Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 900 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντία Αθ. Κιούση, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Μαρία Βασδέκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ στο ακροατήριό του στις 1 Απριλίου του έτους 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: _________________ ________________ του _____________, κατοίκου ________ ___________ ______________ (οδός _______ ___________ – αδιέξοδο αρ. ___) με ΑΦΜ _______________, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Εμμανουήλ Βαρβουτσή του Δημητρίου, κατοίκου Αθήνας(οδός Ναβαρίνου αρ. 18-20), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: _____________ _________________ (ον.) ____________ ____________ (επ.) του ______________, κατοίκου ____________ ____________ (_______________ _______________ αρ. __________) με ΑΦΜ ________________, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρήστου Οικονομάκη του Γεωργίου (ΔΣΠειραιά), κατοίκου Πειραιά (Λεωφ. Ηρώων Πολυτεχνείου αρ.42-44), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
0 ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 06-02-2017 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ________________ και αριθμό κατάθεσης δικογράφου _______________, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο στις 02-06-2017, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης αυτής και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 200, 288, 349, 351, 648, 652 παρ.1, 653 και 656 ΑΚ, 1, 3 και 7 του Ν.2112/1920 και 5 παρ.3 του Ν.3198/1955 συνάγεται ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή με κατάχρηση δικαιώματος, μεταβάλει μονομερώς τους όρους της σύμβασης, με συνέπεια να επέρχεται, άμεσα ή έμμεσα, υλική ή ηθική ζημία στο μισθωτό. Η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη δεν επιφέρει καθ’ εαυτήν τη λύση της. Εάν, όμως, η μεταβολή [ή οι περιστάσεις, υπό τις οποίες αυτή συντελέσθηκε] δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε, κατ’ αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργαζομένου για παροχή εργασίας μέσα σε πλαίσιο αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητά του, με συνέπεια η εξακολούθηση της σύμβασης να καθίσταται αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής, ο εργαζόμενος, μπορεί να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία, να αποχωρήσει από την εργασία και να απαιτήσει την πληρωμή της κατά το άρθρο 3 του Ν.2112/1920 αποζημίωσης [ΑΠ 1136/2017].
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ιστορεί ότι στις 20-10-2008 δυνάμει συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από τον εναγόμενο στην ατομική του επιχείρηση, κατάστημα τηλεφωνίας προκειμένου να εργαστεί ως πωλητής με εξαήμερη απασχόληση και με μικτές μηνιαίες αποδοχές 933,95 Ευρώ και καθαρές μηνιαίες αποδοχές 784,52 Ευρώ, με ωράριο εργασίας όπως ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή του. Ότι αν και παρείχε προσηκόντως τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση του εναγομένου, ο τελευταίος, ήδη από τον μήνα Ιούλιο του 2013, του κατέβαλε έναντι του μισθού του το ποσό των 600,00 Ευρώ μηνιαίως, πλην των μηνών Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2015, οπότε και του κατέβαλε 100,00 ευρώ επιπλέον για καθέναν από αυτούς. Ότι, καθ’όλο το χρονικό διάστημα του κατέβαλε τα δώρα και επιδόματα υπολογισμένα στο ποσό των 600 Ευρώ και όχι στο ποσό των 784,52 ως όφειλε. Ότι από την άδεια αναψυχής που δικαιούταν του χορηγούσε μόνο επτά ημέρες ετησίως, ότι ενώ θα έπρεπε να έχει μία ημέρα την εβδομάδα ρεπό (κάθε Πέμπτη) στην πραγματικότητα έπαιρνε ρεπό μόνο 3 Σάββατα απόγευμα το μήνα με συνέπεια να εργάζεται 5,5 ώρες υπερεργασία κάθε μήνα και τις Κυριακές που τα καταστήματα ήταν ανοικτά εργαζόταν χωρίς να αμείβεται, παρά τις διαμαρτυρίες και τις οχλήσεις του. Ότι στις 28-05-2016 ο εναγόμενος του ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να κλείσει το κατάστημα που διατηρούσε στην Νέα Μάκρη, όπου εργαζόταν και να το μεταφέρει στην Παιανία Αττικής. Ότι αντέδρασε στην απόφαση αυτή του εργοδότη του διότι είναι κάτοικος __________ _____________ και για την μετάβασή του στο νέο κατάστημα θα έπρεπε να διανύει 50 χιλιόμετρα ημερησίως. Ότι ο εναγόμενος, προκειμένου να δεχθεί (ο ενάγων) την βλαπτική αυτή μεταβολή στους όρους εργασίας του, του υποσχέθηκε ότι θα του κατέβαλε την επιβάρυνση που θα συνεπάγετο η μετακίνησή του. Ότι αν και παρείχε (ο ενάγων) την εργασία του στο νέο κατάστημα στην ____________ _______________, ο εναγόμενος ουδέποτε τήρησε αυτή την προϋπόθεση. Ότι στις 09-08-2016 ο εναγόμενος καταφέρθηκε εναντίον του ενάγοντος με προσβλητικούς και μειωτικούς για την προσωπικότητά του χαρακτηρισμούς, όπως ειδικότερα εκθέτει στην αγωγή. Ότι έκτοτε δεν είχαν άλλη επικοινωνία και την 04-10-2016 κοινοποίησε στον εναγόμενο εξώδικο δήλωση – διαμαρτυρία, με την οποία διαμαρτυρόταν για την παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά του, ότι ο εξαναγκασμός του να παρέχει τις υπηρεσίες του στην Παιανία Αττικής αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και του δήλωσε ότι θεωρεί τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία από μέρους του της μεταξύ τους από 20-10-2008 συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και αποχωρώντας από την εργασία, του ζητούσε να του καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του καθώς και την νόμιμη αποζημίωση απολύσεώς του. Ότι προσέφυγε σε σχετική καταγγελία ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, αλλά ο εναγόμενος δεν εμφανίστηκε κατά τη διενέργεια της εργατικής διαφοράς. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς του εναγομένου με την επιβολή της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του και της επίδειξης προσβλητικής και απαξιωτικής συμπεριφοράς κατά την άσκηση των καθηκόντων του, υπέστη ηθική βλάβη την αποκατάσταση της οποίας οφείλει ο εναγόμενος. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί, επικαλούμενος την έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του (ΑΚ 648 επ.), άλλως τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (ΑΚ 904 επ.), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 25.259,53 ευρώ, που αφορά τις διαφορές των τακτικών του αποδοχών, των Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, του επιδόματος αδείας, την αμοιβή του για την εργασία του τις Κυριακές, την αμοιβή του για την υπερεργασιακή του απασχόληση, τις ημέρες άδειας που δεν του χορηγήθηκαν, και όλα τα ανωτέρω κονδύλια αφορούν το χρονικό διάστημα από Ιούλιο 2013 έως και την 09-08-2016, την αποζημίωση απόλυσης λόγω της ατάκτου καταγγελίας εκ μέρους του εναγομένου της συμβάσεως εργασίας του και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όλα δε τα επιμέρους κονδύλια με το νόμιμο τόκο επιδικίας, άλλως υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας που έκαστο ποσό κατέστη απαιτητό άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, πλην του κονδυλίου για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης το οποίο ζητεί εντόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, αρμοδίως εισάγεται, καθ’ ύλην και κατά τόπον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 10, 16 παρ. 2, 74, 37 αρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, λόγω του χρόνου κατάθεσης της υπό κρίσης αγωγής, ήτοι στις 06-02-2017), και είναι επαρκώς ορισμένη (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ), απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, καθώς και σε αυτές των άρθρων 57, 59, 340, 341, 345, 346, 361, 648 επ., 649, 652, 653, 655, 656, 669, 914 και 932 του ΑΚ (για τις δεδουλευμένες αποδοχές και την ηθική βλάβη), άρθ. 4 του Π.Δ. 178/2002, άρθ. 1 και 3 του ν.2112/1920 σε συνδυασμό με αρ. 2 και 5 του ν.3198/1955, 74 παρ.2 ν.3863/2010, άρθ.1 παρ. ΙΑ.12 περ.2 ν.4093/2012 (αποζημίωση για υπαλλήλους), άρθ. 74 παρ. 10 ν.3863/2010 και άρθ.1 του Ν.3385/2005 (για την υπερεργασία), των 8.900/1946 και 18.310/1946 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκαν με την 25.825/1951 όμοια απόφαση, 2 του Ν.435/1976, 10 παρ.1 του β.δ.748/1966 (για τις Κυριακές και τις αργίες), 1 παρ.1 και 2 του Ν.1082/1980 και 1 παρ.1 & 2,/2, 3 παΜ. και 6της 19.040/1981 Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας (για τα δώρα εορτών], 2 παρ.1, 5 παρ.5 του Α.Ν.539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν.1346/1983, και 3 παρ.16 Ν.4504/1966 (για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας] και των άρθρων 340, 341,345, 346 του ΑΚ, 176 αρ. 1,191 αρ. 2,907,908 και 910 εδ. δ’ ΚΠολΔ (ως προς τα παρεπόμενα αιτήματα). Ωστόσο, απορριπτέα ως μη νόμιμη είναι η αγωγή ως προς την επικουρική της βάση, η οποία στηρίζεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα (904 επ.), διότι η εν λόγω βάση, η οποία είναι επιβοηθητικής φύσεως [πάγια νομολογία, βλ ΑΠ 1647/2002 ΕΕργΔ 62(2003).747, ΑΠ 1440/2000 ΕλΔ 42(2001).780, ΕφΑΘ 1769/2007 ΔΕΝ 64(2008).358], δύναται να ασκηθεί μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία [παγ. νομ., βλ. ΟλΑΠ 2/1987 ΝοΒ 36(1988).69, ΑΠ 914/1998 ΕλΔ 40(1999).315, ΑΠ 531/1994 ΕλΔ 37(1996).81, ΑΠ 1369/93 ΕλΔ 36(1995).304], στοιχεία που δεν επικαλείται ο ενάγων στο αγωγικό δικόγραφο, ούτε όμως πρόκειται από τα εκτιθέμενα στην αγωγή για αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγομένου, που να αποκτήθηκε δηλαδή από τον τελευταίο από αιτία μη νόμιμη, ήτοι υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ μορφές ελλείψεως της νομιμότητας της αιτίας [βλ ενδεικτικά ΑΠ 439/1989 ΕλΔ 31(1990).1256]. Επίσης, ο ενάγων δεν εκθέτει καν στην αγωγή του τις προϋποθέσεις του πλουτισμού, τον οποίο απέκτησε αδικαιολόγητα ο εναγόμενος, από την παροχή των υπηρεσιών του και για την περίπτωση εκείνη που ήθελε κριθεί ότι ο εναγόμενος θα προέβαινε πράγματι στην υποχρεωτική πρόσληψη άλλου προσωπικού στη θέση του ενάγοντος, την οποία (πρόσληψη) να κατέστησε περιττή η προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος, με αποτέλεσμα την αποφυγή της σχετικής δαπάνης από τον εναγόμενο και τον εντεύθεν αδικαιολόγητο πλουτισμό του [πρβλ σχετ. ΑΠ 1127/2003 ΕλΔ 46(2005).165, ΑΠ 1068/2002 ΕλΔ 45 (2004).145], ώστε το Δικαστήριο να προβεί στη νομική και ουσιαστική έρευνα της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος, βάσει των διατάξεων των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί, η κρινόμενη αγωγή ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι ο ενάγων, για το αιτούμενο με την αγωγή συνολικό καταψηφιστικό ποσό, που υπερβαίνει τις 20.000,00 ευρώ [βλ σχετ. άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως ισχύει σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 και 72 παρ. 2 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ A 165/25-7- 2011)], έχει καταβάλει το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα υπέρ τρίτων ποσοστά (βλ το με αρ. 268262140959 0603 0025 e – Παράβολο). Σημειώνεται, εξάλλου, ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε παραδεκτώς εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 § 2 του ν. 3198/1955, η οποία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και δη κατά το κεφάλαιό της (αγωγής), που αφορά στην καταβολή από τον εναγόμενο της οφειλόμενης στον ενάγοντα αποζημίωσης απολύσεώς του, δεδομένου ότι, με επικαλούμενο από τον ενάγοντα ως χρόνο καταγγελίας της εργασιακής σχέσεώς του την 04-10-2016, η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στον εναγόμενο (με την οποία ολοκληρώθηκε, κατ’ άρθρον 215 αρ. 1 ΚΠολΔ, η άσκησή της) έλαβε χώρα στις 06-02-2017, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’ αρ. ____________________ έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείου Αθηνών Δημητρίου Αθανασακόπουλου.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, ήτοι των _________________ ______________ του _______________ και ___________ __________________ του _________________, αντίστοιχα, οι οποίες περιέχονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου αυτού, εκτιμώμενες χωριστά και σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας εκάστου εξ αυτών (σημειωτέον ότι αν και δηλώθηκε η εξέταση μάρτυρα για αντίκρουση από τον εναγόμενες, δεν προσκομίστηκε κάποια ένορκη βεβαίωση μέσα στην προθεσμία της προσθήκης αντίκρουσης), καθώς και των ___________________ και _____________________ ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του εναγομένου, ήτοι των ________________ ___________________ του _____________ και _______________ ____________ του _____________, αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Παρασκευής Γρομητσάρη – Μαραγιάννη, που ελήφθησαν νομίμως, ήτοι μετά από νόμιμη γνωστοποίηση του εναγομένου προς τον ενάγοντα, με δήλωσή του στο ακροατήριο, καταχωρηθείσα στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, παρουσία του -πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος, ο οποίος δεν αντέλεξε ως προς τη λήψη τους [ΑΠ 1280/2003 ΕΕργΔ 63(2004).15], λαμβανομένων των τελευταίων αυτών υπόψη μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών αντίστοιχα του αντιδίκου του που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρα 237 §2 εδ. β’ σε συνδυασμό με 591 §1 περ. στ’ ΚΠολΔ), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον έχει επιτραπεί το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Εργατικής διαφοράς ΑΠ 987/2013 ΝΟΜΟΣ), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, τις ομολογίες των διαδίκων που εμπεριέχονται στις προτάσεις τους ή συνάγονται από αυτές (άρθρο 261 εδ. β’ σε συνδ. με 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση (Ολ ΑΠ 684/2017, Α.Π. 10/2005), που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη [άρθρο 336 παρ. 4 σε συνδ. με 591 παρ. 1 και 681 Α’ του ΚΠολΔ], σε συσχέτιση και αλληλουχία με τις ως άνω καταθέσεις και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο ασύρματες τηλεπικοινωνίες, ήτοι κατάστημα κινητής τηλεφωνίας το οποίο ανήκει στο δίκτυο «_______________» πρώην «_________________», η έδρα του οποίου αρχικώς βρισκόταν στην ____________ ______________ επί της ____________. ________________ αρ. _____ και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην ____________ ________________, επί της _____________. _______________ αρ. _____ Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της επιχείρησης του εναγομένου, προσλήφθηκε ο ενάγων στις 20-10-2008 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος με την ειδικότητα του πωλητή, με χρόνο απασχόλησης 6 ημέρες και με ωράριο εργασίας Δευτέρα – Τετάρτη 09:00 – 15:00, Τρίτη — Πέμπτη – Παρασκευή 09:00 — 14:30 και 17:00 — 21:00, Σάββατο 09:00 -15:00 με 20λεπτο διάλειμμα καθημερινά 11.00 – 11.20, έναντι μεικτών μηνιαίων αποδοχών ύψους 644,69 ευρώ, όπως άλλωστε προκύπτει από την γνωστοποίηση των όρων ατομικής σύμβασης εργασίας, που προσκομίζεται και φέρει την υπογραφή του εργαζομένου – ενάγοντος (σε συνδυασμό με την κατάθεση της μάρτυρος του εναγομένου, ______________ __________________). Τις δε Κυριακές, το κατάστημα της ________________ ήταν κλειστό, ακόμη και εκείνες τις Κυριακές που ήταν ανοιχτά τα λοιπά εμπορικά καταστήματα. Μάλιστα, αποδείχθηκε ότι μηνιαίως καταβαλλόταν στον ενάγοντα το ποσό των 600,00 ευρώ (καθαρά) ώστε με τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές του να καλύπτονται τυχόν αξιώσεις του από υπερεργασιακή απασχόληση. Στή συνέχεια, αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων εργάστηκε στην επιχείρηση του εναγομένου έως τις 09-08-2016, οπότε αποχώρησε. Ο ίδιος δε συνομολογεί το γεγονός αυτό και στο με αρ. _____________________ δελτίο εργατικής διαφοράς του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Παλλήνης. Το Δελτίο Εργατικής Διαφοράς είναι μεν δημόσιο έγγραφο, πλην όμως, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς τις περιεχόμενες σ’ αυτό δηλώσεις του εργαζομένου και του νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρείας, ως προς τις οποίες το εν λόγω έγγραφο εκτιμάται ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο, ενώ η όποια τυχόν ομολογία του εργαζομένου, εντός αυτού, είναι εξώδικη και ως τέτοια δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη. Ακολούθως, ο εναγόμενος, ευλόγως υπέβαλε στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΔ την με αρ.πρωτ._________________ από 18-08-2016 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος, καθώς ο ενάγων δεν προσήλθε ξανά στην εργασία του. Το Δικαστήριο, σχημάτισε ασφαλή δικανική κρίση περί της αποχώρησης του ενάγοντος, η οποία δεν αποδείχθηκε σε ποιους λόγους οφειλόταν, πάντως σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, δεν αποτέλεσε σε εκείνο το χρονικό σημείο η όποια μεταβολή του τόπου εργασίας του, αφορμή για να εξαναγκαστεί να αποχωρήσει. Προσωπικοί λόγοι οδήγησαν τον ενάγοντα στην απόφασή του στις 09-082016 να αποχωρήσει από την επιχείρηση του εναγομένου, ενώ τα όσα διαλαμβάνει μεταγενέστερα με το από 03-10-2016 εξώδικό του προς τον εναγόμενο (ήτοι πλέον δύο μήνες μετά την αποχώρησή του), κρίνονται αίολα και οψίμως προβαλλόμενα, προκειμένου να στοιχειοθετήσει ο ενάγων εις βάρος του εναγομένου αξίωση για τη λήψη της αποζημίωσης απόλυσης. Περί του ότι έλαβε χώρα κάποια διένεξη με τον εναγόμενο στις 09-08-2016, δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα στο Δικαστήριο, η μάρτυρας δε αποδείξεως ήταν γενικόλογη ως προς αυτό και οι μάρτυρες ανταποδείξεως αποδυνάμωσαν τα όποια περιστατικά περιέχονταν στην κατάθεσή της. Εξάλλου, δεν πρέπει να παροράται το ότι ο ενάγων μετά την αποχώρησή του από την επιχείρηση του εναγομένου, δεν διαμαρτυρήθηκε για δήθεν οφειλές ούτε προσέφυγε στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας, ισχυριζόμένος ότι λόγω της μεταβολής των όρων εργασίας του εξαναγκάστηκε να αποχωρήσει. Πρέπει, επομένως, το σχετικό κονδύλιο της αγωγής με το οποίο αιτείται ο ενάγων την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμο διότι η σύμβαση εργασίας του με τον εναγόμενο λύθηκε με την οικειοθελή του αποχώρηση στις 09-08-2016 και δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης. Συνακόλουθα, απορριπτέο, ως κατ’ ουσία αβάσιμο κρίνεται και το αίτημα για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, διότι δεν αποδείχθηκαν περιστατικά ικανά να βλάψουν ή να μειώσουν την προσωπικότητα του ενάγοντος, όπως ο ίδιος εκθέτει στην αγωγή του. Περαιτέρω, από την κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως, δεν σχημάτισε το Δικαστήριο βεβαία κρίση περί υπερεργασιακής απασχόλησης του ενάγοντος ή απασχόλησής του τις Κυριακές ή περί μη λήψεως της άδειας αναψυχής που αιτείται με την αγωγή του. Η κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως, κρίνεται αοριστολογική και δεν επιρρώθηκε από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι το σαφές σημείο της κατάθεσης της μάρτυρος αποδείξεως ήταν όταν κατέθεσε περί των αποδοχών του ενάγοντος, ότι δηλαδή ήταν 600,00 ευρώ καθαρά τον μήνα, χωρίς να δημιουργηθεί η παραμικρή υπόνοια περί του ότι όφειλε ο εναγόμενος στον ενάγοντα διαφορές από τις καταβαλλόμενες με τις συμφωνηθείσες τακτικές αποδοχές, τα Δώρα εορτών ή τα επιδόματα αδείας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, επειδή δεν αποδείχθηκαν τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά για την υποστήριξη των ένδικων αξιώσεών του, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς όλα τα αιτήματά της ως κατ’ ουσία αβάσιμη, ενώ παρέλκει η εξέταση των ενστάσεων που προέβαλε ο εναγόμενος.
Με τις σκέψεις αυτές, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως προς την κύρια βάση της ως ουσιαστικά αβάσιμη (ως προς δε την επικουρική της βάση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ως προελέχθη]. Τέλος, ο ενάγων που ηττήθηκε στη δίκη πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, κατόπιν αιτήματος του [άρθρα 176 & 191 παρ.2 ΚΠολΔ], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400,00€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στην Αθήνα, στις 29. Μαΐου του έτους 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ