Περίληψη
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Αριθμός απόφασης: 1907/2020
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών, Ελένη Μπακογιάννη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Μαρία Γιαντσίδη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΑ: ___________ ____________ του ___________ και της _________________, κατοίκου ___________ ___________, οδός ____________ αριθ. ____, με Α.Φ.Μ. ______________, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Κανακάκη.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ: η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευσή της (άρθρο 5 του Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ) και παρίσταται ως εξής: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «______________ ______________ _______________ ____.» και τον διακριτικό τίτλο «____________ ______________», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «_____________ __________ _____________ _____________ ______.», που εδρεύει στην __________, οδός ________ αρ. ___ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Καλλιόπης Ευαγγέλου.
Ο αιτών με την από 25.06.2015 αίτησή του, εκούσιας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _________________, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 11η Μαΐου 2022 και ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αρ. ___________ πράξης επαναπροσδιορισμού της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 του κεφ. Α’ της υποπαρ. Α4 της παρ. Α’ του μέρους Β’ του Ν. 4336/2015, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτή.
Κατά την προκειμένη δικάσιμο μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο κατά τη σειρά της εγγραφής της σε αυτό, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
Ακολούθησε συζήτηση όπως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά, το δε Δικαστήριο
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 «Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου». Επομένως, από τη ρύθμιση του νόμου αποκλείονται τα φυσικά πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠτΚ πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΕμπΝ και τη διδασκαλία του εμπορικού δικαίου έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Κατά συνέπεια στη ρύθμιση του νόμου υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα, και μάλιστα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή αυτονομική δραστηριότητα, που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου. Προσθέτως, υπάγονται και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 ΠτΚ). Η έννοια του μικρέμπορου δεν ρυθμίζεται από το δίκαιό μας. Ωστόσο, στο Σχέδιο του Εμπορικού Κώδικα, το άρθρο 3 παρ. 2 όριζε ότι δεν είναι έμπορος όποιος ασκεί επαγγελματικά εμπορική δραστηριότητα σε περιορισμένη έκταση και το εισόδημα του από αυτήν αποτελεί κυρίως αμοιβή για τη σωματική του καταπόνηση. Παρά την έλλειψη ρητής διάταξης στο νόμο, τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία αποκλείουν τους μικρέμπορους από τις συνέπειες της εμπορικότητας. Κριτήρια, για να χαρακτηριστεί κάποιος ως έμπορος ή μικρέμπορος είναι μεταξύ άλλων η έκταση της άσκησης εμπορικών πράξεων, η ανάληψη του κινδύνου από την άσκηση των συγκεκριμένων πράξεων, η επένδυση κεφαλαίου, το μέγεθος του κέρδους, η απασχόληση προσωπικού και η υλικοτεχνική υποδομή. Συνεπώς, ως μικρέμποροι χαρακτηρίζονται τα πρόσωπα που ασκούν εμπορικές πράξεις, παρέχοντας κατά κύριο λόγο προσωπική εργασία, αποκομίζοντας κέρδος, το οποίο αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού τους μόχθου και κόπου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών και άσκησης δραστηριότητας που ενέχει οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας <ΑΠ 947/1995, ΕΕμττΔ 1996.62, ΕφΑΘ 11982/1989, ΑρχΝ 1991.341, ΕιρΚουφαλίων 3/2015, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΘεσ 1735/2014, ΝΟΜΟΣ), ακόμη και αν χρησιμοποιούν κάποιο προσωπικό, εφόσον το εύρος της δουλειάς τους είναι τόσο που να μην τους αφήνει εισόδημα αν δεν δουλέψουν οι ίδιοι ή και τα μέλη της οικογένειάς τους (Κ. Παμπούκη, Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, έκδ. 1990, σελ. 54). Ο μικρέμπορος λοιπόν δεν χαρακτηρίζεται έμπορος, αν και διενεργεί εμπορικές πράξεις, καθότι η δράση που ασκεί σε περιορισμένη έκταση δεν είναι εμπορική. Από τούτο συνάγεται ότι ο νομοθέτης είχε σκοπό να προβεί σε ρύθμιση μόνον του οικονομικά ουσιώδους εμπόρου, ενώ ο μικρέμπορος που διενεργεί εμπορικές πράξεις κατ’ επάγγελμα, χωρίς όμως κοινωνικοοικονομικό αντίκτυπο και σημασία, πρέπει να αποκλεισθεί από τις σχετικές συνέπειες της εμπορικής ιδιότητας λόγω της οικονομικά επουσιώδους επαγγελματικής του δράσης (Σπ. Ψυχομάνης, Εμπορικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδ. 2004, σελ. 245-246).
Ο αιτών με την υπό κρίση αίτησή του, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου του, επικαλούμενος ότι στερείται πτωχευτικής ικανότητας και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς την καθ’ ης, ζητεί τη ρύθμισή τους σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει, καθώς και την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας του, αφού ληφθούν υπόψη η οικονομική και περιουσιακή του κατάσταση, την οποία εκθέτει αναλυτικά, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτές.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτά διορθώθηκε κατ’ άρθρα 236 και 745 ΚΠολΔ με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του αιτούντα και με τις έγγραφες προτάσεις της, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κύρια κατοικία του αιτούντα κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010). Για το παραδεκτό της αίτησης τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4161/2013 και το Ν. 4224/2013 και ισχύει, και στο άρθρο 2 παρ. 1 του κεφ. Α’ της υποπαρ. Α4 της παρ. Α’ του μέρους Β’ του Ν. 4336/2015, αφού προσκομίστηκαν επικαιροποιημένα σχετικά, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του αιτούντα για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων του, των πιστωτριών του και των απαιτήσεών τους, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία τριετία, ενώ από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση του αιτούντα στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί προγενέστερη απόφαση για τη διευθέτηση των οφειλών του με απαλλαγή του από υπόλοιπα χρεών του, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους (άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3869/2010), ούτε έχει εκδοθεί οριστική απόφαση που απέρριψε προγενέστερη αίτησή του λόγω δόλου ως προς την περιέλευσή του σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος της αλήθειας (αρθρ. 61 παρ. 1 Ν. 4549/2018) ή που διέταξε την έκπτωσή του για τους λόγους των άρθρων 10 παρ. 1 και 2 και 11 παρ. 2 ή περί μη απαλλαγής του κατ’ αρθρ. 11 παρ. 1 του ιδίου νόμου. Περαιτέρω η αίτηση είναι ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα απαραίτητα κατά τον νόμο στοιχεία, απορριπτόμενης κατόπιν τούτου της προβαλλόμενης από την πληρεξούσια δικηγόρο της καθ’ ης ένστασης αοριστίας αυτής και νόμιμη, πλην των αιτημάτων α) να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα ως άνω επίτευξη συμβιβασμού, με την απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο, από την επικύρωσή του, αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού (άρθρ. 7 Ν. 3869/2010) και β) να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010 δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται. Στηρίζεται δε στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, 9 και 11 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τους Ν. 4336/2015, 4346/2015 και 4549/2018, οι διατάξεις του οποίου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς αιτήσεις (αρθρ. 68) και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντα και της πιστώτριάς του.
Η καθ’ ης η αίτηση, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και εξειδικεύθηκε με τις προτάσεις της, που κατατέθηκαν νόμιμα, προβάλλει μεταξύ άλλων, ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος λόγω εμπορικής του ιδιότητας. Η ως άνω ένσταση τυγχάνει νόμιμη, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την επισκόπηση της υπό κρίση αίτησης, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του αιτούντα, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από το σύνολο των προσκομιζόμενων εγγράφων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όλα εν γένει τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, μηδενός εξαιρούμενου και παρά την ενδεχομένως μεμονωμένη αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αϊτών ηλικίας σήμερα 69 ετών (γεννηθείς στις 29.04.1951) από το τέλος του έτους 2010 είναι σε διάσταση με τη σύζυγό του και από τον γάμο του έχει αποκτήσει μία ενήλικη θυγατέρα, ηλικίας 26 ετών, η οποία από πολύ μικρή ηλικία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας (βλ. το από 21.01.2016 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου ____________). Ο αιτών από το έτος 2011 είναι συνταξιούχος και λαμβάνει μηνιαία σύνταξη το ποσό των 1.148,19 ευρώ. Στο παρελθόν ο απών διατηρούσε ατομική επιχείρηση με αντικείμενο το λιανικό εμπόριο εποχιακών ειδών, λόγω, όμως της γενικότερης οικονομικής κατάστασης αυτός αναγκάστηκε να κλείσει την ως άνω επιχείρηση την 14.06.2011, για τον λόγο ότι παρουσίαζε ζημίες. Από την άσκηση της επαγγελματικής αυτής δραστηριότητας, την οποία διέκοψε λόγω συρρίκνωσης των εσόδων που αυτή του απέφερε, ο απών δεν απέκτησε, όπως ισχυρίζεται η καθ’ ης, την εμπορική ιδιότητα και άρα την πτωχευτική ικανότητα, καθώς από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι το κέρδος που αποκόμιζε ήταν μικρό, αποτέλεσμα αποκλειστικά του σωματικού του κόπου και μόχθου, με αποτέλεσμα, κατόπιν τούτων, να πρέπει να χαρακτηρισθεί, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας ως μικρέμπορος και να μην ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην αποδοχή της ένδικης αίτησης, ο χρόνος περιέλευσης του αιτούντα σε παύση πληρωμών, τουλάχιστον αναφορικά με το αν το γεγονός αυτό επήλθε πριν ή μετά την παύση της ανωτέρω επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
Τα εισοδήματα του αιτούντα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών από την κατάθεση της υπό κρίση αίτησής του έχουν διαμορφωθεί ως εξής: Ειδικότερα, το εισόδημα του αιτούντα κατά το οικονομικό έτος 2003 (χρήση 2002) ανήλθε στο ποσό των 20.274,49 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2004 (χρήση 2003) στο ποσό των 25.646,19 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2005 (χρήση 2004) στο ποσό των 13.677,96 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2006 (χρήση 2005) στο ποσό των 15.555,57 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2007 (χρήση 2006) στο ποσό των 10.851,66 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2008 (χρήση 2007) στο ποσό των 5.256,24 ευρώ, κατά τα οικονομικά έτη 2009 (χρήση 2008) και 2010 (χρήση 2009) ήταν μηδενικά, κατά το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 2010) στο ποσό των 13.297,06 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011) στο ποσό των 663,55 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012) στο ποσό των 12.375,24 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013) στο ποσό των 11.057,39 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2014 στο ποσό των 10.717,47 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2015 στο ποσό των 14.165,67 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2016 στο ποσό των 15.253,95 ευρώ και κατά το φορολογικό έτος 2017 στο ποσό των 15.639,22 ευρώ, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Λαμβανομένων υπόψη όσων ανωτέρω αποδείχτηκαν και των ευλογών δαπανών διαβίωσης, όπως προσδιορίζονται στην Ε.Ο.Π. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το Δικαστήριο κρίνει δυνάμει των άρθρων 336 παρ. 4 και 744 ΚΠολΔ ότι το συνολικό ποσό που προκύπτει ως απολύτως απαραίτητο για την κάλυψη των αναγκαίων δαπανών του αιτούντα σε μηνιαία βάση (διατροφή, ένδυση, υπόδηση, λογαριασμοί παροχών κοινής ωφελείας, υπολογιζόμενοι μαζί με τους φόρους, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ.) ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 1.100 ευρώ περίπου. Για τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσού συνεκτιμάται ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο οφειλέτης, ο οποίος ζητεί να υπαχθεί στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του μόνο στις απολύτως αναγκαίες και απαραίτητες για το προβλεπόμενο από τον νόμο χρονικό διάστημα της ρύθμισης. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης ο αϊτών είχε αναλάβει από την καθ’ ης τα παρακάτω χρέη, τα οποία τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά προς τους ενέγγυους πιστωτές κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης, με εξαίρεση τα παρακάτω εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (6 παρ. 3 ν. 3869/2010). Ήτοι, ο αϊτών είχε αναλάβει από την καθ’ ης πιστώτρια: 1) καταναλωτικό δάνειο δυνάμει της αρ. 284117611801 σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 40.463,17 ευρώ (17.720,17 € για κεφάλαιο + 22.743 € για τόκους), το οποίο είναι εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης, 2) πίστωση δυνάμει της αρ. 284881429001 σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 277.526,20 ευρώ (104.810,85 € για κεφάλαιο + 170.467,35 € για τόκους + 2.248,00 € για έξοδα), το οποίο είναι εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης, 3) πιστωτική κάρτα δυνάμει της αρ. _________________ σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 2.594,32 ευρώ (1.151,18 € για κεφάλαιο + 1.443,14 € για τόκους) και 4) πιστωτική κάρτα δυνάμει της αρ. ________________ σύμβασης εκ της οποίας οφείλει το ποσό των 3.950,11 ευρώ (3.446,16 € για κεφάλαιο + 473,95 € για τόκους + 30,00 € για έξοδα), ήτοι εν συνόλω το ποσό των 324.533,80 ευρώ (127.128,36 € για κεφάλαιο + 195.127,44 € για τόκους + 2.278 € για έξοδα) μέχρι 09.02.2016, όπως προκύπτει από την αντίστοιχη βεβαίωση που προσκομίζει, την οποία χορήγησε η καθ’ ης κατόπιν αιτήσεώς του και εισφέρεται από τον ίδιο τον αιτούντα.
Από όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν προκύπτει ότι οι οφειλές του αιτούντα προέρχονται από συμβάσεις δανείων, που ο τελευταίος κατήρτισε με την καθ’ ης από το έτος 2002 και μετά, όταν ο ίδιος εργαζόταν και οι αποδοχές του ήταν υψηλότερες από τις τρέχουσες. Κατά τον χρόνο δε ανάληψης των παραπάνω οφειλών του, τα εισοδήματά του αιτούντα, επαρκούσαν για την αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων και την ταυτόχρονη κάλυψη των πάγιων βιοτικών αναγκών του. Οι δυσκολίες στην αποπληρωμή ξεκίνησαν από το έτος 2011 και μετά, όπου συνταξιοδοτήθηκε. Λόγω της ανάγκης του αιτούντα να καταφύγει σε προσωπικό δανεισμό για να καλύψει ιατρικές ανάγκες της θυγατέρας του, και κατόπιν, λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης της χώρας και της οικονομικής κρίσης με την οποία και πλήττεται, μειώθηκαν τα εισοδήματά του και στη συνέχεια, επιδεινώθηκε η ικανότητά του να εκπληρώσει τις οφειλές του και επομένως, ο αϊτών έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ως άνω ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Τα κρίσιμα δε αυτά γεγονότα που οδήγησαν τον αιτούντα σε αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών του, δεν ήταν σε θέση ο αϊτών να τα προβλέψει κατά τον χρόνο ανάληψης των δανειακών του υποχρεώσεων. Η μονιμότητα δε της αδυναμίας του οφείλεται στη συνταξιοδότησή του και κατ’ επέκταση στη μείωση των εισοδημάτων του λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης και στην προσπάθειά του να καλύψει βασικές ανάγκες της οικογένειας του και λόγω της οικονομικής κρίσης, ο αϊτών δύσκολα θα βελτιώσει τις οικονομικές του συνθήκες (το μέσο μηνιαίο εισόδημά του, τα πάσης φύσεως εισοδήματά του και τα περιουσιακά του στοιχεία). Η κρίση αυτή (περί της αδυναμίας του αιτούντα να εξοφλήσει τα χρέη του) συνάγεται από τη σχέση ρευστότητας του αιτούντα προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του, η οποία είναι αρνητική, καθώς μετά την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών (κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα) το υπόλοιπο που απομένει δεν επαρκεί, ώστε αυτός (ο αϊτών) να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή του συνόλου ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών του. Κατόπιν τούτων, αποδείχτηκε ότι ο αϊτών έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ανωτέρω περιγραφόμενων χρηματικών οφειλών του, χωρίς να βαρύνεται ο ίδιος με δόλο για την κατάσταση αυτή, και χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί ότι το περιλαμβανόμενο στην ένδικη αίτησή του, αίτημά του να ρυθμιστούν οι ανωτέρω οφειλές του κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3869/2010, ασκείται καταχρηστικά, απορριπτόμενων στο σημείο αυτό, για τους ανωτέρω λόγους, όλων των αντιθέτων ισχυρισμών της καθ’ ης η αίτηση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του αιτούντα. Η ανωτέρω δε περί γραφόμενη οικονομική κατάσταση του αιτούντα δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω της γενικότερης οικονομικής ύφεσης, της αύξησης του κόστους διαβίωσης και της επιβολής πρόσθετων φορολογικών βαρών στους πολίτες, δεδομένης και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, εξαιτίας της οποίας είναι μάλλον απίθανη η αποκατάσταση των συντάξεων στα επίπεδα που αυτές ανέρχονταν, πριν μειωθούν, όπως συνέβη στον αιτούντα.
Η καθ’ ης προβάλλει την ένσταση της δόλιας περιέλευσης του αιτούντα σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών, την οποία στηρίζει στο ότι ο αϊτών προέβη σε υπερβολικό δανεισμό, μη ανταποκρινόμενο στις οικονομικές του δυνατότητες, παρότι γνώριζε κατά τον χρόνο λήψης των δανείων ότι δε θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις και έτσι περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Και αυτό γιατί, τα προηγούμενα έτη, το ετήσιο εισόδημα του αιτούντα ήταν μεγαλύτερο από το σημερινό. Η μεταγενέστερη μείωση του εισοδήματος του, οφείλεται σε παράγοντες που δεν μπορούσε να προβλέψει και αποτρέψει, οι οποίοι συνέτειναν στην αδυναμία πληρωμών και συγκεκριμένα η εντελώς απρόβλεπτη, ακόμη και για τους πλέον ειδικούς, οικονομική κρίση. Συνεπώς, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του αιτούντα ούτε αρχικός, αλλά ούτε μεταγενέστερος δόλος, αφού το ύψος των εισοδημάτων του από την εργασία του κατά τον χρόνο ανάληψης των δανειακών του υποχρεώσεων, του επέτρεπε να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτησή τους, και συνεπώς δε βρισκόταν κατά τον χρόνο ανάληψης των χρεών του σε οικονομική αδυναμία.
Περαιτέρω, αποδείχτηκε από την προσκομιζόμενη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων για το έτος 2018 σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2019 ότι ο αϊτών είναι δικαιούχος εμπραγμάτου δικαιώματος πλήρους κυριότητας κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 236,60 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας επιφάνειας 76,40 τ.μ., έτους κατασκευής 1928, άρτιου και οικοδομήσιμου, που βρίσκεται στο ___________ ______________, στην περιφέρεια του Δήμου _______________, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του ομώνυμου Δήμου, στη θέση «______ __________» και επί της οδού ___________ αρ.____. Το εν λόγω ακίνητο περιήλθε στον αιτούντα δυνάμει της υπ’ αριθ. _______________ πράξης αγοραπωλησίας συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίας – Δήμητρας Σπ. Λουκέρη σε συνδυασμό την υπ’ αριθ. __________________ πράξης δωρεάς εν ζωή ποσοστού εξ αδιαιρέτου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Στενού – Κατσιμπάρδη και αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντα και για αυτό νομίμως υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσής του από τη ρευστοποίηση. Η αντικειμενική δε αξία του ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω ακινήτου, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων για το έτος 2018 ανέρχεται στο ποσό των 40.222,58 ευρώ. Σε ολόκληρο το ως άνω ακίνητο έχουν εγγράφει στα Βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου _____________ υπέρ της καθ’ ης ϊ) προσημείωση υποθήκης ποσού 58.500 ευρώ την 29.08.2002, ίί) προσημείωση υποθήκης ποσού 39.000 ευρώ την 25.02.2003 και ϋϊ) προσημείωση υποθήκης ποσού 32.500 ευρώ την 18.09.2003.
Επιπλέον, αποδείχτηκε από την προσκομιζόμενη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων για το έτος 2018 σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2019 ότι ο αiτών είναι δικαιούχος εμπραγμάτου δικαιώματος πλήρους κυριότητας ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 392 τ.μ., που βρίσκεται στην περιοχή «___________» στη Δημοτική Κοινότητα __________ του Δήμου ________________ και επί της οδού Συνοικισμός Υπαλλήλων ΔΕΗ αρ. 3 με ΚΑΕΚ ___________________, αντικειμενικής δε αξίας σύμφωνα με το προσκομιζόμενο φύλλο υπολογισμού 8.467,20 ευρώ.
Όπως επομένως αποδεικνύεται από το ιστορικό που προηγήθηκε, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντα οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του εν λόγω νόμου. Θα πρέπει, δηλαδή να γίνει συνδυασμός των δύο ρυθμίσεων του νόμου και συγκεκριμένα αυτής του άρθρου 8 παρ. 2 για μηνιαίες καταβολές και αυτής του άρθρου 9 παρ. 2 για σταδιακές καταβολές, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία του αιτούντα. Ειδικότερα, καθώς ο αϊτών δεν διαθέτει προς ρευστοποίηση περιουσιακά στοιχεία, καθώς το ως άνω αγροτεμάχιο, ενόψει της μικρής του αξίας, δεν κρίνεται πρόσφορο προς εκποίηση, γιατί δεν πρόκειται να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της καθ’ ης, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λπ.), για αυτό τον λόγο δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3869/2010 εκποίησή του (ΕιρΕλευσ 1/2012, ΕιρΜουδ 2/2012 Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει σε ρύθμιση του χρέους του, με τον καθορισμό μηνιαίων καταβολών προς την καθ’ ης για εξήντα (60) μήνες, που θα αρχίσουν το πρώτο πενθήμερο του πρώτου μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής και λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας του αιτούντα, της οικογενειακής του κατάστασης, του ύψους των οφειλών του, του ποσού που απαιτείται μηνιαία για την κάλυψη των πάγιων βιοτικών αναγκών του, του γεγονότος ότι δεν βαρύνεται με έξοδα στέγασης (μηνιαίο μίσθωμα), αφού κατοικεί σε ιδιόκτητο διαμέρισμα, όπως αυτό περιγράφηκε, το ποσό που κρίνεται ότι μπορεί να διαθέσει ο αϊτών για την εξόφληση των χρεών του ανέρχεται στο ύψος των 212 ευρώ το μήνα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της καθ’ ης πιστώτριάς του. Ωστόσο, από το μηνιαίο ποσό αυτό θα αφαιρεθεί ό,τι καταβλήθηκε συνολικά σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής του άρθρου 5 (ήτοι το συνολικό ποσό των 5.520 €), διαιρούμενο με το πλήθος των εξήντα (60) δόσεων του άρθρου 8 παρ. 2, ήτοι θα αφαιρεθεί το ποσό των 92 € μηνιαίως. Επομένως, ο αϊτών υποχρεούται να καταβάλλει προς την καθ’ ης για την ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεών της το μηνιαίο ποσό των ευρώ εκατόν είκοσι (120) συμμέτρως διανεμόμενο, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μηνός, για πέντε (5) χρόνια, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.
Περαιτέρω, η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 θα πρέπει να συνδυαστεί με αυτή του άρθρου 9 παρ. 2, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει, και προβάλλεται από τον ίδιο αίτημα εξαίρεσης από τη ρευστοποίηση του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία του. Για τη διάσωση, επομένως, του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου πλήρους κυριότητας του αιτούντα, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 236,60 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας επιφάνειας 76,40 τ.μ., έτους κατασκευής 1928, άρτιου και οικοδομήσιμου, που βρίσκεται στο _________ ______________, στην περιφέρεια του Δήμου ___________, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του ομώνυμου Δήμου, στη θέση «________ __________» και επί της οδού ______________ αρ. ____, ο αϊτών θα πρέπει να καταβάλει ποσό που αντιστοιχεί στο 80% της αντικειμενικής αξίας του ως άνω για την περαιτέρω ικανοποίηση των απαιτήσεων της καθ’ ης πιστώτριάς του. Η αντικειμενική αξία του ως άνω ακινήτου του αιτούντα ανέρχεται, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των 40.222,58 ευρώ, δεν υπερβαίνει δηλαδή το όριο αφορολόγητου ποσού προσαυξημένο κατά 50% όπως απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από την εκποίηση. Ως εκ τούτου, ο αϊτών θα πρέπει να καταβάλει ποσό που αντιστοιχεί στο 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του, δηλαδή το ποσό των 32.178,06 ευρώ [40.222,58 ευρώ X 80%], το οποίο θα καταβληθεί με μηνιαίες καταβολές των 134,07 ευρώ για 240 μήνες. Οι δε μηνιαίες δόσεις, καταβλητέες εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, θα αρχίσουν να καταβάλλονται εξήντα (60) μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, καθόσον κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στον αιτούντα περίοδος χάριτος, ώστε να προετοιμαστεί και να είναι συνεπής με τη ρύθμιση αυτή, παρά τα όσα ορίζουν οι διατάξεις των παρ. 2α και 2β του αρθρ. 9 του Ν. 3869/2010, όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρ. 62 4549/2018, ΦΕΚ Α’ 105/14.6.2018, και της παρ. 8 του άρθρου 68 του Ν. 4549/2018, λόγω αντίθεσής τους στις διατάξεις των άρθρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1,4 και 17 του Συντάγματος, 2 ΑΚ καθώς στις υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και στον ίδιο τον πυρήνα του Ν. 3869/2010 (ΕιρΠατρ 478/2019, Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Κατά τον παραπάνω τρόπο πληρούνται αμφότερες οι βασικές αρχές που διέπουν τις δύο ρυθμίσεις, ήτοι η αρχή της μη υπέρβασης της μέγιστης δυνατότητας αποπληρωμής της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτή της διασφάλισης ότι η πιστώτρια του αιτούντα δεν θα βρίσκονταν σε χειρότερη θέση σε σχέση με το ποσό που έχει ορισθεί να λάβει ως αντάλλαγμα για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του.
Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της __________, κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με το ποσό δε αυτό που θα καταβάλει ο αϊτών, στο πλαίσιο της παρούσας ρύθμισης, θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι αναφερθείσες απαιτήσεις της καθ’ ης, οι οποίες είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια. Μετά την εξάντληση του ποσού που ορίστηκε για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντα, ο τελευταίος απαλλάσσεται από το υπόλοιπο του χρέους του, καθώς δεν μπορεί να επιβληθεί σε αυτόν άλλη υποχρέωση.
Σύμφωνα με όλα αυτά, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία, απορριπτόμενων των περί αντιθέτου ισχυρισμών της καθ’ ης και να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντα κατά το διατακτικό. Η απαλλαγή του από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών του που περιλαμβάνονται στην εμπεριεχόμενη στην υπό κρίση αίτησή του κατάσταση, θα επέλθει κατά νόμο (άρθρο 11 του Ν. 3869/2010), μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται με την απόφαση αυτή. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν.3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Ρυθμίζει τα χρέη του αιτούντα και καθορίζει τις επί χρονικό διάστημα εξήντα (60) μηνών καταβολές του στην καθ’ ης πιστώτριά του στο ποσό των εκατόν είκοσι (120) ευρώ εκάστη, συμμέτρως διανεμόμενο προς ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων της, το οποίο θα καταβάλλεται μηνιαία και εντός του πενθημέρου έκαστου μηνός, αρχής γενομένης αττό τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μήνα.
Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία πλήρους κυριότητας του αιτούντα, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 236,60 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας επιφάνειας 76,40 τ.μ., έτους κατασκευής 1928, άρτιου και οικοδομήσιμου, που βρίσκεται στο ___________ ___________, στην περιφέρεια του Δήμου ____________, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του ομώνυμου Δήμου, στη θέση «________ __________» και επί της οδού __________ αρ. ____.
Επιβάλλει στον αιτούντα να καταβάλει για τη διάσωση της ως άνω κύριας κατοικίας του στην καθ’ ης το ποσό των 32.178,06 ευρώ, το οποίο θα καταβληθεί με μηνιαίες καταβολές των ευρώ εκατόν τριάντα τεσσάρων και επτά λεπτών (134,07 €) εκάστη για διάστημα διακοσίων σαράντα (240) μηνών, στην καθ’ ης προς ικανοποίηση προνομιακά των ως άνω αναφερθεισών απαιτήσεών της, οι οποίες είναι εξασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνει μέσα στο πρώτο πενθήμερο έκαστου μήνα και θα ξεκινήσει μετά την πάροδο εξήντα (60) μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, θα γίνει δε εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της ____________, κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ελένη Μπακογιάννη Μαρία Γιαντσίδη