fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Συντάκτης: Οικονομάκης Χρήστος

Θεωρητική και Νομολογιακή προσέγγιση του ζητήματος της εκτελεστότητας αποφάσεως Συναινετικού Διαζυγίου στην Ελλάδα (ιδία όσο αφορά τα ζητήματα επιμέλειας διατροφής και επικοινωνίας) – Τρόπος εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως – Ποινικές προεκτάσεις του θέματος – Περί ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεως Συναινετικού Διαζυγίου

Α. ΠΕΡΙ ΛΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΥ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ

Σύμφωνα με τη διάταξη ΑΚ 1438 εδ. Β’, ο γάμος λύνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Κατά τα οριζόμενα στον ΚΠολΔ, αμετάκλητη είναι η δικαστική απόφαση που δε δύναται να προσβληθεί με τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα.Ανεξάρτητα από τη διαδικασία διαζυγίου (συναινετικό ή κατ’ αντιδικία) και από το είδος του γάμου  (θρησκευτικό ή πολιτικός), η απόφαση που αποφαίνεται επί της λύσης του γάμου είναι οριστική και συνεπώς δύναται να προσβληθεί με ένδικα μέσα. Όσο λοιπόν υπάρχει η δυνατότητα προσβολής της απόφασης με ένδικα μέσα, αυτή δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου και δε φέρει τις επιδιωκόμενες έννομες συνέπειες για τα μέρη, αλλά και για τους τρίτους, καθώς η απόφαση διαζυγίου ισχύει erga omnes.

Διαδικασία:

1) Προκειμένου να καταστεί αμετάκλητη η πρωτοβάθμια οριστική απόφαση που λύνει το γάμο, τα μέρη προβαίνουν (είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους) σε δήλωση παραίτησης από τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (πρακτική που ακολουθείτο κατά κόρον στα συναινετικά διαζύγια). Παραίτησης από τα ένδικα μέσα νοείται μόνον μετά από την έκδοση της οριστικής απόφασης (599 ΚΠολΔ).

2) Στην περίπτωση που τα μέρη δεν προχωρήσουν σε δήλωση παραίτησης από τα ένδικα μέσα, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη είτε επειδή ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν τα τακτικά και τα έκτακτα ένδικα μέσα είτε επειδή παρήλθαν άπρακτες οι προθεσμίες άσκησης τους. Οι προθεσμίες άσκησης των τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν επιδόθηκε η απόφαση ή όχι. Πιο συγκεκριμένα:

α) αν επιδοθεί η απόφαση: Από την επίδοση της απόφασης ξεκινά η προθεσμία άσκησης  των τακτικών ένδικων μέσων, δηλαδή της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, σε περίπτωση που η απόφαση εκδόθηκε ερήμην. Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε μέρες (503 ΚΠολΔ), ενώ η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα μέρες (518 ΚΠολΔ). Με δεδομένο ότι προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας και έφεσης συμπίπτουν, η απόφαση του πρωτοδικείου καθίσταται τελεσίδικη μετά την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση. Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση γνωστής διαμονής του διαδίκου στην Ελλάδα, ενώ σε περίπτωση άγνωστης διαμονής ή διαμονής στο εξωτερικό οι προθεσμίες τροποποιούνται αναλόγως.

Αφού, λοιπόν, η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, ξεκινά η προθεσμία άσκησης των έκτακτων ένδικων μέσων, δηλαδή της αναψηλάφησης και της αναίρεσης. Η προθεσμία της πρώτης είναι, ειδικά στις γαμικές διαφορές (άρθρο 598ΚΠολΔ) 6 μήνες από την επίδοση της απόφασης, ενώ της αναίρεσης 30 ημέρες από την επίδοση (εφόσον βέβαια πρόκειται για γνωστή διαμονή στην Ελλάδα – ΑΚ 564 παρ. 1). Οι προθεσμίες της αναψηλάφησης και της αναίρεσης συμπίπτουν.Επομένως, η πρωτοβάθμια απόφαση καθίσταται αμετάκλητη εφόσον παρέλθει άπρακτη συνολική προθεσμία των 7 μηνών (30 ημέρες για την άσκηση έφεσης και ανακοπής ερημοδικίας και 6 μήνες για την αναψηλάφηση, στη διάρκεια των οποίων θα έχει παρέλθει και η προθεσμία των 30 ημερών της αναίρεσης).

β) μη επίδοση της απόφασης: Σε περίπτωση μη επίδοσης της πρωτοβάθμιας οριστικής απόφασης, ξεκινά η λεγόμενη «καταχρηστική προθεσμία» άσκησης έφεσης, η οποία έχει ως αφετηρία την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης. Η καταχρηστική προθεσμία της έφεσης είναι 2 έτη (ΑΚ 518 παρ. 2).  Με την παρέλευση της διετούς  προθεσμίας της έφεσης ξεκινά η διετής προθεσμία της αναίρεσης (ΑΚ 564 παρ. 3). Επομένως, στην περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης, η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη μετά την παρέλευση των τεσσάρων ετών

 

Β. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΚΑΤΆ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ

Από το χαρακτήρα αυτό του συναινετικού διαζυγίου ως ελεύθερης κοινής αποφάσεως των συζύγων, που παράγει όμως αποτελέσματα μόνο με τη δικαστική απόφαση, απορρέει η αρχή ότι η δυνατότητα των διαδίκων συζύγων να ανακαλέσουν ελεύθερα στο εφετείο τη δήλωση τους, με βάση την οποία εκδόθηκε η οριστική απόφαση για τη λύση του γάμου (από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), δεν πρέπει να περιορίζεται (δυνατότητα ανακλήσεως) παρά μόνο, ως προς μεν το ουσιαστικό στοιχείο του διαζυγίου (δήλωση των διαδίκων) από τη θεμελιώδη αρχή του ιδιωτικού δικαίου να μην προσβάλλονται συμφέροντα τρίτων που τυχόν στηρίχτηκαν στην ανακαλούμενη απόφαση, ως προς δε το δικονομικό (έκδοση δικαστικής αποφάσεως) να μην παραβιάζονται οι νόμιμες προθεσμίες που οδηγούν στην τελεσιδικία ή στο αμετάκλητο της αποφάσεως (διαφορετικό είναι το ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 758 του ΚΠοΛΔ, βλ. Γαζή ΝοΒ 31, σελ. 1297).

Εξάλλου είναι μεν φανερό ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 516 του ΚΠολΔ βασική προϋπόθεση του δικαιώματος για την άσκηση από ένα διάδικο του ένδικου μέσου της εφέσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος με την έννοια ότι για την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν τα αιτήματα του ή γενικά οι ισχυρισμοί του που τα στηρίζουν. Κατ’ εξαίρεση δε, το δικαίωμα αυτό παρέχεται και στο διάδικο που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, εφόσον όμως υπάρχει και η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος.

Κριτήριο, καταρχήν, για τον προσδιορισμό εδώ του έννομου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη που τυχόν προξενεί γενικά η απόφαση στο διάδικο που νίκησε. Προκειμένου για τις δίκες διαζυγίου, στις οποίες προέχει και το δημόσιο συμφέρον με τη μορφή της διατηρήσεως του γάμου ως κοινωνικού θεσμού, η έννοια της βλάβης θα αναζητηθεί σε ευρύτερα πλαίσια με κριτήριο ότι το συμφέρον αυτό επιτυγχάνεται με την αποφυγή της λύσεως του γάμου (ΑΠ 637/1966 ΝοΒ 15, 569), όταν δηλαδή αυτό επιδιώκει με την έφεση ο διάδικος που νίκησε πρωτοδίκως. Κατά κυριολεξία εδώ, το ένδικο μέσο ενεργεί τυπικά μόνο ως έφεση, για να ανοιγεί ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας και να λειτουργήσει ακολούθως ουσιαστικά ως αίτηση ανακλήσεως της δηλώσεως ή παραιτήσεως από το δικαίωμα της αγωγής που δικάστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Ειδικότερα, προκειμένου για το συναινετικό διαζύγιο που δικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία η δυνατότητα ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως από τους συζύγους βρίσκει στήριγμα στη διάταξη του άρθρου 761 του ΚΠολΔ, με την οποία (στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας) παρέχεται το δικαίωμα εφέσεως και στο διάδικο που νίκησε. Η διάταξη αυτή είναι από εκείνες που συμπορεύεται με τις παραπάνω γενικές διατάξεις που αναφέρονται στο έννομο συμφέρον των συζύγων για τη διατήρηση του γάμου και επομένως βρίσκει εφαρμογή σε’ ό,τι έχει σχέση με τις δίκες του συναινετικού διαζυγίου. Σχετικό είναι εδώ το ζήτημα της αφετηρίας της προθεσμίας για την άσκηση των ένδικων μέσων, η οποία λόγω της ιδιορρυθμίας της δίκης που γίνεται χωρίς αντιδικία δεν θα ταυτιστεί καταρχήν, με το καθιερωμένο γεγονός επιδόσεως της οριστικής αποφάσεως, αφού συνήθως οι ενδιαφερόμενοι δεν αντιμετωπίζουν άμεσο λόγο κοινοποιήσεως της.

Στην περίπτωση του συναινετικού διαζυγίου, εφόσον δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για την προθεσμία αυτή στις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, θα εφαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 741 του ΚΠολΔ η γενική διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία αν δεν επιδόθηκε η απόφαση, η προθεσμία της εφέσεως είναι δύο (2) χρόνια που αρχίζουν από τη δημοσίευση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντιστρατεύεται στο πνεύμα του παραπάνω νόμου που καθιέρωσε το συναινετικό διαζύγιο, αφού σε κάθε περίπτωση η δυνατότητα που δημιουργείται στους διαδίκους συζύγους να επανασυνδέσουν με τη δική τους θέληση μέσα στην προθεσμία αυτή τις σχέσεις τους στο γάμο στηρίζεται στην καθιερωμένη από το δίκαιο γενική αρχή της αδέσμευτης από τους ενδιαφερόμενους ρυθμίσεως των θεμάτων που αναφέρονται στις προσωπικές σχέσεις του γάμου τους με την επιφύλαξη μόνο της μη προσβολής ξένων συμφερόντων. Αυτά, αν τυχόν δημιουργηθούν (π.χ. διγαμίας κλπ) στο μεσοδιάστημα των δικονομικών προθεσμιών που τρέχουν χωρίς κοινοποίηση και οπωσδήποτε είναι μεγάλες, πρέπει να αποτελέσουν λόγο για άρνηση του δικαστηρίου προς εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως που έλυσε με συναίνεση το γάμο και όχι ανασταλτικό (εκ των προτέρων) παράγοντα για τη μη εφαρμογή των παραπάνω γενικών διατάξεων. Ας σημειωθεί ότι αν την εφαρμογή τους δεν ήθελε ο νομοθέτης στο συναινετικό διαζύγιο, θα την απέκλειε με την καθιέρωση συντομότερου τρόπου επιβολής στις σχετικές δίκες της τελεσιδικίας και του αμετάκλητου (ΕΑ 8990/1984 ΕλλΔνη 26, 69).

Γ. Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ ΙΔΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ, ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Η απόφαση συναινετικού διαζυγίου λόγω της φύσεως της αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματα της όταν καταστεί αμετάκλητη τόσο ως προς το κεφάλαιο της που κηρύσσει τη λύση του γάμου, όσο και κατά το κεφάλαιο της που επικυρώνει τη συμφωνία των συζύγων για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή ανηλίκου τέκνου, αφού το αφετήριο χρονικό σημείο ρύθμισης των εν λόγω θεμάτων, οπότε και αυτή (ρύθμιση) ενεργοποιείται, είναι εκείνο που η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη (βλ. άρθρα 1438 ΑΚ και 909 περ.3 ΚΠολΔ, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Αθήνα 2004, υπό το άρθρο 1441, παρ. 36, σελ. 517).

Συνεπεία των ανωτέρω, η εν λόγω απόφαση λόγω της φύσεως της δεν έχει προσωρινή εκτελεστότητα, με συνέπεια να μπορεί να εκτελεστεί μετά την τελεσιδικία της.

Αν οι αντίδικοι έχουν ήδη παραιτηθεί από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της περί ης ο λόγος αποφάσεως (ή αν έχει παρέλθει τετραετία από την έκδοση της), τότε αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ληφθεί απόγραφο της αποφάσεως και να ακολουθήσει επίδοση του απογράφου στον αντίδικο (αν σκοπός είναι η εκτέλεση αυτής ο δικαιούχος διατροφής έχει τη δυνατότητα συντηρητικής κατασχέσεως κάθε κινητής ή ακινήτου περιουσίας του αντιδίκου, την τροπή αυτής σε αναγκαστική κατάσχεση, καθώς και την υποβολή μηνύσεως κατά αυτού για το ποινικό αδίκημα αδίκημα της παραβιάσεως της υποχρεώσεως προς διατροφή κατά άρθρ. 358 Π.Κ. – με την επισήμανση ότι ο χρόνος τελέσεως αυτού δεν είναι δυνατόν να προηγείται της τελεσιδικίας της σχετική αστικής αποφάσεως και της γνώσεως του μηνυομένου για τη σχετική υποχρέωση του”).

Σε περίπτωση που δεν έχει λάβει χώρα παραίτηση από τα ένδικα μέσα, τότε η σχετική απόφαση θα πρέπει να επιδοθεί και ο δικαιούχος να αναμένει την τελεσιδικία της, κατά τα ανωτέρω είτε μετά την έκδοση αποφάσεως επί πιθανής εφέσεως που θα ασκηθεί, είτε – σε περίπτωση μη ασκήσεως εφέσεως – με την παρέλευση των σχετικών προθεσμιών.

 

 

 

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία