fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης

4249/2014

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Κωνσταντίνο Πρωτονοτάριο, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από το Γραμματέα Βασίλειο Μαργώνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντα: ________ __________ του ___________, κατοίκου ____________, οδός _________ ______, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Οικονομάκη.

Του εναγόμενου: _________ __________ του ____________, κατοίκου __________ _________, οδός ___________ ______, ο οποίος εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Γαβαλά

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από ___________ αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου __________________, προσδιορίστηκε στις 11- 12-2013 και γράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατα τη συζητηση της αγωγής οι πληρεξουσιοι δικηγόροι τον διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, «Προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες». Εξάλλου, με το Ν. 2462/1997 κυρώθηκε το «Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα», που καταρτίσθηκε μεταξύ των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε στη Νέα Υόρκη στις 16-12-1966 και έκτοτε έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ. Με το άρθρο 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι «Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Έτσι, από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει λεκτικά και νοηματικά ότι δεν υπήρξε επιθυμία των συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν ολοσχερώς την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να ορίσουν ως εξαίρεση, ειδικά για τις απαιτήσεις από σύμβαση, ότι ο οφειλέτης δεν επιτρέπεται να προσωποκρατηθεί όταν η μη πληρωμή των χρεών του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία του. Συνεπώς, το μεν άρθρο 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, το δε άρθρο 11 του ως άνω Συμφώνου εισάγει διακωλυτικό κανόνα που αποκλείει γενικότερα την απαγγελία προσωπικής κράτησης για υποχρεώσεις από σύμβαση, επομένως και κατά εμπόρων για εμπορικές

απαιτήσεις, όταν η μη πληρωμή οφείλεται αποκλειστικά σε αντίστοιχη οικονομική αδυναμία, ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρείται ανέπαφη η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για απαιτήσεις από αδικοπραξία (ΑΠ-1380/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 842/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 495/2010, ΧρΙΔ 2011.178, ΝοΒ 2011.302, ΑΠ 1010/2005, ΕλλΔνη 2006.137, ΑΠ 60/2001, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 4892/2009, ΕλλΔνη 2010. 52/, ΕφΑΘ 116/2007, ΝοΒ 2007.1606). Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως σε περίπτωση αδικοπραξίας, διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης (ΑΠ 842/2011, ο.α., ΕφΑΘ 4521/2010, ΔΕΕ 2012.953). Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε αδικαιολογήτους δραστική περιστολή της δυνατότητας χρήσης του εν λόγω μέσου εκτέλεσης, δηλαδή σε αδικαιολόγητο περιορισμό του συνταγματικός κατοχυρωμένου δικαιώματος προς παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1483/2008, ΔΕΕ 2009.46, Αρμ 2009.555). Στη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ χρησιμοποιείται ο όρος αδικοπραξία χωρίς ιδιαίτερο προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του και συνακόλουθα αυτά κρίνονται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, η αδικοπραξία, η οποία είναι ευρύτερη από το αδίκημα, περιλαμβάνει κάθε προς την έννομη τάξη αντιτιθέμενη ανθρώπινη συμπεριφορά, προς την οποία το δίκαιο συνάπτει επιζήμιες συνέπειες (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος ΣΤ, άρθρο 1047, αριθμ. 21, σελ. 650). Η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, ως μέτρο για την είσπραξη γενικώς απαιτήσεων, πΡ°βλέπεται και από το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953, στη συνέχεια καταγγέλθηκε από τη δικτατορία και κυρώθηκε εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, το οποίο ορίζει «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλεια. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθως περιπτώσεις και σύμφωνος προς τη νόμιμον διαδικασία: α)…, β) εάν υπεβλήθη εις κανονικήν σύλληψιν ή κράτησιν λόγω ανυποταγής εις νόμιμον διαταγήν δικαστηρίου, η εις εγγυήσιν εκτελέσεως υποχρεώσεως οριζόμενης υπό ίου νόμου…». Η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης στις παραπάνω περιπτώσεις δεν προσκρούει στις επιταγές των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1-4, 7 παρ, 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον η επερχόμενη μ’ αυτή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προ βλέπεται με νόμο και δεν έρχεται εξ ορισμού σε αντίθεση οπωσδήποτε με την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας αποτελούν ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η απαραβίαστη, κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος, προσωπική ελευθερία, όμως, όπως ρητά περαιτέρω ορίζεται στην ίδια συνταγματική παράγραφο, επιτρέπεται με νόμο και αυτή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, εφόσον βέβαια η στέρησή της είναι αναγκαία για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος (ΟλΑΠ 1/2009, ΔΕΕ 2009.371, ΝοΒ 2009.573, ΑΠ 495/2010, ο.α.). Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση, η οποία ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, με την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο, όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει. Έτσι, δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης, όταν αιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1380/2013, ο.α., ΑΠ 1353/2011, ΤΝΠ Νόμος). Για την απαγγελία προσωπικής κράτησης απαιτείται η συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: α) χρηματική απαίτηση από αδικοπραξία ή από εμπορική αιτία κατά εμπόρου, β) εκτελεστός τίτλος, γ) αίτηση και δ) δικαστική απόφαση. Για την απαγγελία της προσωπικής κράτησης ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, πρέπει η απαίτηση να στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, δηλαδή σε οποιοδήποτε εκτελεστό τίτλο, που προσδιορίζεται στο άρθρο 904 παρ. 2 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων είναι και η διαταγή πληρωμής (ΑΠ 299/1992, ΕλλΔνη 34.1075, ΑΠ 180/1990, ΕΕΝ 1990.682, ΑΠ 1045/ 1978, ΝοΒ 27.774, ΕφΠειρ 93/1995, ΑρχΝ 1995.568, ΕφΘεσ 6/2003, ΕΕμπΔ 2003.339, ΕφΘεσ 1322/2000, Αρμ 2000.1137, ΕφΘεσ 3018/ 1997, ΔΕΕ 1998.188, ΕφΔωδ 343/2000, ΕπισκΕμπΔ 2001.429). Η διαταγή πληρωμής που εκδίδει έλληνας δικαστής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 623-624 ΚΠολΔ, συνισιά εκτελεστό τίτλο, κατ’ άρθρο 631 ΚΠολΔ, από την έκδοσή της και με βάση αυτή ο δικαιούχος της απαίτησης, για την οποία χωρεί προσωπική κράτηση, σύμφωνα με το άρθρο 1047 παρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ, μπορεί και με αυτοτελή αίτησή του να ζητήσει να διαταχθεί προσωπική κράτηση κατά του οφειλέτη της. Για την απαγγελία δε της προσωπικής κράτησης, ούτε από τις παραπάνω διατάξεις, ούτε από άλλη απαιτείται η διαταγή πληρωμής να έχει αποκτήσει και δύναμη δεδικασμένου, δηλαδή να είναι τελεσίδικη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 11364/1987, ΕΕμπΔ 1988.231, ΕφΘεσ 247/1996, Αρμ 1998.442). Για το λόγο αυτό στη δίκη για απαγγελία προσωπικής κράτησης με βάση απαίτηση που έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής, η οποία δεν έχει αποκτήσει και δύναμη δεδικασμένου, δεν επάγεται το απαράδεκτο της αίτησης για να διαταχθεί το μέσο αυτό της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο εκτελούμενος τίτλος είναι η διαταγή πληρωμής και όχι η διατάσσουσα την προσωπική κράτηση απόφαση, η οποία απλώς παρέχει στο δανειστή την ευχέρεια χρησιμοποίησης του μέσου της προσωπικής κράτησης. Πρέπει, όμως, για να διαταχθεί η προσωπική κράτηση, η διαταγή πληρωμής να αφορά απαίτηση από αδικοπραξία ή από εμπορική αιτία κατά εμπόρου (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος ΣΤ, άρθρο 1047, αριθμ. 33-35, 45 και 48, σελ. 655-657 και 663 αντίστοιχα).

Προκειμένου να διαιαχθεί προσωπική κράτηση για απαίτηση από’ αδικοπραξία, αρκεί η υποβολή σχετικού αιτήματος και η απαίτηση ναν έχει αποδειχθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην αγωγή*, ότι ο εναγόμενος στερείται περιουσίας, από την οποία θα ήταν δυνατή η ικανοποίηση του δανειστή με άλλα μέσα (ΑΠ 842/2011, ο.α., ΑΠ 1010/ 2005, ο.α., ΕφΑΘ 116/ 2007, ο.α.). Ειδικότερα, όταν με αυτοτελή αγωγή ζητείται η προσωπική κράτηση αρκεί παραπομπή στο εκτελεστό τίτλο (απόφαση, διαταγή πληρωμής, συμβολαιογραφικό έγγραφο κλπ), χωρίς έκθεση κατά τρόπο ορισμένο και ευσύνοπτο των γεγονότων που θεμελιώνουν την απαίτηση, υπέρ της οποίας ζητείται η προσωπική κράτηση και μνεία των ιδιαίτερων περιστατικών του άρθρου 1047 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, που επιτρέπουν την προσωπική κράτηση και αίτημα γι αυτή, χωρίς προσδιορισμό της διάρκειας αυτής (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος ΣΤ, άρθρο 1047, αριθμ. 40, σελ. 660). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 951 παρ. 1 εδ. α” και 1047 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι στη δίκη επί αυτοτελούς αίτησης για την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως η έρευνα περιορίζεται μόνο: α) στην ύπαρξη εκτελεστού τίτλου και τέτοιος αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 2 εδ. ε’ του ΚΠολΔ, και η διαταγή πληρωμής και β) στη συνδρομή της ^αδικοπραξίας ή της εμπορικής ιδιότητας του εναγομένου και της εμπορικότητας της απαίτησης. Αντιθέτως, δεν εξετάζονται άλλοι ισχυρισμοί, άσχετοι προς τις παραπάνω προϋποθέσεις, όπως οι ισχυρισμοί κατά του τίτλου και της απαίτησης. Αυτοί μπορούν να προβληθούν είτε με ανακοπή (άρθρο 632 ΚΠολΔ), είτε με αναγνωριστική αγωγή, είτε με αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης (άρθρο 933 ΚΠολΔ). Αν δε προβληθούν τέτοιοι ισχυρισμοί αυτοί απορρίπτονται ως απαράδεκτοι (ΑΠ 299/1992, ο.α., ΑΠ 713/1988, ΕλλΔνη 1988. 1164, ΕφΑΘ 5751/1994, ΔΕΕ 1995.171, ΕφΠειρ 605/1998, ΠειρΝομ 1998.321, ΕφΠειρ 491/1996, ΔΕΕ 1996.1150, ΕφΘεσ 2854/1996, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2566/1996, Αρμ 1997.778, Γ. Νικολόπουλος, στην ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Τόμος II, άρθρο 1047, αριθμ. 15, σελ. 2024). Αν αποδείχθηκε η αδικοπραξία, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας εναπόκειται να διατάξει η όχι-προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, για. ικανοποίηση της απ’ αυτή απορρέουσας απαίτησης (ΑΠ 842/2011, ο.α., ΑΠ 1010/ 2005, ο.α., ΕφΑΘ 116/2007, ο.α. ΕφΑΘ 3067/2006, ΔΕΕ 2006.1167), καθορίζοντας και τη χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως το ύψος της απαίτησης, η βαρύτητα της πράξης και οι συνέπειές της, το πταίσμα του υπόχρεου, η φερεγγυότητα αυτού, η απόκρυψη της περιουσίας του, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου, η καλή ή κακή πίστη του υπόχρεου, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, η όλη συμπεριφορά του εναγόμενου και οι λοιπές, εν γένει, περιστάσεις (Γ. Νικολόπουλος στην ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα- Κονδύλη – Νίκα, Τόμος II, άρθρο 1047, αριθμ. 12, σελ. 2023, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος ΣΤ, άρθρο 1047, αριθμ. 62, σελ. 666). Στην πιο πάνω διάταξη, ειδικότερα, ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού της διάρκειας της προσωπικής κράτησης. Άρα, κατά τα παραπάνω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή του για τον προσδιορισμό της διάρκειας της προσωπικής κράτησης δεν έχει σημασία, γιατί δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ προσδιορισμό αυτής αποτελέσματα (ΑΠ 1565/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 842/2011, ο.α., ΑΠ 76/2008, Δίκη 2008.724, ΑΠ 857/2008, ΕφΑΘ 116/2007, ο.α., ΕφΠατρ 427/2009, ΑχαΝομ 2010.434). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασμένο, προκύπτει από ιην απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η τελεσίδικη αυτή κρίση είναι σφαλερή, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κυρία παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικος και όχι τα γενεσιουργό ή αποσβεστικά των τελεσίδικος κριθέντων εννόμων συνεπειών περιστατικά (ΑΠ 920/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1407/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1397/ 2012, ΧρΙΔ 2013.130, ΕΠολΔ 2012.752, ΑΠ 1471/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 2445/2011, ΕΦΑΔ 2012.161, ΠΠΑΘ 1567/2010, ΤΝΠ Νόμος). Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, βάσει του οποίου αναγνωρίστηκε η επίδικη έννομη σχέση. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το κριθέν δικαίωμα, δηλαδή την έννομη σχέση που τέθηκε υπό διάγνωση, αλλά και την ιστορική αιτία, η οποία έγινε δεκτή και συγκεκριμένα τα περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, όπως και τη νομική αιτία, το νομικό δηλαδή χαρακτηρισμό, τον οποίο έδωσε το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη (ΑΠ 1019/ 1993, ΕλλΔνη 35.1552, ΕφΛαρ 14/2013, Δικογραφία 2013.46, ΠΠΑΘ 1361/2010, ΤΝΠ Νόμος, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο, παρ. 19, σελ. 222 επ., Στ. Κουσούλης στην ερμΚΠολΔ, Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Τόμος I, άρθρο 322, αριθμ. 3 και 5, σελ. 641-642). Δεδικασμένο παράγεται και από τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και οτην περίπτωση αυτή τέμνει την διαφορά, όπως και στην περίπτωση της καταψηφιστικής αγωγής, η έκταση δε αυτού προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνθηκε προς το δικαστήριο (ΟλΑΠ 959/1985, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1471/2012, ο.α., ΕφΛαρ 54/2012, Δικογραφία 2013.9,         Β.. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος Β’, άρθρο 322, αριθμ. 24, σελ. 472) Εξάλλου, ίο δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δήμιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ Ολ 15/1998, ΕλλΔνη 39.303, ΑΠ 129/2012, ΕΠολΔ 2012.235, ΑΠ 462/2012, ΕΠολΔ 2012.646, ΑΠ 216/2003, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 912/2001, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, το δεδικασμένο αποκλείει την αμφισβήτηση σε νεώτερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (ΟλΑΠ 1/2005, ΕλλΔνη 46.377, ΑΠ 44/2001, ΝοΒ 50.113, ΑΠ 1174/1999, ΕλλΔνη 41.694, ΑΠ 390/1994, Δίκη 1994.849, ΕφΑΘ 2445/2011, ο.α., ΕφΠατρ 1065/2004, ΝοΒ 2005 .302, ΕφΛαρ 54/2012, ο.α.). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, προκύπτει, ότι η τελεσίδικη απόφαση, που εκδόθηκε σε αγωγή για αποζημίωση, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου από αδικοπραξία, αποτελεί δεδικαομένο επί της νέας με την αυτή ιστορική και νομική αιτία δίκης (ως προδικαστικό ζήτημα) ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του καθενός, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης και ζημίας και την ζημία του ενάγοντος που αναφέρεται στον οριοθετηθέντα με την πρώτη αγωγή χρόνο, για τον οποίο και επιδικάσθηκε η αποζημίωση (ΑΠ 2039/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαμ 187/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔωδ 305/2005, ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, ισχυρίζεται ότι με την από 03-01-2006 και με Γ.Α.Κ. ______________ κ Α.Κ.Δ. ______________ αγωγή που άσκησε σε βάρος των: 1) «_______________ ___________ _______________-___________ ______________», με το διακριτικό τίτλο «_____________ _____________», 2) __________ ___________ του ____________, 3} __________ __________ του ___________ (εναγόμενου) και 4) ___________, χήρας ____________ ____________________, ενώπιον του ____________ __________________ ______________, ζήτησε να του επιδικαστεί το ποσό των 526,48 ευρώ για ιατρικές δαπάνες και το ποσό των 300.000,00 ευρώ ως ηθική βλάβη για την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, που συνίστατο, στην μη τήρηση μέτρων ασφαλείας στην υπό ανέγερση οικοδομή της ως άνω κοινοπραξίας, στην οποία οι _____________ ______________ και ___________ ______________ είναι μέλη-εταίροι, με αποτέλεσμα τον σοβαρότατο τραυματισμό του και την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της όρασής του. Ότι επί της αγωγής του αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ____________ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), με την οποία, αφού κρίθηκε ότι ο εναγόμενος ήταν συνυπαίτιος του εν λόγω ατυχήματος του, που είχε ως συνέπεια τον βαρύτατο τραυματισμό του, καθότι επέδειξε αμέλεια κατά τη συμπεριφορά του μην λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, εποπτείας και συντήρησης των μηχανημάτων τους στο εργοτάξιο όπου διενεργούσε, με τον έτερο εναγόμενο ____________ , ως εργολάβος, οικοδομικές εργασίες, ενώ με πρωτοφανή σκληρότητα δεν προσέτρεξε για να τον βοηθήσει μετά τον τραυματισμό του μεταφέροντάς τον στο νοσοκομείο, έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι τρεις πρώτοι εκ των ως άνω εναγομένων να του καταβάλλουν έκαστος εξ’ αυτών εις ολόκληρον το ποσό των 50.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του έως την ολοσχερή του εξόφληση, αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούνται να του καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 30.350,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του έως την ολοσχερή του εξόφληση, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή κατά την καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 20.000,00 ευρώ, απαγγέλθηκε σε βάρος των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών ως μέσο για την αναγκαστική εκτέλεση της ως άνω απόφασης και επιβλήθηκε σε βάρος των παραπάνω εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων του, το οποίο καθορίστηκε στο ποσό των 2.700,00 ευρώ. Ότι η εν λόγω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη, κατόπιν έκδοσης αρχικά της υπ’ αριθμ. ______________ απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν δεκτές τυπικά και απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν, τόσο η έφεση των τριών ως άνω εναγομένων, όσο και η δική του, και ακολούθως της υπ’ αριθμ. ____________ απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η από ______________ αίτηση αναίρεσης ίων ανωτέρω τριών εναγομένων. Ότι οι εν λόγω εναγόμενοι, σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. _____________ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, του κατέβαλαν στις 15-05-2013, το ποσό των 63.329,37 ευρώ, εξοφλώντας πλήρως το ως άνω καταψ η φιστικά μέρος της, τους τόκους υπερημερίας και τα δικαστικά έξοδα. Ότι προέβη στην έκδοση της υπ’ αριθμ. 19934/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι ανωτέρω εναγόμενοι διατάσσονται να του καταβάλλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο, το- ποσό των 30.350,00 ευρώ, που αφορούσε το αναγνωριστικό μέρος της προαναφερόμενης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αρχικής αγωγής του ως και την ολοσχερή εξόφλησή του, καθώς και το ποσό των 515,00 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Ότι ακριβές αντίγραφο από απόγραφο Α εκτελεστό της εν λόγω διαταγής πληρωμής με την από 16-10-2012 επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 53.250,00 ευρώ επέδωσε δύο φορές στους πιο πάνω εναγόμενους, οι οποίοι, όμως, δεν του το κατέβαλαν. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί, για τους λεπτομερώς εκτιθέμενους στην αγωγή λόγους, να απαγγελθεί κατά του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο εκτέλεσης της υπ’ αριθμ. _______________ Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 12, 13, 22 και 1047 παρ. 1 εδ. δ’ και ε’ ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία, είναι επαρκώς ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία προς άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου και διαλαμβάνει σαφώς τα θεμελιωτικά γεγονότα (άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ), καθότι γίνεται μνεία σε αυτή των ιδιαίτερων περιστατικών του άρθρου 1047 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ που επιτρέπουν την προσωπική κράτηση του εναγόμενου, ήτοι εκτίθεται ο εκτελεστός τίτλος και ότι η χρηματική απαίτηση του ενάγοντα προέρχεται από αδικοπραξία, ενώ δεν ήταν απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τον εναγόμενο που τυγχάνουν απορριπτέα, να αναφέρονται επιπλέον τα στοιχεία, βάσει των οποίων αποδεικνύεται η αφερεγγυότητα του τελευταίου, η κακοπιστία του, η περιφρονητική του διάθεση έναντι του νόμου, η δυνατότητά του να καταβάλλει το επίδικο ποσό, το οποίο δεν πράττει και η δόλια αποξένωσή του από τα περιουσιακά του στοιχεία και, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες σκέψεις, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 1047 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρο:» κατ’ ουσίαν.

Ο εναγόμενος, με τις έγγραφός προτάσεις που νομίμως κατέθεσε επί της έδρας ο πληρεξούσιος δικηγόρος του και που επανέλαβε και με προφορική δήλωση, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης της δίκης αυτής, πλην του ισχυρισμού περί αοριστίας της αγωγής, συνομολογεί την έκδοση της υπ’ αριθμ. ___________ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιδικάστηκε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 80.350,00 ευρώ και ότι κατά της απόφασης αυτής αμφότεροι οι διάδικοι άσκησαν εφέσεις, οι οποίες με την υπ’ αριθμ. _______________ απόφαση του Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκαν, με αποτέλεσμα να παράγεται πλήρη απόδειξη (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς τους πραγματικούς αυτούς ισχυρισμούς. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων άσκησε καταχρηστικά την κρινόμενη αγωγή, με αποκλειστικό σκοπό την πλήρη εξαθλίωση και εξόντωσή του και όχι την προάσπιση κάποιου δικαιώματος του, καθότι κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν βρισκόταν στην οικοδομή και συνεπώς δεν τον εγκατέλειψε και μάλιστα αβοήθητο, άσκησε όλα τα νόμιμα δικαιώματά του, όπως προβλέπεται από το νόμο, επειδή πιστεύει ότι έχει δίκιο, ουδέποτε περιφρόνησε το νόμο, αντιθέτως το σέβεται και τον τιμά, ουδέν περιουσιακό στοιχείο μεταβίβασε και η μη καταβολή του αδίκως επιδικασθέντος σε βάρος του ποσού οφείλεται σε πραγματική αδυναμία και όχι σε περιφρόνηση του νόμου, αφού τα εισοδήματά του, σύμφωνα με το εκκαθαριστικό του 2013, ανέρχονται στο ποσό των 7.461,13ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά ένσταση, κατά το μέρος που ο εναγόμενος επικαλείται οικονομική αδυναμία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό που του επιδικάσθηκε, είναι, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας απόφασης σκέψεις, νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δεδομένου ότι η απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του ενάγοντα, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης. Εξάλλου, εκ του γεγονότος ότι ο εναγόμενος δεν αρνείται ότι κατά της υπ’ αριθμ. ____________ απόφασης του Εφεχείου Αθηνών άσκησε (μαζί με τους δύο έτερους εναγόμενους) αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. __________ απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι ο ενάγων προέβη στην έκδοση της υπ’ αριθμ. _____________ διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάσσονται να του καταβάλλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο, το ποσό των 30.350,00 ευρώ, που αφορούσε το αναγνωριστικό μέρος της ανωτέρω απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ότι ο αυτός τους επέδωσε δύο φορές ακριβές αντίγραφο από απόγραφο A εκτελεστό της εν λόγω διαταγής πληρωμής με την από 16-10-2012 επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 53.250,00 ευρώ, το οποίο δεν του το έχουν καταβάλει το Δικαστήριο συνάγει ότι ομολογεί τους πραγματικούς αυτούς ισχυρισμούς του ενάγοντα, με αποτέλεσμα να παράγειαι πλήρη απόδειξη (άρθρα 261εδ. β’ και 352 παρ.1 ΚΠολΔ).

Από ία έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), την ως άνω ομολογία του εναγόμενου που περιέχεται στις προτάσεις του και τα πασίδηλα και διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ) υποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο ενάγων, με την από 03-01-2006 και με Γ.Α.Κ. ___________ και Α.Κ.Δ. ___________ αγωγή που άσκησε σε βάρος των: 1) κοινοπραξίας με την επωνυμία «____________ _______________-____________», με το διακριτικό τίτλο «___________ ______________», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ___________ ____ και ___________, 2) ______________ ____________ του ____________________, κατοίκου ________ ___________, _______ ____, 3) _______________ ____________ του ______________ (εναγόμενου), κατοίκου ___________ __________, οδός __________ _____ και 4) ____________, χήρας __________ _______________, κατοίκου __________ __________, οδός ______________ ___ ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος εξ’ αυτών το συνολικό ποσό των 300.526,48 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 526,48 ευρώ για ιατρικές δαπάνες και χο ποσό των 300.000,00 ευρώ ως ηθική βλάβη για την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, που συνίστατο, στην μη τήρηση μέτρων ασφαλείας στην υπό ανέγερση οικοδομή της ως άνω κοινοπραξίας, στην οποία οι ___________ _____________ και _______ ________ είναι μέλη – εταίροι, με αποτέλεσμα τον σοβαρότατο τραυματισμό του και την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της όρασής του, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδιδόταν προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του δεύτερου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν αυτοί στην δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής του ενάγοντα εκδόθηκε η υπ1 αριθμ. ________ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), με την οποία, αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ως προς την τέταρτη εναγόμενη και συνεκδικάστηκε με την από 27­02-2006 και με Γ.Α.Κ. ______________ και Α.Κ.Δ. ____________ ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή των τριών πρώτων εναγόμενων κατά των: 1) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «____________ __________________________________» και 2) ___________ _______ του _________, αυτή έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι να του καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 50.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφλησή του, αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούνται να του καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 30.350,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφλησή του, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, κατά την καταψηφιστική της διάταξη, για το ποσό των 20.000,00 ευρώ, απαγγέλθηκε σε βάρος του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών ως μέσο για την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης και επέβαλε σε βάρος των παραπάνω εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων του – ενάγοντα, τα οποία όρισε στο ποσό των 2.700,00 ευρώ. Ο ενάγων επέδωσε την εν λόγω απόφαση στους πιο πάνω εναγόμενους στις 10-06-­2009, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ______________, _________________ και ____________________ εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Δημήτριου Σ. Ραπατζίκου. Οι πιο πάνω εναγόμενοι, σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. _____________ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέβαλαν στις 06-05-2009 και 15-05-2009 το ποσό των 17.000,00 και ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 27.450,00 ευρώ, το οποίο αφορούσε το προσωρινά εκτελεστό επιδικασθέν ποσό του καταψηφισιικού μέρους της, με τους αναλογούντες τόκους. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης τόσο ο ενάγων, όσο και οι ανωτέρω εναγόμενοι άσκησαν έφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4157/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτές έγιναν δεκτές τυπικά και κατ’ ουσίαν, με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί τελεσίδικη, Ο ενάγων επέδωσε στους εναγόμενους τόσο την εν λόγω απόφαση σας 28-12-2011, όσο και την υπ’ αριθμ. ____________ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 11-04-2012, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. _______________, ________________, _________________, __________________, ________________ και __________________ εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Δημήτριου Σ. Ραπατζίκου. Κατά της υπ  αριθμ. _____________ απόφασης του Εφετείου Αθηνών, καθώς και της υπ’ αριθμ .___________ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οι τρεις ως άνω εναγόμενοι άσκησαν την από _____________ και με Α.Κ. ______________ αναίρεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. __________ απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα η πιο πάνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών να καταστεί αμετάκλητη. Ο ενάγων επέδωσε την απόφαση αυτή στις 13-03-2013, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ________________, ________________ και _________________ εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Ευφροσύνης I. Βουγιουκλάκη. Η υπ’ αριθμ. ________ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχτηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «…Ο κυρίως ενάγων, συνταξιούχος λογιστής, από τις αρχές του έτους 2005 ξεκίνησε να απασχολείται ως ανεξάρτητος εξωτερικός συνεργάτης της πρώτης εναγομένης, η οποία είχε συ σταθεί προκειμένου να ανεγερθεί νέα πολυκατοικία στο οικόπεδο της τέταρτης εναγομένης στον Πειραιά, επί της συμβολής των οδών Σκυλίτση και Υψηλάντους, και ανέλαβε την κατάθεση και πληρωμή των μηνιαίων καταστάσεων και κάθε σχετικού που απαιτείται από το Ι.Κ.Α. Πειραιά για το ως άνω έργο… Η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία δεν απέκτησε νομική προσωπικότητα, καθώς δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και λειτούργησε ως εν τοις πράγμασι εταιρεία, ολοκλήρωσε το έργο για την εκτέλεση του οποίου συ στάθηκε και βρίσκεται σε εκκαθάριση, με εκκαθαριστές τους δεύτερο και τρίτο – εναγομένους, οι οποίοι την εκπροσωπούν και ευθύνονται αλληλέγγυος και εις ολόκληρον με αυτήν (πρώτη) για τις οφειλές της. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του ως άνω έργου και της μεταξύ των διαδίκων της ένδικης αγωγής συνεργασίας και προς διευκόλυνση αυτής, ο κυρίως ενάγων μετέβαινε στο εργοτάξιο στον Πειραιά μετά από προσυνεννόηση με τον δεύτερο εναγόμενο προκειμένου να παραλαμβάνει τις μηνιαίες καταστάσεις των εργαζομένων και τα απαραίτητα χρήματα και να τα καταθέτει στο Ι.Κ.Α. Πειραιώς για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης. Δεν εισερχόταν ποτέ στο εργοτάξιο, αλλά συναντούσε τον δεύτερο εναγόμενο έξω από αυτό, συνήθως πλησίον του Ι.Χ. αυτοκινήτου του τελευταίου, όπου διατηρούσε τα σχετικά έγγραφα. Την 4 Οκτωβρίου 2005 περίπου στις 11.00 το πρωί ο κυρίως ενάγων μετέβη στο ως άνω εργοτάξιο και πάλι μετά από προσυνεννόηση με τον δεύτερο εναγόμενο, προκειμένου να λάβει τις μηνιαίες καταστάσεις των εργαζομένων. Κατά την ανωτέρω ημερομηνία, όμως, ο κυρίως ενάγων αναζητώντας τον δεύτερο εναγόμενο εισήλθε στο εργοτάξιο. Αφού συνομίλησε με κάποιους εργαζομένους εκεί, πληροφορήθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος βρισκόταν στον τέταρτο όροφο της υπό ανέγερση οικοδομής και κλήθηκε από τον ‘δεύτερο εναγόμενο να ανέβει στον ως άνω όροφο για να διεκπεραιωθεί η εργασία που ο δεύτερος εναγόμενος είχε αναθέσει στον ενάγοντα… Ο ενάγων ζήτησε να του χορηγηθεί κράνος, το οποίο, όμως, δεν του χορηγήθηκε. Άλλωστε, κανένας από τους εργαζομένους δεν έφερε κράνος, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης. Σημειώνεται ότι κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο η υπό ανέγερση οικοδομή βρισκόταν στο στάδιο των επιχρισμάτων. Μάλιστα, η πρώτη εναγομένη με το από 11-05-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό είχε αναθέσει στον δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγόμενο υπεργολάβο την εκτέλεση του έργου των επιχρισμάτων. Ο υπεργολάβος είχε αναλάβει να προμηθευτεί τόσο τα υλικά όσο και τα απαραίτητα μηχανήματα για την προσήκουσα εκτέλεση του έργου σύμφωνα με τους κανόνες τέχνης και επιστήμης. Περιμετρικά του εργοταξίου υπήρχε τοποθετημένο πλέγμα και πάνω σε αυτό, όπως και σε συγκεκριμένα σημεία ίων υπαρχόντων ικριωμάτων υπήρχαν ‘ πινακίδες με την ένδειξη «__________________________________Ο κυρίως ενάγων ξεκίνησε να ανεβαίνει στην οικοδομή από την κλίμακα αυτής και λίγο πριν φτάσει στον τέταρτο όροφο δέχθηκε με σφοδρή πίεση στο κεφάλι μεγάλο φορτίο υλικού σοβαντίσματος, το οποίο κυριολεκτικά τον περιέλουσε, εισήλθε στα μάτια του, με σφοδρότητα τον ώθησε προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να πέσει στο πλατύσκαλά της κλίμακας πριν από τον τέταρτο όροφο και να υποστεί τον κατωτέρω εκτεθησόμενο τραυματισμό από το υλικό που έπεσε πάνω του. Κατά τον ανωτέρω χρόνο βρισκόταν σε λειτουργία η πρέσα με την οποία ανυψωνόταν το υλικό για το σοβάντισμα στους ψηλότερους ορόφους. Ο σωλήνας που περιείχε το ανωτέρω υλικό λόγω φθοράς έσπασε (άνοιξε) με αποτέλεσμα την εκτίναξη με μεγάλη πίεση εκτός αυτού ποσότητας υλικού σοβαντίσματος, το οποίο επέπεσε στο κεφάλι και το πρόσωπο του κυρίως ενάγοντος, ο οποίος τραυματίστηκε. Συνυπαίτιοι για το παραπάνω ατύχημα που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του κυρίως ενάγοντος, είναι τόσο ο ίδιος όσο και οι εναγόμενοι, καθώς επέδειξαν αμέλεια κατά τη συμπεριφορά τους. Ειδικότερα, σι εναγόμενοι, ενεργώντας αμελώς, παρέλειψαν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας στο εργοτάξιο όπου διενεργούσαν ως εργολάβοι οικοδομικές εργασίες, δηλαδή δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να μην εισέρχονται στο εργοτάξιο τρίτοι κατά τη διάρκεια των εργασιών, καθώς το πλέγμα και σι πινακίδες που είχαν αναρτήσει περιμετρικά του εργοταξίου δεν ήταν επαρκές προκειμένου να εμποδίσουν την είσοδο κάθε τρίτου. Μάλιστα, το πλέγμα μπορούσε να ανοιχθεί με ευκολία κατά τη διάρκεια των εργασιών, καθώς η υπάρχουσα κλειδαριά ασφαλείας χρησιμοποιούνταν μόνο κατά τη νύχτα μετά το πέρας των εργασιών. Επίσης, παρέλειψαν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να έχουν εποπτεϊα του εργοταξίου τους, δηλαδή παρέλειψαν να προσλάβουν φύλακα, ο οποίος θα ήλεγχε το χώρο και θα εμπόδιζε την είσοδο κάθε τρίτου. Ακόμη, παρέλειψαν να υποχρεώσουν τους εισερχόμενους στο χώρο τρίτους ή εργαζόμενους να φορούν κράνη. Επίσης, δεν φρόντισαν για την καλή λειτουργία και συντήρηση των χρησιμοποιούμενων στο εργοτάξιο μηχανημάτων και συγκεκριμένα της χρησιμοποιούμενης πρέσας ανύψωσης ίου υλικού σοβαντίσματος. Όσον αφορά τον κυρίως ενάγοντα, αυτός δεν επέδειξε την επιμέλεια του μέσου ανθρώπου να μην θέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο και παραβλέποντας τις πινακίδες, την έλλειψη κράνους και την επικινδυνότητα ενός μέσου εργοταξίου εισήλθε στο χώρο και μάλιστα πλησίον του χώρου όπου εκτελούνταν εργασίες (σοβάντισμα). Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι ο κυρίως ενάγων βαρύνεται με ποσοστό 30% συνυπαιτιότητας για την πρόκληση του ατυχήματος του, γενομένης μερικά δεκτής της ένστασης που πρόβαλαν οι εναγόμενοι και η πρώτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη, ενώ οι εναγόμενοι βαρύνονται με ποσοστό συνυπαιτιότητάς 70% για την πρόκληση του ατυχήματος. Μετά το ατύχημα, ο κυρίως ενάγων εγκαταλείφθηκε εντελώς αβοήθητος από τον παρόντα στον ένδικο τραυματισμό δεύτερο εναγόμενο και μόνον ένας αλλοδαπός εργάτης αυτοβούλως ενδιαφέρθηκε για την κατάστασή του μεταφέροντάς τον στο νοσοκομείο και ειδοποιώντας την οικογένειά του. Όπως εξάλλου αποδεικνύεται ιδία από την μετά λόγου γνώσεως ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης και την παντελή απουσία αντίθετων αποδεικτικών στοιχείων, οι εναγόμενοι εξαφανίστηκαν τις πρώτες ημέρες μετά τον ένδικο τραυματισμό, δεν απαντούσαν στα τηλέφωνά τους, η δε οικοδομή ήταν κλειστή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κυρίως ενάγων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο _______ «_______ _______________» όπου διαπιστώθηκε ότι συνέπεια του προαναφερόμενού τραυματισμού του αυτός υπέστη χημικό έγκαυμα κερατοειδούς αμφοτέρων των οφθαλμών, έγινε καθαρισμός αυτών, έγινε πιεστική επίδεσή τους και του συνεστήθη επανεξέταση στο εφημερεύον, όπως επίσης και ψυχιατρική εκτίμηση… Επίσης, κατά τον ανωτέρω χρόνο διαπιστώθηκε συνέπεια του προαναφερόμενού τραυματισμού του ότι είχε αγχώδεις κρίσεις… Μετά από εξέτασή του την 19-10-2005 από τον Ισαάκ Σούση, νευρολόγο, διαπιστώθηκε όιι υπόκειιο σε κρίσεις πανικού και για το λόγο αυτό ίου’ χορηγήθηκε σχετική φαρμακευτική αγωγή… Σύμφωνα, δε, με την από 09-11-2005 ιατρική βεβαίωση του Πρότυπου Οφθαλμολογικού Κέντρου, ο κυρίως εναγών έχει υποστεί θόλωση του στρώματος στον αριστερό οφθαλμό, βρισκόταν υπό συνεχή φαρμακευτική αγωγή και η οπτική του οξύτητα στο δεξιό οφθαλμό είναι 8/10, ενώ στον αριστερό οφθαλμό του 3/10. Μάλιστα, λόγω του χημικού εγκαύματος των οφθαλμών του επισκέφτηκε πέντε (5) φορές τον χειρούργο οφθαλμίατρο ________ ____________ και δαπάνησε για αυτό το λόγο το ποσό των πεντακοσίων (500, 00) ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την με αριθμό _____________ απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ίδιου ιατρού. Αργότερα, την 14η -11-­2005 ο κυρίως ενάγων εξετάστηκε στο __________ __________ ___________ ______________ για καρδιολογικά προβλήματα, τα οποία, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι συνδέονται αιτιωδώς με τον ανωτέρω τραυματισμό του. Σύμφωνα, δε, με το από 15-11-2005 ιατρικό σημείωμα του νευρολόγου _______ _________, ο κυρίως ενάγων παρακολουθείτο στην κλινική του Θεραπευτηρίου Metropolitan λόγω μετατραυματικού συνδρόμου με κρίσεις πανικού και λάμβανε σχετική φαρμακευτική αγωγή. Επίσης, παρότι μετά από εξέτασή του την 25-10-2005 στο ΙΚΑ, στο οποίο είχε προσέλθει προς εξέταση λόγω έντονου άλγους στον δεξί ώμο από την προαναφερθείσα πτώση, δεν είχε διαπιστωθεί οπτικά βλάβη-θλάση δεξιού ώμου, ωστόσο κατά την από 18-11-2005 ιατρική γνωμάτευση του _____________ ___________, ελεγκτή του ΙΚΑ, θεωρημένη στις 18-11-2005 από τον ελεγκτή ιατρό Σπάρτινο Στέφανο, διαπιστώθηκε πως ο κυρίως ενάγων παρουσίαζε μετατραυματική περιαρθρίτιδα και του συ στήθηκε φυσιοθεραπευτική αγωγή, 10 συνεδριών διαθερμιών, 10 συνεδριών υπερήχων και 10 συνεδριών laser…Την 21-11-2005 ο κυρίως ενάγων προσήλθε στο __________ ___________ _____________ στο καρδιολογικό τμήμα και του συ στήθηκε εξέταση «holter πιέσεως», στην οποία υπεβλήθη. Όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η παραπάνω εξέταση συνδέεται αιτιωδώς με τον παραπάνω τραυματισμό. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων μέχρι τον ένδικο τραυματισμό είχε πολύ καλή φυσική κατάσταση. Σχετικά με τ’ ανωτέρω διαφωτιστικό είναι ιδία το από 23-04-2005 δίπλωμα τερματισμού του στον εκ 10 χιλ. «δρόμο θυσίας» του Μεσολογγίου, το Δίπλωμα δρόμου θυσίας 2005 του Δήμου Διστόμου και το από Σεπτεμβρίου 2005 αναμνηστικό δίπλωμα του «Κολοκοτρώνειου» δρόμου 10.000 μέτρων. Μετά τον ένδικο τραυματισμό του ωστόσο και συνεπεία αυτού αδυνατεί να συνεχίζει τις δραστηριότητες που αυτός είχε έως τότε και να ζει ως φυσιολογικός υγιής άνθρωπος, αλλά αντιμετωπίζει πλέον τα χρόνια προβλήματα υγείας που ανωτέρω αναλυτικά εξετέθησαν και οφείλονται στον ένδικο τραυματισμό του… Συνολικά, δηλαδή ο κυρίως ενάγων υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων θετική ζημία ύψους πεντακοσίων (500,00) ευρώ, από το οποίο το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ βαρύνει τους εναγομένους σύμφωνα με το ποσοστό συνυπαιτιότητάς τους (500 ευρώ X 70%). Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το ατύχημα, την προαναφερόμενη βλάβη την οποία υπέστη ο κυρίως ενάγων, το ποσοστό συνυπαιτιότητας των διαδίκων, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάστασή τους, προσδιορίζει ότι το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του κυρίως ενάγοντος είναι το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000,00) ευρώ…». Επειδή, η υπ’ αριθμ. __________ απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου _________ έχει καταστεί τελεσίδικη (καθώς και αμετάκλητη) με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας απόφασης νομικές σκέψεις, να αποτελεί, κατά τις διατάξεις άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, δεδικασμένο, δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο της παρούσας νέας δίκης, στην οποία πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και – το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση, το πιο πάνω δικαίωμα του ενάγοντα για είσπραξη αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της αδικοπραξίας των πιο πάνω εναγόμενων που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο που παράγεται από την ανωτέρω απόφαση αφενός μεν καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο το δικανικσ συλλογισμό, βάσει του οποίου αναγνωρίστηκε η επίδικη έννομη σχέση και συγκεκριμένα όχι μόνο το προαναφερόμενο κριθέν δικαίωμα του ενάγοντα, δηλαδή την έννομη σχέση που τέθηκε υπό διάγνωση, αλλά και την ιστορική αιτία, η οποία έγινε δεκτή και συγκεκριμένα τα περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, όπως και τη νομική αιτία, το νομικό δηλαδή πιο πάνω χαρακτηρισμό, τον οποίο έδωσε το προαναφερόμενο δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, αφετέρου δε αποκλείει την αμφισβήτηση στην παρούσα δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης, δεδομένου ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει την εν λόγω έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής. Συνεπώς, η παραπάνω τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε σε αγωγή για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, λόγω τραυματισμού του ενάγοντα       από αδικοπραξία των προαναφερόμενων εναγομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 ΚΠολΔ, 297, 298 και 914 ΑΚ, αποτελεί δεδικασμένο επί της παρούσας με την αυτή ιστορική και νομική αιτία δίκης ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του εναγόμενου, την συνυπαιτιότητα των διαδίκων, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης και ζημίας και την ζημία του ενάγοντος που αναφέρεται στον οριοθετηθέντα με την πρώτη αγωγή χρόνο, για τον οποίο και επιδικάσθηκε η αποζημίωση και η χρηματική ικανοποίηση. Ο ενάγων επέδωσε ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. _____________ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την από ____________ επιταγή προς πληρωμή στους πιο πάνω εναγόμενους στις ____________, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ____________________, _______________ και ____________ εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Δημητρίου Σ. Ραπατζίκου, με την οποία τους καλού σε να του καταβάλλουν το συνολικό ποσόν των ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Κατά της ως άνω επιταγής προς πληρωμή οι εν λόγω εναγόμενοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από __________ και με Γ.Α.Κ. ______________ και Α.Κ.Δ. ____________ αίτηση αναστολής, της οποίας το αίτημα για προσωρινή διαταγή απορρίφθηκε, και την από 30-07-2012 και με Γ.Α.Κ. _________________ και Α.Κ.Δ. _________________ ανακοπή τους επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ___________ απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Ακολούθως, ο εν άγων επέδωσε εκ νέου ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθμ ___________ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ανωτέρω απόφασης και ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ’ αριθμ. _______________ απόφασης του Εφετείου Αθηνών με τις από _____________ επιταγές προς πληρωμή στους εναγόμενους στις 13-03-2013, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. _________________, ___________________, ___________________, ______________ και _______________ εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Ευφροσύνης I Βουγιουκλάκη, με τις οποίες τους καλούσε να του καταβάλλουν το συνολικό ποσόν των 62.900,00 ευρώ και 1.798,20 ευρώ αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Τελικώς, οι εναγόμενοι ____________ _____________ του _____________ και ___________ _________ του _____________ κατέβαλαν στον ενάγοντα στις 15-05-2013 το ποσό των 63.329,37 ευρώ σε εκτέλεση του καταψηφιστικού μέρους της υπ’ αριθμ. ____________ αμετάκλητης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο περιλαμβανόντουσαν και τόκοι υπερημερίας και δικαστικά έξοδα. Προηγουμένως, ο ενάγων είχε υποβάλει την από ___________ αίτηση κατά των πιο πάνω τριών εναγομένων ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας του χορηγήθηκε η υπ’ αριθμ. ______________ διαταγή πληρωμής, με την οποία διατάχθηκαν έκαστος των καθ’ ων η’ αίτηση εις ολόκληρον να του καταβάλλουν το ποσό των 30.350,00 ευρώ, που αφορούσε το\ αναγνωριστικό μέρος της υπ’ αριθμ. __________ απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ανωτέρω αγωγής του, ήτοιρο ς 18-01-2006 ως και την ολοσχερή εξόφλησή του, καθώς και το ποσό των 515,00 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Ο ενάγων επέδωσε δύο φορές ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της εν λόγω διαταγής πληρωμής με τις από ____________ και ___________ επιταγές προς πληρωμή συνολικού ποσού 53.250,00 ευρώ και ευρώ στους καθ’ ων η αίτηση στις  ____________ και στις ____________________ αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ______________, ________________ και _______________ εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Δημητρίου Σ. Ραπατζίκου και τις υπ’ αριθμ. _____________, ______________ και _____________ εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ιωάννη Δ. Κοπανά. Εξάλλου, από τις βεβαιώσεις δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης των ετών 2010 και 2014 και από το εκκαθαριστικό του οικονομικού έτους 2013 της ΔΟΥ Ν. Σμύρνης προκύπτει ότι ο εναγόμενος είναι: α) συγκύριος κατά ποσοστό 50% ενός κτίσματος, εμβαδόν 103,50 τ.μ., που βρίσκεται στη ___________ _________ και επί της οδού ________ _____ και έχει κατασκευαστεί το 1996, β) συγκύριος κατά ποσοστό 50% ενός κτίσματος (βοηθητικός χώρος), εμβαδόν 16,85 τ.μ. που βρίσκεται στη ____________ __________ και επί της οδού ____________ ____ και έχει κατασκευαστεί το 1996, γ) συγκύριος κατά ποσοστό 50% ενός κτίσματος (βοηθητικός χώρος), εμβαδόν 11,05 που βρίσκεται στη ___________ ___________ και επί της οδού __________ ____ και έχει κατασκευαστεί το 1996, δ) αποκλειστικώς κύριος ενός κτίσματος, εμβαδόν 97,63 τ.μ. που βρίσκεται στη _____________ ___________ και επί της οδού ____________ 11 και έχει κατασκευαστεί το 1999 και ε) συγκύριος κατά ποσοστό 25% ενός κτίσματος (βοηθητικός χώρος), εμβαδόν 27,90 τ.μ. που βρίσκεται στη ___________ ____________ και επί της οδού ___________ ____ και έχει κατασκευαστεί το 1999, ενώ το συνολικό δηλωθέν εισόδημά του για το ανωτέρω οικονομικό έτος ανέρχεται στο ποσό των 7.461,13 ευρώ και της συζύγου του σε 25.185,05 ευρώ, ήτοι συνολικά 32.646,18 ευρώ. Συνεπώς, ο εναγόμενος έχει ικανοποιητικά εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία, τα οποία του επιτρέπουν να εκτελέσει την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής και επομένως, επειδή δεν συντρέχει περίπτωση οικονομικής αδυναμίας καταβολής του πιο πάνω ποσού που έχει επιταχθεί να πληρώσει στον ενάγοντα και συνακόλουθα η απαγγελία προσωπικής κράτησης δεν λειτουργεί ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του ενάγοντα, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, η εκ μέρους του τελευταίου αξίωση απαγγελίας σε βάρος του προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της υπ’ αριθμ. ______________ Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια της προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού δεν προκαλείται έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος rou από την άσκησή του (ΟλΑΠ 7/2002, ΝοΒ 2003.648, ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔνη 1995.1531, ΑΠ 106/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 158/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 278/2012, ΤΝΠ Νόμος) και για το λόγο αυτό η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που υπέβαλε ο εναγόμενος πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατόπιν των ανωτέρω και σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας απόφασης νομικές σκέψεις, εφόσον αποδείχθηκε ότι η χρηματική απαίτηση του ενάγοντα κατά του εναγόμενου προέρχεται από αδικοπραξία και υπάρχει εκτελεστός τίτλος, ήτοι διαταγή πληρωμής, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δέκτη ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί η προσωπική κράτησή του ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της πιο πάνω Διαταγής Πληρωμής, η διάρκεια της οποίας, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της απαίτησης του ενάγοντα, τη βαρύτητα της προαναφερόμενης πράξης ίου εναγόμενου και τις συνέπειες της, το βαθμό αμέλειας ίου εναγόμενου, τη φερεγγυότητα αυτού, την συνυπαιτιότητα του ενάγοντα στο προαναφερόμενο ατύχημα που προκλήθηκε, την κακή πίστη του εναγόμενου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, την όλη συμπεριφορά του εναγόμενου και τις λοιπές εν γένει περιστάσεις, πρέπει να καθορισθεί σε τέσσερις (4) μήνες και να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα της παρούσας αγωγής ανάλογα με τη νίκη και την ήττα του κάθε διαδίκου (άρθρα 178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με 58 παρ. 3 και 4, 63 παρ. 1 περ. α και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Απαγγέλλει κατά του εναγόμενου προσωπική κράτηση, τη διάρκεια της οποία ορίζει σε τέσσερις (4) μήνες, ως μέσο εκτέλεσης της υπ’ αριθμ. _______________ Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγόμενου ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 02 -07-2014.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Ο ΓΡΑΜΜΑΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία