fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

TO

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ 5° ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 10η Ιανουάριου 2020, με δικαστή την Αναστασία Γαρατζιώτη, Πρωτόδικη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Ιφιγένεια Γεωργακοπούλου, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την ανακοπή με αριθμό καταχώρισης ΑΚ2043/2.11.2016,

της ____________ ___________ του _____________, κατοίκου ______________, οδός ______________ αρ. ____, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Μαρίας Κανακάκη,

κατά του ____________ ______________, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Προϊστάμενο της ______________ _____________ ___________ (__.___.____.) _____________, ο οποίος παραστάθηκε με την κατατεθείσα στις 3.1.2020 κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. δήλωση της δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Αθηνάς Χριστοπούλου.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο

  1. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής _________________ ηλεκτρονικό παράβολο και την από 13.1.2020 απόδειξη πληρωμής του), η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ________________ ατομικής ειδοποίησης χρεών του Προϊσταμένου της _________. __________ ____________, με την οποία έλαβε, κατά τους ισχυρισμούς της, γνώση των ακόλουθων πράξεων του ως άνω Προϊσταμένου: 1) υπ’ αριθμ. _______________ ταμειακής βεβαίωσης οικονομικού έτους 2016, 2) υπ’ αριθμ. ______________ ταμειακής βεβαίωσης οικονομικού έτους 2012, 3) της υπ’ αριθμ.______________ ταμειακής βεβαίωσης οικονομικού έτους 2012, 4) της υπ’ αριθμ. _______________ ταμειακής βεβαίωσης οικονομικού έτους 2013, 5) της υπ’ αριθμ. ________________ ταμειακής βεβαίωσης οικονομικού έτους 2013, 6) της υπ’ αριθμ. ______________ ταμειακής βεβαίωσης οικονομικού έτους 2014 και 7) της υπ’ αριθμ ______________ ταμειακής βεβαίωσης οικονομικού έτους 2014. Οι ως άνω ταμειακές βεβαιώσεις αφορούν οφειλές από τρίμηνες αποδοχές πληρώματος, φόρο πλοίων, ασφαλιστικές εισφορές, δικαιώματα πρόσορμισης, πρυμνοδέτησης, κλπ., διοικητικό πρόστιμο και έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, της ναυτικής εταιρείας «______ ________ _____.», της οποίας η ανακόπτουσα ήταν νόμιμος εκπρόσωπος. Η κρινόμενη ανακοπή είναι εξεταστέα ως προς το παραδεκτό της άσκησής της.
  1. Επειδή, στο άρθρο 64 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Φ.Ε.Κ. Α’ 97), ορίζεται ότι: «Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος: α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, ή β) στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου» και στο άρθρο 113 παρ. 1 ότι: «Σε δίκη που εκκρεμεί ύστερα από άσκηση προσφυγής … μπορεί να παρέμβει τρίτος, προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη». Περαιτέρω, στο άρθρο 217 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) …», στο άρθρο 219 παρ. 1, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3659/2008 (Φ.Ε.Κ. Α’ 77), ότι: «Προς άσκηση ανακοπής νομιμοποιείται εκείνος που έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον ή στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου», στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. … 3. … 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. …», ενώ στο άρθρο 35 ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων». Εξάλλου, στο άρθρο 4 του ν.δ. 356/1974 «Περί Κωδικός Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Φ.Ε.Κ. Α’ 90), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται επί πειθαρχική αυτού ευθύνη να αποστείλη προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν, δυνάμενος και να κοινοποιήση ταύτην, περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις. … 2. … 3. Η παράλειψις αποστολής της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων». Εξάλλου, τοπ.δ. 16/1989 (Φ.Ε.Κ. Α’6) ορίζει στο άρθρο 67 ότι: «1. Οι εκδότες ή άλλοι υπάλληλοι της Δ.Ο.Υ. εκδίδουν με βάση τους τίτλους είσπραξης ατομικές ειδοποιήσεις για τους οφειλέτες, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α’) για την καταβολή της οφειλής τους. … 2. … 4. Ειδικές ειδοποιήσεις εκδίδονται πριν την έκδοση παραγγελίας κατάσχεσης ή προγράμματος πλειστηριασμού. Οι ειδοποιήσεις αυτές καταχωρίζονται σε ξεχωριστά βιβλία “ατομικών ειδοποιήσεων προ κατάσχεσης” και “ατομικών ειδοποιήσεων προ πλειστηριασμού”. 5. …».
  1. Επειδή, ο ν. 27/1975 «Περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (Φ.Ε.Κ. Α 77) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Επιβάλλεται κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου φόρος και εισφορά επί των υπό ελληνικήν σημαίαν πλοίων. 2. …», στο άρθρο 4 ότι: «1. Ο φόρος και η εισφορά βαρύνει: Τους πλοιοκτήτας ή πλοιοκτητρίας εταιρείας, τους εγγεγραμμένους εις το οικείον νηολόγιον κατά την πρώτην ημέραν εκάστου ημερολογιακού έτους, ανεξαρτήτως της κατοικίας ή της διαμονής ή της έδρας αυτών εν τη ημεδαπή ή εν τη αλλοδαπή. Αλληλεγγύως υπόχρεως προς καταβολήν του φόρου και της εισφοράς είναι και πας κατ’ εντολήν του πλοιοκτήτου ή οιασδήποτε Αρχής ή εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας διαχειριζόμενος το πλοίον και εισπράττων τους ναύλους ως και ο αντίκλητος αυτού ο αποδεχθείς εγγράφως τον διορισμόν του. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 959/1979 «Περί Ναυτικής Εταιρείας» (Φ.Ε.Κ. Α’ 192) ορίζεται ότι: «1. Ναυτική Εταιρεία είναι η εταιρεία που συνιστάται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κυριότητα ελληνικών εμπορικών πλοίων, την εκμετάλλευση ή διαχείριση ελληνικών ή ξένης σημαίας εμπορικών πλοίων, καθώς και την απόκτηση μετοχών άλλων ναυτικών εταιρειών», στο άρθρο 48 παρ. 1 ότι: «1. Συνιστάται Υπηρεσία Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών, υπαγομένη εις το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας», στο άρθρο 49 ότι: «Η τήρησις του μητρώου τελεί υπό την εποπτείαν του Προϊσταμένου του Πρωτοδικείου Πειραιώς», στο άρθρο 50 παρ. 1 ότι: «Εις το κατά το προηγούμενον άρθρον μητρώον καταχωρίζονται πάσαι αι ναυτικαί εταιρείαι του παρόντος νόμου», στο άρθρο 52 ότι: «1…. 2. Εις τον φάκελον της εταιρείας τηρούνται η εταιρική σύμβασις, ως και άπαντα τα έγγραφα τα υποβαλλόμενα προς αναγραφήν εις την μερίδα της εταιρείας. 3. Εις την μερίδα της εταιρείας αναγράφονται, αμέσως μετά την καταχώρισίν της, … τα ονοματεπώνυμα και αι διευθύνσεις της κατοικίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, τα ονοματεπώνυμα και αι διευθύνσεις των προσώπων τα οποία από κοινού ή κεχωρισμένως εκπροσωπούν την εταιρείαν δικαστικώς και εξωδίκως και δεσμεύουν ταύτην έναντι τρίτων…» και στο άρθρο 54 ότι: «1. Η ναυτική εταιρεία δεν δύναται να αντιτάξη εις τρίτους πράξεις ή γεγονότα μη αναγραφόμενα εις την μερίδα της, εκτός εάν αποδεικνύη ότι ο τρίτος ετέλει εν γνώσει τούτων. 2    3. ..».
  1. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, για τις οφειλές ναυτικής εταιρείας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ή τρίτων, ευθύνονται οι εκπρόσωποί της, όπως αυτοί προκύπτουν από τις καταχωρίσεις στη μερίδα της στο μητρώο ναυτικών εταιρειών, οι οποίες αποτελούν πλήρη περί τούτου απόδειξη. Ευθύνονται, επομένως, και μάλιστα, επί περισσοτέρων, από κοινού και εις ολόκληρον ο καθένας, ο ή οι ορισθέντες ως εκπρόσωποι της ναυτικής εταιρείας στην ίδια την εταιρική σύμβαση ή τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου ή εκείνοι στους οποίους το διοικητικό συμβούλιο ανέθεσε την άσκηση των εξουσιών του (ΣτΕ 750/2007, 2938/2004). Στην περίπτωση, όμως, αυτή, δεν δημιουργείται ίδια υποχρέωση των προσώπων που είχαν την ιδιότητα του εκπροσώπου της ναυτικής εταιρείας για καταβολή του οφειλομένου από την εταιρεία ποσού, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος της εταιρείας ποσού, η ευθύνη, δε, αυτή ανάγεται στο στάδιο της εισπράξεώς του. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής υποχρέωσης και δεν νομιμοποιούνται να προσφύγουν κατά της πράξης με την οποία επιβάλλεται το οφειλόμενο από την εταιρεία ποσό, ενώ για την ενεργοποίηση της ευθύνης των προσώπων αυτών δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης του ως άνω επιβαλλόμενου ποσού, με κοινοποίηση, προς τα πρόσωπα αυτά, της οικείας καταλογιστικής πράξης, ούτε, περαιτέρω, η επ’ ονόματί τους ταμειακή βεβαίωση του εν λόγω ποσού, αλλά επιτρέπεται, καταρχάς, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη αυτού από τα ως άνω πρόσωπα βάσει της ταμειακής βεβαίωσης που έχει εκδοθεί στο όνομα της εταιρείας. Κατά τη σύμφωνη, δε, με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ερμηνεία των άρθρων 217 παρ. 1 και 219 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, τα πρόσωπα που συνευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο δύνανται να ασκήσουν ανακοπή κατά της εκδοθείσας σε βάρος της εταιρείας ταμειακής βεβαίωσης και να προβάλουν λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του Δημοσίου, εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της εταιρείας κατά της καταλογιστικής πράξης, έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης (πρβλ. ΣτΕ 2267/2016 7μ., 4357/2014, 844/2012 κ.α.). Τα πρόσωπα αυτά αποκτούν, κατά τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνον από και με την έκδοση και κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους και τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας την ανακοπή της παρ. 1 του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατά της ταμειακής βεβαίωσης, είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους. Επομένως, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στην παρ.1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου, με την οποία ορίζεται ότι η παράλειψη αποστολής της ατομικής ειδοποίησης δεν ασκεί καμία επίδραση στο κύρος των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται κατά του οφειλέτη, δεν έχει, οπωσδήποτε, εφαρμογή επίαναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τρίτων, ευθυνομένων προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, εφόσον τυχόν εφαρμογή της θα απέληγε είτε στην λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, χωρίς προηγουμένως να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους, είτε στην απώλεια σταδίου δικονομικής προστασίας τους (πρβλ. ΣτΕ 2267/2016 7μ., 2275/2017, 1477/2014 κ.α.). Περαιτέρω, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω, σκοπός της ατομικής ειδοποίησης είναι η γνωστοποίηση στα παραπάνω πρόσωπα του χρέους τους, ούτως ώστε αυτά να μπορέσουν να αμυνθούν αποτελεσματικά, με την άσκηση ανακοπής, πριν τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων τους, απαιτείται να αναφέρονται σε αυτήν (την ατομική ειδοποίηση) τα προσδιοριστικά στοιχεία του χρέους, όπως το οικονομικό έτος, στο οποίο ανάγεται η οφειλή, και η αιτία αυτού, δηλαδή εάν αυτό αποτελεί ατομική οφειλή των παραπάνω προσώπων ή οφειλή βεβαιωθέντος φόρου νομικού προσώπου, για την οποία τα πρόσωπα αυτά έχουν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, πρόσθετη ευθύνη για την πληρωμή του (πρβλ. ΣτΕ 1864/2018, 2275/2017). Ακολούθως, τα ανωτέρω πρόσωπα νομιμοποιούνται ενεργητικώς, να ασκήσουν ανακοπή κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης που έχει εκδοθεί στο όνομα της εταιρείας, εφόσον τους κοινοποιηθεί νομίμως ατομική ειδοποίηση του άρθρου 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., με την οποία αποκτούν κατά τα ανωτέρω την ιδιότητα του «οφειλέτη».
  1. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε βάρος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «___ ___________ _____.» βεβαιώθηκαν, μεταξύ άλλων α) με την υπ’ αριθμ. _____________ (αρ.χρ.καταλόγου _______________) ταμειακή βεβαίωση οικονομικού έτους 2012, το ποσό των 1.794,36 ευρώ, προερχόμενο από φόρο πλοίων των ετών 2009 έως 2011 β) με την υπ’ αριθμ. ______________ (αρ.χρ.καταλόγου _______________) ταμειακή βεβαίωση οικονομικού έτους 2013, το ποσό των 844,00 ευρώ, προερχόμενο από φόρο πλοίων του έτους 2012, γ) με την υπ’ αριθμ. ______________ (αρ.χρ.καταλόγου _____________) ταμειακή βεβαίωση οικονομικού έτους 2014, το ποσό των 647,19 ευρώ, προερχόμενο από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και δ) με την υπ’ αριθμ. _______________ ταμειακή βεβαίωση οικονομικού έτους 2015 (αρ. χρ. καταλόγου ________________), το ποσό των 200 ευρώ που αφορά χρηματικό πρόστιμο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά για μη πρόσληψη και τοποθέτηση φύλακα στο Δ/Ξ «_____________». Για τις ως άνω ταμειακές βεβαιώσεις ενημερώθηκε η εταιρεία με τις α) _________________, β) ______________, γ) _________________ και δ) ________________, αντιστοίχως, ατομικές ειδοποιήσεις του Προϊσταμένου της ______. ___________. Όπως, δε, προβάλλει η ανακόπτουσα, και επιβεβαιώνει το καθ’ ου, με το νομίμως κατατεθέν στις 13.1.2020 υπόμνημά του, για τις ως άνω τέσσερις (4) ταμειακές βεβαιώσεις δεν έχουν συνταχθεί και κοινοποιηθεί στην ανακόπτουσα ατομικές ειδοποιήσεις, με τις οποίες να καλείται η ίδια, ως νόμιμη εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας να καταβάλει τις συναφείς οφειλές.
  1. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τέταρτη σκέψη της παρούσας και λαμβάνοντας υπόψη ότι α) οι ως άνω οφειλές βεβαιώθηκαν ταμειακώς σε βάρος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «_____ ____________ _____.» και β) ότι για τις οφειλές αυτές δεν έχουν νομίμως κοινοποιηθεί στην ανακόπτουσα ατομικές ειδοποιήσεις, με τις οποίες να καλείται η ίδια, υπό την ιδιότητά της ως νόμιμης εκπροσώπου να τις εξοφλήσει, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ανακόπτουσα δεν κατέστη οφειλέτρια του Δημοσίου ως προς τις οφειλές που βεβαιώθηκαν με τις υπ’ αριθμ. ______________, ______________, _______________ και ______________, ταμειακές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της ______ ____________, και, επομένως, δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς, κατ’ άρθρο 219 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., να ασκήσει ανακοπή κατά αυτών. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη ανακοπή ασκείται άνευ ενεστώτος εννόμου συμφέροντος (ΔΕφΑΘ 1069/2019) ως προς τις προαναφερόμενες ταμειακές βεβαιώσεις, και πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτών, ως απαράδεκτη, κατά τα εν μέρει βασίμως προβαλλόμενα από το καθ’ ου.
  2. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 216 του ως άνω Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι στις ρυθμίσεις αυτού περί της ανακοπής κατά πράξεων διοικητικής εκτέλεσης υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων, σύμφωνα με το ν.δ/γμα 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.). Εξάλλου, στο άρθρο 28 παρ. 7 του ν. 2579/1998 (Φ.Ε.Κ. Α’ 31), που έχει διατηρηθεί σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρο 285 παρ.2 εδ. ζ’) ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ ΑΊ90), επιμελούνται για την είσπραξη εσόδων άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικο το Δημόσιο, αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο». Εξάλλου, σχετικά με την είσπραξη των εσόδων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το άρθρο 106 παρ. 4 του ν. 2362/1995 ορίζει ότι: «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, μπορεί να ανατεθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες… και η είσπραξη εσόδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου και τρίτων…». Κατ’ εξουσιοδότηση δε της εν λόγω διάταξης εκδόθηκε η Υ.Α ______________ «Είσπραξη εσόδων Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου» (Φ.Ε.Κ. Β’252), το άρθρο μόνο της οποίας ορίζει ότι: «1. Αναθέτουμε στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες την είσπραξη εσόδων του NAT, ΚΑΑΝ. 2…». Ομοίως, σύμφωνα με την ___________________ (Φ.Ε.Κ. Β’ 112) απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, η είσπραξη εσόδων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς ανατέθηκε στις Δ.Ο.Υ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σε δίκη ανακοπής κατά πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, την οποία επιμελείται, σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε, η Δ.Ο.Υ. υπέρ, όμως, νομικού προσώπου, όπως εν προκειμένω του Ν.Α.Τ, ή της Ο.Λ.Π. Α.Ε., διάδικος είναι το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου λαμβάνει χώρα η διοικητική εκτέλεση και όχι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο δεν νομιμοποιείται στη σχετική δίκη ως διάδικος (πρβλ. ΣτΕ 3523/2015 – 3525/2015, βλ. ΔΕφΠει 2438/2017, 1524/2016, ΕΣ 1903/2010, 1699/2007). Ωστόσο, ο μη ορθός προσδιορισμός στο δικόγραφο της ανακοπής της αρχής ή του ν.π.δ.δ., που νομιμοποιείται παθητικώς, δεν συνεπάγεται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την ακυρότητα αυτού, ενώ η παράλειψη ή η μη νόμιμη ενέργεια σε αυτό των κοινοποιήσεων δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της ανακοπής, αλλά συνεπάγεται μόνο την αναβολή της συζήτησης, εφόσον δεν παραστεί κατ’ αυτή εκπρόσωπος της αρχής αυτής ή του ν.π.δ.δ. ή παραστεί μεν, αλλά προβάλλει σχετική αντίρρηση (πρβλ. ΣτΕ 3523/2015, 3514/2011, βλ. ΔΕφΠειρ 2438/2017, 1524/2016).
  1. Επειδή, άλλωστε, ο ανωτέρω Κ.Δ.Δ. ορίζει στο άρθρο 128 ότι: «1. Αντίγραφο του δικογράφου που κατατέθηκε, με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης του, επιδίδεται, με τη φροντίδα της γραμματείας, στους καθ’ ων τούτο στρέφεται … 2. Η γραμματεία φροντίζει, επίσης, ώστε να επιδοθούν κλήσεις προς τους διαδίκους για να παρασταθούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο… Η κλήση αυτή επιδίδεται εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. 3. … 4. Εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι προθεσμίες των προηγούμενων παραγράφων μπορούν, με πράξη του προέδρου του συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, να συντέμνονται, σε κάθε περίπτωση όμως δεν μπορούν να είναι μικρότερες των δεκαπέντε ημερών», στο άρθρο 135 ότι: «1. Κατά την προεκφώνηση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως αν έχουν κλητευθεί νόμιμα οι διάδικοι που δεν παρίστανται. Αν η Κλήτευση είναι νόμιμη, η μη παράστασή τους δεν παρακωλύει την πρόοδο της διαδικασίας. 2. Η συζήτηση αναβάλλεται υποχρεωτικώς: α) αν κάποιος από τους διαδίκους που δεν παρίστανται δεν έχει κλητευτεί νόμιμα, ή β)…» και στο άρθρο 62 ότι: «1. Το δικαστήριο απαγγέλει την ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων οι οποίες διενεργήθηκαν, από το ίδιο ή από διάδικο, κατά παράβαση των διατάξεων που τις ρυθμίζουν. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ακυρότητα απαγγέλλεται από το δικαστήριο: α) αυτεπαγγέλτως, αν τούτο προβλέπεται ρητώς από το νόμο, ή αν η διαδικαστική πράξη προέρχεται από αναρμόδιο όργανο, ή αν αυτή έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου και διαδικασίας, β) …».
  2. Επειδή, τέλος, με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 (Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις, Φ.Ε.Κ. Α’ 85) ορίζεται: ότι «1. Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης”, αποκαλούμενο εφεξής Έ.Φ.Κ.Α.”, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει την έδρα του στην Αθήνα. Από 1.1.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ. και ο Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών. Το Ν.Α.Τ. και … εξακολουθούν, και μετά την κατά τα ως άνω ένταξή τους, να διατηρούν αυτοτελή νομική προσωπικότητα για την άσκηση των μη ασφαλιστικών τους αρμοδιοτήτων. … 2. Σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν χορήγηση: α. μηνιαίας κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους ασφαλισμένους ή/και στα μέλη της οικογένειας τους, β. …» με το άρθρο 53 δε του ιδίου νομοθετήματος προβλέφθηκε ότι: «1. Ο Ε.Φ.Κ.Α. αποτελείται από ένα (1) κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, στον οποίο εντάσσονται, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στο άρθρο 51 του παρόντος, οι παρακάτω φορείς, με τους κλάδους, τομείς και λογαριασμούς τους, πλην των αναφερομένων στο κεφάλαιο ΣΤ’, ως εξής: Α. … ΣΤ. Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.), συμπεριλαμβανομένου του Κεφαλαίου Δυτών και του Κεφαλαίου Ανεργίας – Ασθένειας Ναυτικών (ΚΑΑΝ). 2…. 3. Στον ως άνω κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών περιέρχονται και οι αρμοδιότητες των φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών πρόνοιας που δεν εντάσσονται σε αυτόν και αφορούν σε παροχές σε χρήμα. …». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το Ν.Α.Τ. εντάχθηκε στον Ε.Φ.Κ.Α. ως προς τις σχετικές με την είσπραξη εισφορών αρμοδιότητες, ο τελευταίος δε φορέας έχει καταστεί οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Α.Τ. ως προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών.
  3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με τις υπ’ αριθμ. ______________ και και υπ’ αριθμ. _______________ ταμειακές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της _______ _____________ βεβαιώθηκε σε βάρος της εταιρείας «__________________.» αφενός το ποσό των 14.900,10 ευρώ, που αφορά οφειλές της προς το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ), από τρίμηνες αποδοχές του πληρώματος του πλοίου «___________», χρονικού διαστήματος από 23.12.2011 έως 22.3.2012, αφετέρου το ποσό των 108.828,33 ευρώ που αφορά οφειλές της από φύλλα εκκαθάρισης εισφορών χρονικής περιόδου ______________________ και _________________ προς το ίδιο Ταμείο. Εξάλλου, με την υπ’ αριθμ. ____________ ταμειακή βεβαίωση, βεβαιώθηκε σε βάρος της ως άνω εταιρείας το ποσό των 20.709,23 ευρώ, που αφορά οφειλές της προς την «________ _____.» από δικαιώματα προσόρμισης, πρυμνοδέτησης, παροχής ευκολιών υποδοχής αποβλήτων κλπ, επί του ως άνω πλοίου, αντίστοιχα. Στη συνέχεια εκδόθηκαν α) η υπ’ αριθμ. ________________ ατομική ειδοποίηση χρεών του Προϊσταμένου της _____ __________, β) η υπ’ αριθμ. ______________ ατομική ειδοποίηση χρεών και γ) η υπ’ αριθμ. __________________ ατομική ειδοποίηση χρεών του Προϊσταμένου της ______ ____________, αντιστοίχως, με τις οποίες κλήθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει τα χρέη αυτά. Ήδη, με την κρινόμενη ανακοπή, η οποία στρέφεται μόνο κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Προϊστάμενο της _________. _____________, η ανακόπτουσα επιδιώκει την ακύρωση των ως άνω τριών ταμειακών βεβαιώσεων, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτή.
  4. Επειδή, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, και ανεξαρτήτως του ότι το δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής δεν στρέφεται ρητά και κατά του Ε.Φ.Κ.Α., (οιονεί καθολικού διαδόχου του Ν.Α.Τ. ως προς την αρμοδιότητα είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών) και της _______ ____., στην παρούσα δίκη νομιμοποιείται παθητικά αφενός ο Ε.Φ.Κ.Α., στον οποίο ανήκουν, πλέον, οι οφειλές ύψους α) 14.900,10 ευρώ και β) 108.828,39 ευρώ της ανακόπτουσας, αφετέρου η ________. _____., στην οποία ανήκει πλέον η οφειλή ύψους 20.709,23 ευρώ, των οποίων την είσπραξη επιμελήθηκε ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Πλοίων, σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο.
  5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, τα κατά τα ανωτέρω κριθέντα ως καθ’ ων η ανακοπή νομικά πρόσωπα με την επωνυμία «____________ __________ ____________ ______________» και «______________ ________ ______________ _____.», στα οποία δεν έχει επιδοθεί ούτε το δικόγραφο της ανακοπής, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής, όπως, δε, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, δεν κλητεύθηκαν καθόλου για να παραστούν κατ’ αυτήν. Επομένως, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η συζήτηση της υπόθεσης αυτής, στη δικάσιμο της 10ης.01.2020, έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, κρίνει ότι η συζήτηση της υπόθεσης ως διαδικαστική πράξη είναι άκυρη και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί και να διαταχτεί η επανάληψή της σε νέα δικάσιμο, προκειμένου να κλητευθούν και τα ως άνω νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, της παρούσας απόφασης επέχουσας θέσης κλήτευσης των διαδίκων.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την ανακοπή κατά το μέρος που στρέφεται κατά των υπ’ αριθμ. ________________, ________________, ______________ και ______________, ταμειακών βεβαιώσεων του Προϊσταμένου της ________ ___________.

Απορρίπτει την ανακοπή κατά τα λοιπά, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του  ___________ _______________.

Κηρύσσει άκυρη τη συζήτηση της κρινόμενης ανακοπής, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των υπ’ αριθμ. _________________, _______________ και _______________ ταμειακών βεβαιώσεων του Προϊσταμένου της ______ ___________.

Ορίζει νέα δικάσιμο για τη συζήτηση της κρινόμενης ανακοπής την 6111.2020, ημέρα Παρασκευή και ώρα 12.30 μ.μ. ενώπιον του 5ου Τμήματος του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την επίδοση του δικογράφου της ανακοπής στους: Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, Ν.Α.Τ., και στην ανακόπτουσα, προκειμένου να παρασταθούν κατά τη συζήτηση τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν τη δικάσιμο, θέση δε κλητεύσεως των διαδίκων επέχει η επίδοση της παρούσας απόφασης.

Διατάσσει την εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της πιο πάνω δικασίμου του 5ου Τμήματος του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 30 Ιουνίου 2020, με τη συμμετοχή της Γραμματέα Αικατερίνης Περλίδου, δικαστικής υπάλληλου, λόγω μετακίνησης της Γραμματέως Έδρας σε άλλο Τμήμα του Δικαστηρίου.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία