fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 2839/2016
8208/4495/2015

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αριάδνη ΚΑΡΝΑΡΟΥ Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεωργία ΠΟΛΥΔΕΡΑ Πρωτόδικη, Βασιλική ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Ελένη ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΥ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του , στις 12/10/2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ- ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. … του…, κάτοικου…, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανδρέα Γαβαλά, 2. … του … , κάτοικου … , ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ανδρέα Γαβαλά.

ΤΩΝ ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. … του … , κάτοικου…, , ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρήστου Οικονομάκη, 2…. , συζύγου , κάτοικου …, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Οικονομάκη.

Οι καλούντες- ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 20-7-2015 κλήσης τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 8208/4495/2015, με την οποία επαναφέρεται για συζήτηση η από 19-2-2014 και αριθμό κατάθεσης 1297/2014 αγωγή τους. Η ως άνω κλήση προσδιορίστηκε για τις 9/3/2016 και κατόπιν αναβολής για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο .

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους .

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Η διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στον περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων, επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως. Επίσης καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αλήθειας. Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Δηλαδή η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος (βλ.ΕφΛαρ 138/2004 Αρμ. 2004. 741, ΕφΑΘ 4340/1988 ΕλλΔνη 31.377, ΠολΠρΘεσ 17249/ 1999 Αρμ. 2000.1129, Νίκα, Πολιτική Δικονομία I 2003 § 51 αρ. 13, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ άρθρο 116 αρ. 12 με περαιτέρω παραπομπές). Η παράβαση του καθήκοντος αυτού και γενικότερα η παράβαση της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης συνεπάγεται, εκτός από δικονομικές κυρώσεις (επιβολή χρηματικής ποινής, καταδίκη στα έξοδα) και την πειθαρχική ευθύνη του πληρεξούσιου δικηγόρου, ενδεχόμενα και ποινική ευθύνη του παραβάτη. Αν ο – εν γνώσει ψευδόμενος ενώπιον του δικαστηρίου – διάδικος είναι αυτός που προβάλλει επιθετικά τον αναληθή ισχυρισμό (με αβάσιμη αγωγή ή ένσταση), τότε μόνο στοιχειοθετείται απάτη επί δικαστηρίου (άρθρο 368 ΠΚ), όταν η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας συνοδεύεται από ψευδή αποδεικτικά μέσα (ενδεικτικά βλ. ΑΠ συμ. 404/2002 ΠοινΧρον 52.984). Διαφορετικά όμως έχει το πράγμα για την ποινική ευθύνη του διαδίκου, του νομίμου αντιπροσώπου και του δικηγόρου του, όταν αυτοί απαντούν ψευδώς, εν γνώσει της αναλήθειας, σε αγωγικό ισχυρισμό ή ένσταση του αντιδίκου και, παρότι είναι αληθινός, δεν τον συνομολογούν, αλλά τον αρνούνται. Διότι το αδίκημα της απάτης είναι υπαλλακτικά μικτό και συντελείται όχι μόνο με την από τον υπαίτιο (που έχει σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο παράνομο περιουσιακό όφελος) εν γνώσει παράσταση σε τρίτο ψευδών γεγονότων ως αληθινών αλλά και με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, εφόσον η παραπλάνηση του τρίτου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή που συνεπάγεται βλάβη της περιουσίας είτε αυτού του ίδιου του παραπλανηθέντος είτε τρίτου προσώπου. Ειδικότερα, η παρασιώπηση (που αποτελεί έναν από τους τρόπους τελέσεως του εγκλήματος της απάτης) ως προϋπόθεση έχει την υποχρέωση προς ανακοίνωση της αλήθειας είτε από το νόμο είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη ενέργεια του δράστη της απάτης. Σύμφωνα όμως με τα προαναφερόμενα, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι· πληρεξούσιοι αυτών έχουν νόμιμη υποχρέωση (άρθρο 1 16 ΚΠολΔ) να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Γι’ αυτό, όταν η αποσιώπηση της αλήθειας μπορεί να παραπλανήσει το δικαστήριο και να το οδηγήσει στην έκδοση δυσμενούς για τον αντίδικο αποφάσεως, η οποία θα προξενήσει σ’ αυτόν περιουσιακή βλάβη που θα αποφευγόταν αν ο διάδικος, ο δικηγόρος κ.λπ., τηρώντας τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις τους, ανακοίνωναν στο δικαστήριο την αλήθεια, συνομολογώντας τη βασιμότητα του κρίσιμου ισχυρισμού του αντιδίκου, μπορεί να στηριχθεί σε βάρος αυτών κατηγορία για εξαπάτηση του δικαστηρίου, εφόσον βέβαια συντρέχουν και οι λοιπές αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις του εγκλήματος αυτού (ΑΠ συμβ. 1310/1989 ΠοινΧρον 40.567). Περαιτέρω, η παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πληροί και τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ) αν δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση που τελικά εκδόθηκε. Έτσι, εκείνος που άσκησε εν γνώσει του ουσιαστικά αβάσιμη αγωγή, η οποία, αν και ουσιαστικά αβάσιμη έγινε δεκτή τελεσιδίκως, δεν είναι επιτρεπτό, ακόμη και όταν η συμπεριφορά του εμπίπτει στις προβλέψεις του άρθρου 919 ΑΚ, να εξαναγκασθεί δικαστικά σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση για ό,τι ο αντίδικος του έχασε ή έπαθε εξαιτίας της τελεσίδικης παραδοχής της αβάσιμης αγωγής, αφού κάθε άλλη αγωγή με την οποία αξιώνεται αποζημίωση από την ως άνω αιτία αποκλείεται, γιατί αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση, δυνάμενο να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση για τους προβλεπόμενους γι’ αυτήν λόγους. Διαφορετικά, βέβαια, έχει το πράγμα όταν η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτήν ο από την άσκηση της αγωγής αυτής ζημιωθείς αντίδικος του παραβάτη ενάγοντος, μπορεί να αξιώσει, βάσει του άρθρου 919 ΑΚ, αποζημίωση, για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επιπλέον εκείνης που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), εφόσον η ζημία του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητας του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μια τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή ηθική βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο αλλά συμπορεύεται μ’ αυτό (ΕφΑΘ 9392/2001 ΕλλΔνη 45.495, ΕφΛαρ 138/2004 ό.π., Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, 1983, σελ. 375, 379, Ν. Νίκας, ό.π. § 51 αρ.20).

Με την υπό κρίση από 19-2-2014 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 1297/2014 αγωγή, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 20-7-2015 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 4495/2015 κλήση, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ο πρώτος εναγόμενος άσκησε, τόσο κατά της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», όσο και κατά των ιδίων ως μελών της, την από 3-1-2006 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 416/41/2006 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι στις 4-10-2015, υπέστη ατύχημα, το οποίο οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα των νυν εναγόντων. Ακολούθως ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι εξαιτίας του ατυχήματος υπέστη μόνιμη βλάβη της υγείας του δεδομένου ότι μειώθηκε η όρασή του, εμφάνισε καρδιολογικά προβλήματα και προβλήματα στον δεξί του ώμο και ζητούσε να υποχρεωθούν η Κοινοπραξία και οι νυν ενάγοντες να του καταβάλουν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. ‘Ότι επίσης ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε την 3-1-2006 έγκληση κατά της Κοινοπραξίας και των μελών της με ίδιο περιεχόμενο ζητώντας την καταδίκη του πρώτου απ’αυτούς, η οποία εκδικάσθηκε στις 6-6-2012 και ο πρώτος από αυτούς αθωώθηκε. Ότι προς υποστήριξη της αναληθούς μήνυσης και αγωγής του πρώτου εναγόμενου εξετάστηκε η σύζυγος και δεύτερη εναγόμενη στις 9-3-2006 ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, στις 6-11-2008 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και στις 14-3-2013 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, η οποία κατέθεσε όσα στην παρούσα αγωγή αναφέρονται. Ότι η ως άνω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμό 1.869/2009 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία επικυρώθηκε με την 4157/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και η Κοινοπραξία και οι ενάγοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον νυν πρώτο εναγόμενο το ποσό των 80.000 ευρώ. Ότι στην αγωγή του, στην έγκληση και στις προτάσεις στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στην έφεση και στις προτάσεις της εφέσεως τους αλλά και ο ίδιος στις 14/3/2013 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, παραποιούσε την πραγματικότητα δόλια και ενσυνείδητα εμφανίζοντας ο ίδιος τον εαυτό του, η δε β’ εναγόμενη αυτόν, ως άτομο τελών σε πλήρη αδυναμία και ανικανότητα να μετακινηθεί μόνος του χωρίς συνοδό, έχοντας πλήρως, οριστικώς και δια βίου αποκοπεί από δραστηριότητες που απολάμβανε στο παρελθόν, όπως δρόμου αντοχής. ‘Ότι ο πρώτος εναγόμενος με την άμεση συνέργεια της δεύτερης, διέπραξε απάτη και πέτυχε να παραπλανήσει τη Δικαιοσύνη και να τους αποσπάσει χωρίς νόμιμη αιτία χρηματικά ποσά που δεν του όφειλαν διότι ενώ εμφανιζόταν αδύναμος και ανίκανος προς μετακίνηση, ξεκινώντας χρονικά αμέσως μετά την κατάθεση της από 3­1-2006 μήνυσης και αγωγής και της από 9-3-2006 κατάθεσης της δεύτερης εναγόμενης στον Πταισματοδίκη Πειραιά, κατά τις ημερομηνίες: 12-3-2006, 26-3-2006, 18-­3-2007, 30-9-2007, 16-11-2008, 24-5-2009, 6-9-2009, 22-5­-2011, 29-5-2011, 5-6-2011, 4-9-2011, 13-1-2013, 17-4-2013, 26-5-2013, 1-6-2013, 29-9-2013, τουλάχιστον έλαβε μέρος σε αγώνες δρόμου, στους οποίους για να ανταπεξέλθει κανείς πρέπει να είναι απολύτως υγιής και δεν θα μπορούσε αν είχε τον ελάχιστο τραυματισμό ή ενόχληση. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστησαν ζημία ύψους 240.000 ευρώ που αντιστοιχεί στις εισπράξεις που θα κέρδιζαν σε περίπτωση ανάληψης δύο έργων αντιπαροχής, η οποία ακυρώθηκε εξαιτίας εσφαλμένων εντυπώσεων για αναξιοπιστία τους και 103.000 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσό που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον πρώτο εναγόμενο σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και διαταγών πληρωμής. ‘Ότι περαιτέρω υπέστησαν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 200.000 ευρώ διότι ο πρώτος από αυτούς για να συγκεντρώσει το ποσό που αντιστοιχούσε στην εξόφληση του καταψηφιστικού ποσού των 92.779,00 ευρώ προέβη σε δανεισμό από φίλους και γνωστούς, γεγονός που επηρέασε αρνητικά την εικόνα που είχαν γι’αυτόν, ο πρώτος εναγόμενος κατέσχεσε εις χείρας τρίτων τα λίγα χρήματα που διέθετε ο πρώτος ενάγων σε τράπεζες με συνέπεια να διασυρθεί στο προσωπικό τους, ο πρώτος εναγόμενος άσκησε αγωγή στην κόρη του πρώτου ενάγοντα για καταδολίευση δανειστών και προκάλεσε σ’αυτόν ενοχές και επιβάρυνση της υγείας του, ο δεύτερος ενάγων υπέστη ψυχολογική πίεση από τις επιδρομές των δικαστικών επιμελητών για να τον συλλάβουν εκτελώντας την απόφαση που διέτασσε την προσωπική του κράτηση, το ίδιο ο γιός του και η σύζυγός του, δεσμεύτηκαν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του και δεν μπορούσε να ασκήσει εμπορικές δραστηριότητες. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούν, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, δεδομένου ότι διευκρινίζονται τα κονδύλια στα οποία αφορά (ΟλΑΠ 30/2007 ΕλλΔνη 48.1637), κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στην προσθήκη των προτάσεών τους, που νόμιμα κατέθεσαν (αρθρ. 223, 295 παρ. I ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 50.000 ευρώ ως αποζημίωση,    το ποσό των 51.500 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 48.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση και συνολικά σε έκαστο το ποσό των 150.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος καθενός των εναγομένων, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 7,9, 14 παρ.2, 18, 22 ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία. Ας σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 45, 221 § 1 εδ. β’ και 223 ΚΠολΔ, μετά τη νόμιμη άσκηση της αγωγής, ο περιορισμός του αιτήματος δεν επιδρά στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, το οποίο εξακολουθεί να είναι αρμόδιο και μετά τον περιορισμό, έστω και αν, μετά από αυτόν, η διαφορά υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου (βλ. ΕφΑΘ 591/2007 ΕλλΔνη 48.871, ΕφΑΘ 1349/2003 ΕλλΔνη 45.1459). Είναι ωστόσο μη νόμιμη και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, η αγωγή, όπως το περιεχόμενό της εκτέθηκε αναλυτικά παραπάνω, αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθμ. 1.869/2009 ουσιαστικά τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί της από 3-1-2006 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 416/41/2006 αγωγής του νυν πρώτου εναγόμενου σε βάρος μεταξύ άλλων και των νυν εναγόντων, η οποία συνεκδικάσθηκε με την από 27-2-2006 και με αρ.καταθ.2970/2006 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση- αγωγή, με την οποία (απόφαση) για τους λόγους που σ’αυτήν εκτίθενται και αποτέλεσαν περιεχόμενο της παρούσας αγωγής, έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 50.000 ευρώ και αναγνωρίστηκε ότι ακόμη του οφείλουν άλλα 30.350 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση (εκείνης) της αγωγής, το οποίο (δεδικασμένο) δύναται να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση για τους προβλεπόμενους γι’ αυτήν λόγους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), οι οποίοι ως εκ της φύσεώς τους και των σκοπών τους οποίους εξυπηρετούν, εμφανίζουν ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσχέρειες.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 23-11­2016 και δημοσιεύθηκε στις 13-12-2016, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία