημα και με την οδό Ερμού και Δυτικά με το υπό στοιχεία ________ κατάστημα του ισογείου και Β) την υπό στοιχεία ΥΠ Α-1 β οριζόντια ιδιοκτησία – αίθουσα του υπογείου μετά αποχωρητηρίου (W.C.), που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά στο από Ιουλίου 2009 σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου (αριθμός σχεδίου Α1) και στον από Ιουλίου 2009 πίνακα κατανομής ποσοστών και τα δύο του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ___________ ___________, τα οποία προσαρτώνται στο υπ’ αριθμόν ______________ συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά τριάντα εννέα και 0,80 (39,80), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά εκατόν είκοσι επτά (127), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, έργα, μέρη και εγκαταστάσεις του μεγάρου είκοσι δύο χιλιοστά (22/1000) στο οποίο αντιστοιχούν μέτρα τετραγωνικά τέσσερα και 0,3047 (4,3047), συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες πλην των δαπανών του ανελκυστήρος, στις οποίες δεν συμμετέχει, ως ακολούθως: α) στις δαπάνες θυρωρού οκτώ χιλιοστά (8/1000), στις δαπάνες φωτισμού και καθαρισμού των κοινοχρήστων χώρων του μεγάρου πέντε χιλιοστά (5/1000), στις δαπάνες θερμάνσεως είκοσι ένα και 0,50 χιλιοστά (21,50/1000), στις δαπάνες ψύξεως επτά χιλιοστά (7/1000) στις υπόλοιπες δαπάνες είκοσι δύο χιλιοστά (22/1000) και έχει ψήφους στη διοίκηση της πολυκατοικίας δέκα πέντε (15) επί συνόλου χιλίων (1000) και συνορεύει Βόρεια με το βόρειο όριο του οικοπέδου, Ανατολικά με ανατολικό όριο οικοπέδου και με τον υπό στοιχεία ___ χώρο του υπογείου, Νότια με τον υπό στοιχεία _____ χώρο του υπογείου και με άσκαφτο χώρο οικοπέδου και Δυτικά με τον υπό στοιχεία ____  χώρο του υπογείου. Τα ως άνω, ήτοι το υπό στοιχεία ________ ________ ένα _____ μικρό (_____-____) κατάστημα του ισογείου και υπό στοιχεία ____ _____ αίθουσα του υπογείου, αποτελούν αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες πού διέπονται από τις διατάξεις του Ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα στις οποίες υπήχθησαν δυνάμει της υπ’ αριθμόν 11145/1971 πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού μεγάρου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Φραγκίσκου Ραϊση, που έχει μεταγράφει νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο 2593 με αριθμό 399, όπως αυτή τροποποιήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν _____________ πράξεως της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο 4893 με αριθμό 362 ως τροποποίησης σύστασης και ως διανομής. Η εμπορική αξία των ανωτέρω δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών που μεταβιβάστηκαν ανερχόταν, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, στο ποσό των  ευρώ, ήτοι όσο και το συμφωνηθέν τίμημα πωλήσεως στη δεύτερη εναγομένη. Κατά τον ίδιο χρόνο, που είναι κρίσιμος για να κριθεί η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ο προσδιορισμός της βλάβης του δανειστή (βλ. ΑΠ 1189/2003, ΑΠ 2045/1986 δημ. ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων δεν είχε άλλη εμφανή ακίνητη περιουσία, επαρκή για την ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος, καθώς επίσης ότι γνώριζε πως η εταιρεία ___________ ____ εκείνη τη χρονική περίοδο είχε ήδη σημαντικές οφειλές προς τρίτους. Η δυσμενής, κατά τον χρόνο εκείνο, οικονομική κατάσταση της εν λόγω εταιρίας, καθώς και η γνώση του πρώτου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της, προκύπτει και από την από 30.4.2010 αίτηση αυτής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί υπαγωγής της σε διαδικασία συνδιαλλαγής του άρθρου 99 Ν. 3588/2007, στην οποία αναφέρεται ότι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της εταιρείας από την έκδοση επιταγών ανέρχονταν μέχρι 30.4.2010 στο ποσό των 510.475,88 ευρώ, ενώ μαζί με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της μέχρι 30.4.2010 ανέρχονταν σε 833.576,73 ευρώ πλέον των υποχρεώσεων από δάνεια προς τράπεζες. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. __________ απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου με την οποία διετάχθη το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, πλην όμως η ανοιγείσα διαδικασία συνδιαλλαγής έληξε δυνάμει της ___________ αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε το πέρας της διαδικασίας συνδιαλλαγής, κατόπιν αρνητικής γνωμοδότησης του διορισθέντος μεσολαβητή. Περαιτέρω, μετά την ως άνω εκποίηση τα μοναδικά, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής εμφανή περιουσιακά στοιχεία του πρώτου εναγομένου ήταν τα εξής: α) Το υπό στοιχεία Δ διαμέρισμα του ισογείου ορόφου μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Δήμο ____________, επί των οδών _________ ___-____ και __________, επιφάνειας 47,70 τμ, παλαιότητας άνω των 40 ετών, το οποίο ήδη από τον Νοέμβριο του έτους 2011 βαρύνεται με προσημείωση – υποθήκης υπέρ της _________ ___________ ύψους 11.464,68 ευρώ, β) ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου επί ενός διαμερίσματος τρίτου ορόφου πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Αθήνα επί των οδών ________ _________ _____-______ και ___________ επιφάνειας 48,88 τμ, παλαιότητας πλέον των 40 ετών, του οποίου ιδανικού μεριδίου η εμπορική αξία, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής δεν υπερέβαινε το ποσό των 30.000 ευρώ, γ) τις υπό στοιχεία ____ και ____ οριζόντιες ιδιοκτησίες του δευτέρου ορόφου επιφάνειας 420,80τμ και 616,41 τμ αντίστοιχα και τις υπό στοιχεία _____ και _____ οριζόντιες ιδιοκτησίες του ημιορώφου επιφάνειας 174,51 τμ και 416,81 τμ αντίστοιχα, οι οποίες βρίσκονται σε οικοδομή στη ________ _________, επί της οδού ___. _________ αρ. ___. Οι ιδιοκτησίες αυτές βαρύνονταν ήδη πριν την επίδικη απαλλοτρίωση με προσημειώσεις υπέρ της ______________ ____________ ποσού 3.000.000 ευρώ και 500.000 ευρώ αντίστοιχα (βλ. την υπ’ αριθ. ____________ περίληψη κατασχετήριας έκθεσης στην οποία περιλαμβάνεται πιστοποιητικό βαρών επί των ως άνω ακινήτων του Υποθηκοφύλακα ____________), η δε εμπορική τους αξία δεν αποδείχθηκε ότι υπερέβαινε τα ανωτέρω ποσά, δ) ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος “____________” _____ _______ ________, εμβαδού 280,68 ευρώ, εκτός σχεδίου και εντός ζώνης οικισμού, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, η αντικειμενική αξία του οποίου ανερχόταν, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, στο ποσό των 18.638,62 ευρώ, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η εμπορική του αξία υπερέβαινε το ποσό αυτό, ε) ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση, εκτάσεως 305,16 τμ, εκτός σχεδίου και εντός ζώνης οικισμού, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, η δε αντικειμενική αξία του ποσοστού αυτού ανερχόταν κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής σε 9.818,53 ευρώ, ενώ η εμπορική του αξία δεν αποδείχθηκε ότι υπερέβαινε το ποσό αυτό. Σημειώνεται δε ότι επί των ανωτέρω αγροτεμαχίων, στις 10.5.2012 ενεγράφη προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 150.000 ευρώ υπέρ της τράπεζας “___________ _________ ________ _________ ___ _______”. Εκ των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η αξία της εμφανούς περιουσίας του πρώτου εναγομένου (συνεκτιμωμένων και των εμπραγμάτων βαρών) επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος. Στην επίδικη μεταβίβαση ο πρώτος εναγόμενος προέβη με πρόθεση βλάβης του ενάγοντος αφού αυτός, κατά τον χρόνο κατάρτισης του επίδικου συμβολαίου πώλησης, που είναι ο κρίσιμος χρόνος, γνώριζε, ως εκδότης των επίμαχων επιταγών στο όνομα και για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας «________ _____.», τόσο την ύπαρξη της απαίτησης του ενάγοντος σε βάρος του, όσο και ότι με την απαλλοτρίωση του ένδικου ακινήτου, η περιουσία που του απέμενε δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος και, κατά συνέπεια, θα καθίστατο αφερέγγυος, κατάσταση που εξακολούθησε να υφίσταται και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Ο ισχυρισμός δε του πρώτου εναγομένου ότι τα χρήματα που έλαβε από το τίμημα της πώλησης των ανωτέρω δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών δαπανήθηκαν για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών της εταιρίας «___________ ____.», καθώς και δικών του, αφενός δεν αποδείχθηκε, αφ’ ετέρου δεν ασκεί έννομη επιρροή και δεν αίρει την καταδολιευτική πρόθεση αυτού, καθώς δεν απαιτείται η πρόθεση βλάβης του δανειστή να αποτελεί και τον μοναδικό σκοπό του οφειλέτη, ο οποίος μπορεί με την απαλλοτρίωση να εξυπηρετεί παράλληλα και άλλους σκοπούς, υπόκειται δε, σε διάρρηξη και η απαλλοτρίωση για την εξεύρεση των μέσων για την εξόφληση ληξιπροθέσμων χρεών (ΑΠ 1396/2015, ΑΠ 573/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε, επί πλέον, ότι υπέβαλε, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας _________ ___, στις 30-4-2010 αίτηση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, περί υπαγωγής της στη διαδικασία συνδιαλλαγής του άρθρου 99 Ν. 3588/2007, αναφέροντας τα χρέη της, όπως αυτά αναφέρθηκαν ανωτέρων. Επίσης, από την __________ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, στη συνέχεια, κηρύχθηκε σε πτώχευση η εταιρεία “_________ _____”, προκύπτει ότι η τελευταία βρισκόταν σε κατάστασης οικονομικής δυσπραγίας τουλάχιστον από τις αρχές του 2010, αφού όφειλε σημαντικά χρηματικά ποσά σε εργαζόμενους, τράπεζες και προμηθευτές. Πρέπει να επισημανθεί ότι την ίδια ημέρα υποβολής της αίτησης περί υπαγωγής της εταιρείας στη διαδικασία συνδιαλλαγής ο πρώτος εναγόμενος προέβη σε μεταβίβαση και άλλων ακινήτων του (ενός αγροτεμαχίου στη ____________ και ενός διαμερίσματος στην Αθήνα), δυνάμει των 218 κατ _______________ συμβολαίων της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Καραλή, προς την εταιρεία με την επωνυμία «__________ _____________ _________», της οποίας διευθυντής ήταν όπως και στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, ο _________ ___________. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος εναγόμενος με την ένδικη μεταβίβαση είχε σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος. Περαιτέρω, ως προς τη γνώση της δεύτερης εναγομένης του σκοπού του πρώτου εναγομένου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εταιρεία με την επωνυμία «_____. ___________ _______ ___________ ___________», η οποία είναι η μοναδική μέτοχος της εναγομένης, όσο και η τελευταία, ιδρύθηκαν τον Μάρτιο του έτους 2010, σύμφωνα με το νόμο περί εταιρειών της Δημοκρατίας της ___________. Συγκεκριμένα, η δεύτερη εναγομένη ιδρύθηκε δυνάμει του από 2-3-2010 ιδρυτικού εγγράφου, διεπομένη από τις διατάξεις του από 2-3-2010 καταστατικού της, που καταχωρήθηκαν στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού στις 9-3-2010, με αριθμό καταχώρησης _________, ενώ η εταιρία με την επωνυμία «______. ____________ ___________ ______________» καταχωρήθηκε στο ανωτέρω μητρώο στις 2- 3-2010 με αριθμό εγγραφής ___________ (βλ. το ______________ συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστοτέλας Κοροβήλα). Εκπρόσωπος της εναγομένης είναι ο __________ _____________, ο οποίος και υπέγραψε για λογαριασμό της το ένδικο συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο __________ _____________ ήταν εκπρόσωπος και των εταιρειών με τις επωνυμίες “____________ ___________ ____________” και “________ __________ ____________” οι οποίες συνεστήθησαν στις 24-2-2010 και στις 17-3-2010, αντίστοιχα, η δε έδρα της πρώτης ως άνω εταιρείας ήταν στην οδό __- _________ ____, στη __________ (βλ. το με αρ. 2578/16- 4-2010 ΦΕΚ). Στην τελευταία αυτή διεύθυνση όμως, βρισκόταν και η έδρα της εταιρείας «_________ ___» (βλ. το 10782/8-9-2009 ΦΕΚ). Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι ο ____________ ______________, εκπρόσωπος όλων των ως άνω εταιρειών, μεταξύ των οποίων και η δεύτερη εναγόμενη, ο οποίος και εκπροσώπησε αυτήν κατά τη κατάρτιση του συμβολαίου της ένδικης απαλλοτρίωσης όχι μόνο γνώριζε τον πρώτο εναγόμενο, αλλά και συνεργαζόταν με αυτόν, εφ1 όσον, αφ’ ενός μεν μια από τις εταιρείες που εκπροσωπούσε («______________ _____________ ___________»), είχε την έδρα της στα γραφεία που είχε την έδρα της και η εταιρεία «________ _____», όπως προαναφέρθηκε, αφετέρου δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε αναθέσει την πώλησή του σε συγκεκριμένο μεσιτικό γραφείο, οπότε ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης ότι ενημερώθηκε για την ένδικη πώληση από μεσιτικό γραφείο και όχι προσωπικά από τον πρώτο εναγόμενο είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Επί πλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη εταιρεία, η οποία συστήθηκε στις 9.3.2010, ήτοι μόλις 22 ημέρες πριν τη μεταβίβαση, είχε συγκεκριμένη δραστηριότητα και εισοδήματα, τα οποία να δικαιολογούν την καταβολή του ποσού του 1.100.000 ευρώ, που φέρεται ως τίμημα για την πώληση του επίδικου ακινήτου ούτε επίσης, αποδείχθηκε ότι πράγματι καταβλήθηκε το ως άνω τίμημα. Εξάλλου, στη με αριθμό ____________ πράξη εξόφλησης της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, ο πρώτος εναγόμενος, την 30.4.2010 δηλώνει ότι το πιστωθέν τίμημα της επίδικης αγοραπωλησίας, δηλαδή το ποσό των 582.500€ εξοφλήθηκε, αναφέρεται δε ότι από το άνω ποσό, τα μεν 325.000C, καταβλήθηκαν με τραπεζική επιταγή, τα δε υπόλοιπα 257.500€, με μετρητά χρήματα εκτός συμβολαιογραφείου. Περαιτέρω στις 23.4.2010, ήτοι επτά ημέρες πριν την κατά τα ανωτέρω πράξη εξόφλησης του τιμήματος, ενεγράφη επί του μεταβιβασθέντος επίδικου ακινήτου, με την υπ’ αριθ. _________ απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσημείωση υποθήκης υπέρ του πρώτου εναγομένου για ανωτέρω ποσό των 257.500 ευρώ, ενώ ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τον πρώτο εναγόμενο σε αυτή τη δίκη, είναι ο δικηγόρος της δεύτερης εναγόμενης, Θεμιστοκλής Στραβόλαιμος, που παρέστη, για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης και στο ένδικο συμβόλαιο και παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής ως πληρεξούσιος της τελευταίας. Επομένως αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στη μεταβίβαση προς την δεύτερη εναγομένη εταιρεία, των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών του, επί σκοπώ βλάβης του ενάγοντος, προκειμένου να αποστερηθεί αυτός της δυνατότητάς του να ικανοποιήσει την απαίτησή του, αφού γνώριζε ότι μετά την απαλλοτρίωση των ως άνω περιουσιακών του στοιχείων, δεν θα μπορούσε ο τελευταίος να εξεύρει άλλα περιουσιακά στοιχεία, που να επαρκούν για την ικανοποίηση της απαίτησής του. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, συνεκτιμώντας, επί πλέον, το σύντομο χρονικό διάστημα εντός του οποίου ολοκληρώθηκε η διαδικασία ίδρυσης των εταιρειών και μεταβίβασης των ακινήτων, το γεγονός μεταβίβασης και άλλων ακινήτων του πρώτου εναγομένου στην εταιρεία “_________ ___________ __________” που εκπροσωπούσε, επίσης ο _________ ____________, το γεγονός ότι η δεύτερη εναγομένη ιδρύθηκε λίγες μέρες πριν την αγορά των ένδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών, το χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβαν χώρα τα ανωτέρω, ήτοι λίγο πριν την κατάθεση αίτησης περί υπαγωγής της εταιρείας _________ ____ στη διαδικασία συνδιαλλαγής, αποδεικνύεται ότι ο ____________ _____________, που ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος της εναγομένης στην κατάρτιση της ένδικης πώλησης, στο πρόσωπο του οποίου θα κριθεί η γνώση των περιστατικών της καταδολιευτικής μεταβίβασης, είχε σχέσεις με τον πρώτο εναγόμενο και γνώριζε την οικονομική κατάσταση του τελευταίου, καθώς και της εταιρείας που αυτός εκπροσωπούσε. Γνώριζε, επίσης δεδομένης και της ιδιότητάς του ως δικηγόρου, ότι αυτός (πρώτος εναγόμενος) με την πώληση αυτή είχε σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών του, μεταξύ των οποίων και εκείνης του ενάγοντος. Βάσει όλων των ανωτέρω αποδείχτηκε η γνώση της δεύτερης εναγόμενης ότι ο πωλητής-πρώτος εναγόμενος ήταν οφειλέτης του ενάγοντος και ότι αυτός απαλλοτριώνει περιουσιακό του στοιχείο προς βλάβη του δανειστή του -ενάγοντος. Από τα προαναφερόμενα. σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε φερεγγυότητα του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος μέχρι σήμερα αποφεύγει να ικανοποιήσει τον ενάγοντα, σαφώς προκύπτει ότι με την ένδικη απαλλοτρίωση σκόπευε στην καταδολίευση του ενάγοντος. Σκοπός του ήταν η βλάβη του ενάγοντος αφού επεδίωκε να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του, μολονότι γνώριζε την ύπαρξη της απαίτησής του και ότι με την άνω απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του ενάγοντος. Ως εκ τούτου, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για τη διάρρηξη της ένδικης απαλλοτρίωσης. Ειδικότερα η διάρρηξη αυτή θα απαγγελθεί μόνο κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής -ενάγων και απαιτείται για να καλυφθεί η αξίωσή του ύψους 93.500 ευρώ κατά του οφειλέτη, πρώτου εναγομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 ΑΚ, με την επισήμανση ότι η εξεύρεση του μέρους προκύπτει από το πηλίκο κλάσματος με αριθμητή το ποσό της απαίτησης του δανειστή και παρονομαστή το ποσό της αξίας του απαλλοτριωθέντος δικαιώματος του οφειλέτη (ΟλΑΠ 15/2012 ΤρΝομΠλΔΣΑ, ΑΠ 1339/2012, ΑΠ1963/2009 ΝΟΜΟΣ), ήτοι σε ποσοστό (93.500 /1.100.000=) 8,50 % επί της αξίας του επίδικου ακινήτου, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει λοιπόν να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, όπως ορίζεται στο διατακτικό, απορριπτομένου του αιτήματος του πρώτου εναγομένου περί αναβολής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της υπ’ αριθ. 4086/2013 αγωγής αποζημίωσης που έχει ασκήσει ο ενάγων, διότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει κατά τα ανωτέρω περί της ύπαρξης της απαίτησης του ενάγοντος σε βάρος του πρώτου εναγομένου, μη αναγκαίας ως εκ τούτου της αναβολής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ. Τέλος πρέπει να επιβληθούν στους εναγόμενους τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, μειωμένα όμως λόγω της εν μέρει ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ υπέρ του ενάγοντος, τη μερική διάρρηξη σε ποσοστό 8,50%, της εταβίβασης του ακινήτου, ιδιοκτησίας του πρώτου εναγόμενου, που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. ____________ συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΑΣ ΚΟΡΟΒΗΛΑ, το οποίο βρίσκεται επί πολυκατοικίας κείμενης επί της οδού _______ αρ, ___ του Δήμου Αθηναίων και συγκεκριμένα όπως αυτά περιγράφονται κάτωθι, ήτοι :Α) Την υπό στοιχεία _______ _______ ένα Βήτα μικρό (____-____) οριζόντια ιδιοκτησία – κατάστημα του ισογείου ορόφου, που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά στο από Ιουλίου 2009 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου ορόφου (αριθμός σχεδίου ___) και στον από Ιουλίου 2009 πίνακα κατανομής ποσοστών και τα δύο του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ________ ______________, τα οποία προσαρτώνται στο υπ’ αριθμόν _______________ συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, μετά του άνωθεν αυτού τμήματος του μεσορόφου (παταριού) επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών δέκα οκτώ και 0,75 (18,75) όπως εμφαίνεται στο από Ιουλίου 2009 σχεδιάγραμμα κάτοψης μεσοπατώματος (αριθμός σχεδίου A3) του αρχιτέκτονος μηχανικού ________ _____________ το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθμόν _____________ συμβόλαιο της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά τριάντα επτά και 0,75 (37,75), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά διακόσια τριάντα επτά και 0,08 (237,08), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και τα κοινόκτητα μέρη, έργα και εγκαταστάσεις του μεγάρου εκατόν δώδεκα χιλιοστά (112/1000), που αναλογεί σε μέτρα τετραγωνικά είκοσι ένα και 0,91 (21,91), συμμετοχή στις δαπάνες κοινοχρήστων πλην του ανελκυστήρα στις οποίες δεν συμμετέχει ως ακολούθως: α) σαράντα και 0,50 χιλιοστά (40,50/1000) στις δαπάνες θυρωρού, β) είκοσι επτά χιλιοστά (27/1000), στις δαπάνες φωτισμού και καθαρισμού κοινοχρήστων χώρων, γ) σαράντα τρία και 0,50 χιλιοστά (43,50/1000) στις δαπάνες θερμάνσεως, δ) δέκα τέσσερα χιλιοστά (14/1000) στις δαπάνες ψήξεως, ε) εκατόν δώδεκα και 0,50 χιλιοστά (112,50/1000) στα λοιπά κοινά βάρη και έχει ψήφους στη διοίκηση της πολυκατοικίας ογδόντα (80) σε σύνολο χιλίων (1000) και συνορεύει Βόρεια με το βόρειο όριο του οικοπέδου και με το υπό στοιχεία ______ κατάστημα του ισογείου, Ανατολικά με ανατολικό όριο οικοπέδου και με το υπό στοιχεία _____ κατάστημα του ισογείου, Νότια με το υπό στοιχεία ____ κατάστημα και με την οδό ________ και Δυτικά με το υπό στοιχεία ______ κατάστημα του ισογείου και Β) την υπό στοιχεία ________ οριζόντια ιδιοκτησία – αίθουσα του υπογείου μετά αποχωρητηρίου (W.C.), που εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά στο από Ιουλίου 2009 σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου (αριθμός σχεδίου Α1) και στον από Ιουλίου 2009 πίνακα κατανομής ποσοστών και τα δύο του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ________ ____________, τα οποία προσαρτώνται στο υπ’ αριθμόν ___________ συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά τριάντα εννέα και 0,80 (39,80), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά εκατόν είκοσι επτά (127), ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, έργα, μέρη και εγκαταστάσεις του μεγάρου είκοσι δύο χιλιοστά (22/1000) στο οποίο αντιστοιχούν μέτρα τετραγωνικά τέσσερα και 0,3047 (4,3047), συμμετοχή στις κοινόχρηστες δαπάνες πλην των δαπανών του ανελκυστήρος, στις οποίες συμμετέχει, ως ακολούθως: α) στις δαπάνες θυρωρού οκτώ χιλιοστά (8/1000), στις δαπάνες φωτισμού και καθαρισμού των κοινοχρήστων χώρων του μεγάρου πέντε χιλιοστά (5/1000), στις δαπάνες θερμάνσεως είκοσι ένα και 0,50 χιλιοστά (21,50/1000), στις δαπάνες ψύξεως επτά χιλιοστά (7/1000) στις υπόλοιπες δαπάνες είκοσι δύο χιλιοστά (22/1000) και έχει ψήφους στη διοίκηση της πολυκατοικίας δέκα πέντε (15) επί συνόλου χιλίων (1000) και συνορεύει Βόρεια με το βόρειο όριο του οικοπέδου, Ανατολικά με ανατολικό όριο οικοπέδου και με τον υπό στοιχεία ______ χώρο του υπογείου, Νότια με τον υπό στοιχεία ________ χώρο του υπογείου και με άσκαφτο χώρο οικοπέδου και Δυτικά με τον υπό στοιχεία _______ χώρο του υπογείου. Τα ως άνω, ήτοι το υπό στοιχεία _______ ________ ένα ______ μικρό (_____- ______) κατάστημα του ισογείου και υπό στοιχεία _________ αίθουσα του υπογείου, αποτελούν αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες πού διέπονται από τις διατάξεις του Ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα στις οποίες υπήχθησαν δυνάμει της υπ’ αριθμόν ____________ πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού μεγάρου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Φραγκίσκου Ραίση, που έχει μεταγράφει νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο 2593 με αριθμό 399, όπως αυτή τροποποιήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν ____________ πράξεως της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, που έχει μεταγράφει νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο 4893 με αριθμό 362 ως τροποποίησης σύστασης και ως διανομής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10-12- 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 8-4-2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους.

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία