Περίληψη
Εργατικές διαφορές. Ημερομίσθιο. Εξουσίες δικαστηρίου στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση μετά από αναίρεση. Εκκαλεί την προσβαλλομένη που υπολόγισε το ημερομίσθιο για τον ενάγοντα με βάση τα οριζόμενα στις ΣΣΕ για τον έγγαμο εργαζόμενο πλήρους απασχολήσεως ενώ έπρεπε να υπολογίσει με βάση τα οριζόμενα για τον έγγαμο που εργάζεται 39 ώρες και 6,30 ώρες ημερησίως καθώς και την προσαύξηση 25% για την νυχτερινή απασχόληση. Δέχεται μερικά αγωγή.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Ημερομηνία: 2015
Πρόεδρος: Μιχαήλ Μαραγκάκης
Εισηγήτρια: Μαρία Παπασωτηρίου
Δικηγόροι:
- για την εκκαλούσα (εναγομένη): Κωνσταντίνα Κυριακοπούλου
- για τις εφεσιβλήτους (ενάγουσες): Χρήστος Οικονομάκης
Σκοπούμενο αίτημα: να διατηρηθεί η με αριθ. 6266/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. 2351/2007αγωγής μας
#αυτοκίνητα
#ηθική βλάβη
#ένσταση περί συνυπαιτιότητας του ιδίου του θανόντος στον θανατηφόρο τραυματισμό
#ένσταση περί ιδίας διακινδυνεύσεως – οικείο πταίσμα του θανόντος
Αποτέλεσμα:
Το Δικαστήριο
λαμβάνοντας υπόψη του το βαθμό της υπαιτιότητας του υπαίτιου οδηγού, το βαθμό συγγένειας και τις άριστες σχέσεις των εναγουσών με τον θανόντα, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, πλην της ασφαλιστικής της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση και κρίνει ότι εξαιτίας του αιφνίδιου και υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες θανάτου, του ηλικίας 72 ετών Χ.Κ., πατέρα των εναγουσών, οι τελευταίες συνδεόμενες μαζί του με στενό βαθμό συγγένειας και αγάπης, υπέστησαν έντονη ψυχική οδύνη, θλίψη και στενοχώρια για την απάμβλυνση της οποίας και για ηθική παρηγοριά και ψυχική τους ανακούφιση δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως (άρθρα 298, 299 και 932 ΑΚ), ως μέλη δηλαδή της οικογενείας του.
Συνεπώς, πρέπει να επιδικαστεί σε κάθε ενάγουσα το ποσό των 50.000€ ως χρηματική ικανοποίηση σε καθεμιά αντιστοίχως. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο και επιδίκασε το ίδιο ως άνω χρηματικό ποσό για την ως άνω αιτία, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και τα προσδιοριστικά στοιχεία καθορισμού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως, και ο οικείος δεύτερος και τελευταίος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος και κατ` ακολουθίαν απορριπτέα η έφεση
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
*************************
Αριθμός: 646/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Πέττα – Χριστοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δήμητρα Πάλλα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : … .. του .. .. και της …, κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΚΑΘ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» (πρώην «…»), με διακριτικό τίτλο «..», η οποία εδρεύει στον Πειραιά, εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Χαράλαμπο Ζησιμάτο (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο καλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.5.2010 και με αριθμ. εκθ. καταθ. 5752/2010 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 5624/2011 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη καθ ης η κλήση – εκκαλούσα με την από 27.12.2011 και με αριθμ. εκθ. καταθ. 1389/2011 έφεση της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 296/2013 αυτού, που δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄αυτήν.
Την αναίρεση της τελευταίας αυτής (εφετειακής) αποφάσεως ζήτησε η εναγομένη – καθ` ης η κληση – εκκαλούσα με την από 5.8.2013 αίτησή της προς το Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, το οποίο εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 1166/2014 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε μερικώς, την υπ΄ αριθμ. 296/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
Ήδη με την από 30.6.2014 (αριθ. καταθ. …/2014) κλήση του καλούντος – εκκαλούντος επανέρχεται προς συζήτηση η προκειμένη υπόθεση στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 30/6/2014 και με αύξ. αριθμ. κατάθεσης ../711/30-6-2014 κλήση του εφεσίβλητου – ενάγοντα νόμιμα φέρεται για περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 27/12/2011 και με αύξ. αριθμό κατάθεσης 1389/28-12-2011 έφεση της εκκαλούσας εταιρίας κατά της με 5624/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, μετά την έκδοση της υπ` αριθμ. 1166/2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ` αριθμ. 296/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που είχε εκδοθεί για την έφεση αυτή και παραπέμφθηκε η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλο δικαστή. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε, πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), στα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα, δηλαδή σε όσα αφορούν σε παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, τα οποία συναναιρούνται (ΑΠ 493/2011, ΑΠ 443/2006, ΑΠ 570/2005, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ). Ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης ως ολικής (ΑΠ 493/ 2011 ο.π.). Η μερική αναίρεση αναφέρεται στο κεφάλαιο της απόφασης, στο οποίο αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός και, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δεύτερου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 479/2009, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕΦΑΔ 2009. 831, ΑΠ 722/2009 Δ/νη 2009.1009). Έτσι το Δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους έφεσης, που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση (ΑΠ 63/2009, ΑΠ 1663/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων, 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα για το οποίο έγινε δεκτός ο λόγος της αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφαση του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα, που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 493/2011, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το δικαστήριο της παραπομπής δεν δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά περιστατικά και μπορεί να εκτιμήσει αυτά διαφορετικά. Έτσι το δικαστήριο της παραπομπής μπορεί να εφαρμόσει άλλες νομικές λύσεις, αφού πρόκειται για υπαγωγή διάφορων περιστατικών, χωρίς ο παραμερισμός της νομικής λύσης της παραπεμπτικής αποφάσεως να θεμελιώνει λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 18 του Κ.Πολ.Δ., αφού το δικαστήριο της παραπομπής στην εν λόγω περίπτωση λειτουργεί αυτόνομα (ΑΠ 1663/2008, ΑΠ 109/2006, ΑΠ 1057/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 20/5/2010 και με αύξ. αριθμ. κατάθεσης ../31-5-2010 αγωγή του, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρία να του καταβάλει το ποσό των 30.294,91 ευρώ για διαφορές αποδοχών από 3/10/2005 έως 30/9/2009 για αποζημίωση απόλυσης, για μισθούς Οκτωβρίου, Νοεμβρίου 2009 και για προσαύξηση εργασίας κατά Κυριακές και νύχτες και περαιτέρω, όπως παραδεκτά περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα αυτής σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρία είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Τα ποσά δε αυτά ζήτησε με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστησαν απαιτητά και ειδικότερα όσον μεν αφορά τους δεδουλευμένους μισθούς από την παρέλευση του πρώτου 10ημέρου του κάθε επόμενου μήνα εργασίας, όσον δε αφορά την αποζημίωση απόλυσης καθώς και τη χρηματική ικανοποίηση από την επομένη της απόλυσης του. Τα ποσά αυτά ζήτησε κυρίως με βάση τη σύμβαση και επικουρικά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξέδωσε την εκκαλουμένη υπ` αριθμ. 5624/2011 απόφαση του, με την οποία, μετά από εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δέχτηκε την αγωγή κατά ένα μέρος και υποχρέωσε την εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 23.031,10 ευρώ για τις αιτίες που αναφέρονται αναλυτικά στο σκεπτικό της, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και καταδίκασε την εκκαλούσα – εφεσίβλητη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης εναγομένη εταιρία άσκησε την κρινόμενη από 28/12/2011 έφεση της, καθώς και πρόσθετο λόγο έφεσης με τις κατατεθείσες ενώπιον του Εφετείου προτάσεις της, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε η σε βάρος της αγωγή ν` απορριφθεί στο σύνολο της. Επί της παραπάνω έφεσης και των προσθέτων αυτής λόγων, το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε την υπ` αριθμ. 296/2013 απόφαση του, με την οποία δέχτηκε τυπικά την έφεση και τους προσθέτους λόγους, απέρριψε στην ουσία του πρόσθετους λόγους έφεσης, δέχθηκε κατά ένα μέρος ουσιαστικά την έφεση και έκρινεν ότι ο ενάγων εφεσίβλητος δικαιούται για διαφορές μισθών του το συνολικό ποσό των 12.642,63 ευρώ και για προσαύξηση 25% λόγω νυκτερινής εργασίας το συνολικό ποσό των 11.721,15 ευρώ. Επειδή όμως με την εκκαλουμένη απόφαση είχαν επιδικαστεί στον ενάγοντα τα ποσά των 11.773,48 ευρώ και 11.073,11 ευρώ αντίστοιχα, δηλαδή ποσά μικρότερα των παραπάνω, καθώς επίσης και επειδή δεν υπήρχε παράπονο εκ μέρους του ενάγοντα – εφεσίβλητου για την επιδίκαση των πιο πάνω μικρότερων ποσών, η προαναφερόμενη απόφαση του παρόντος δικαστηρίου επιδίκασε σε αυτόν τα μικρότερα αυτά ποσά και συνολικά 22.846,88 ευρώ, με το νόμιμο τόκο μετά την πάροδο του πρώτου 10ημέρου (την πρώτη επόμενη ημέρα αυτού) του επόμενου μήνα που παρασχέθηκε η εργασία του ενάγοντα – εφεσίβλητου μέχρι την εξόφληση τους.
Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία με την από 5/8/2013 και με αύξ. αριθμ. κατάθεσης 76/5-8-2013 αίτηση της προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 1166/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε μερικώς, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της μέρος, την υπ` αριθμ. 296/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και παρέπεμψε την υπόθεση, κατά το αναιρεθέν μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
΄Ηδη η υπόθεση έρχεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου με την προαναφερθείσα από 30/6/2014 κλήση του ενάγοντα – εφεσίβλητου. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, το παρόν Δικαστήριο θα ερευνήσει εκ νέου, μόνον τους λόγους έφεσης, που σχετίζονται με το αναιρεθέν μέρος της υπ` αριθμ. 296/2013 απόφασης του παρόντος δικαστηρίου, για τους οποίους και μόνον επανακρίνεται.
Με την παραπάνω αναφερόμενη υπ` αριθμ. 1166/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε κατά ένα μέρος η υπ` αριθμ. 296/2013 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: ” … Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε τα ακόλουθα, καθόσον αφορά τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: ΄Οτι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και γνωστοποιήθηκε αρμοδίως, όπως από το σχετικό … έγγραφο αποδεικνύεται, ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη την 3-10-2005, ως εργάτης καθαριότητας, με μηνιαίο μισθό και εν γένει αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εργατική νομοθεσία, εφαρμοστέες δε για τη σύμβαση του ενάγοντα, ενόψει της ειδικότητας του και του είδους της προσφερόμενης απ` αυτόν εργασίας είναι οι οικείες ΔΑ για το βοηθητικό προσωπικό στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών… Ότι το ωράριο εργασίας του συμφωνήθηκε για έξι ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως Σάββατο, κατά τις ώρες από 22:50` έως 6:00` το πρωί της επόμενης ημέρας, με διάλειμμα από 1:00` έως 1:30` π.μ. και 3:00` έως 3:30` π.μ. για 39 ώρες εργασίας όπως στη σύμβαση και στη γνωστοποίηση αυτής αναφέρεται, με βάση δε τα περιστατικά αυτά θα υπολογισθεί το ωρομίσθιο του και όχι για 37 ώρες, όπως εσφαλμένα αναφέρεται και υπολογίζεται με την εκκαλουμένη απόφαση. Ότι το αρχικό ωρομίσθιο του (σημ: προδήλως ημερομίσθιο) ανερχόταν σε 25,96 ευρώ συνολικά, ο μισθός του συμφωνήθηκε να του καταβάλλεται το πρώτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα, από τότε που θα παρείχετο η εργασία του, η οικογενειακή του κατάσταση ήταν έγγαμος… εργάστηκε δε ως τις 5-11-2009, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του εκ μέρους της εναγομένης. Ότι, καθόλη τη διάρκεια της εργασίας του ο ενάγων ελάμβανε ημερομίσθια κατώτερα των προβλεπομένων στις οικείες ΣΣΕ… και δη από τα προβλεπόμενα για το βοηθητικό προσωπικό στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, με την υπ` αριθμ. ΔΑ 23/2005, 39/2006, 19/2007 και 11/2008. Με βάση τα ανωτέρω δέχθηκε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για διαφορές μισθών τα καθοριζόμενα ποσά, για την εξεύρεση των οποίων το Εφετείο, λαμβάνοντας ως βάση το καθοριζόμενο με βάση τις αναφερόμενες ως άνω ΔΑ ημερομίσθιο, εργαζομένου έγγαμου καθαριστή με πλήρη απασχόληση, αφαιρούσε απ` αυτό το καταβαλλόμενο κάθε φορά στον ενάγοντα ημερομίσθιο. Ειδικότερα και ενδεικτικά για το έτος 2005 δέχθηκε ότι οφείλονται στον ενάγοντα τα ακόλουθα ποσά: Για το 10ο μήνα του 2005, 176,64 ευρώ ήτοι 33,32 το δικαιούμενο ημερομίσθιο μείον 25,96 ευρώ το καταβαλλόμενο Χ 24 ημέρες εργασίας. Για τον 11ο μήνα του 2005 για την ίδια αιτία [33,32-25,96] Χ 26 ημέρες εργασίας = 191,36 ευρώ. Για τον 12ο μήνα του 2005, 161,92 ευρώ {33,32 – 25,96 επί 22 ημέρες εργασίας}.
Με όμοιο δε τρόπο, με βάση το αιτούμενο με την αγωγή, ως καθοριζόμενο από τις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη ως άνω ΔΑ, ημερομίσθιο έγγαμου καθαριστή πλήρους απασχόλησης και μετ` αφαίρεση των καταβληθέντων ημερομισθίων, καθόρισε τις προκύπτουσες διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων για το υπόλοιπο ένδικο χρονικό διάστημα, ανερχόμενες στο υπέρτερο των επιδικασθέντων πρωτοδίκως συνολικό ποσό των 12.642,63 ευρώ (ήτοι 529,92 + 2.493,66 + 3.131,18 + 3.227,81 + 3.260,06). Καθόσον δε αφορά την εξεύρεση της ζητούμενης προσαύξησης 25% λόγω παροχής εργασίας κατά νύκτα δέχθηκε ότι: Ο ενάγων εργαζόταν 6 ημέρες την εβδομάδα, από 22:30` μ.μ. ως 6:00` π.μ. της επόμενης ημέρας που ήταν νυκτερινή εργασία, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη προσαύξηση 25% επί του ωρομισθίου του, το οποίο υπολογίζεται για 39 ώρες εργασίας, όπως ζητά με την αγωγή του και όχι για 37 ώρες που εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ημερομίσθιο 6 ημέρες/39 ώρες). Για την αιτία δε αυτή δικαιούται τις εξής διαφορές. Για το έτος 2005, 599,04 ευρώ. Το νόμιμο ημερομίσθιο για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ήταν 33,32 ευρώ και το ωρομίσθιο: (33,32 Χ 6)/39 = 5,13. Επομένως η προσαύξηση: 5,13 Χ 25% = 1,28 ευρώ την ώρα, έτσι δικαιούται για τον 10ο του 2005: (1,28 Χ 6,5 ώρες) Χ 24 ημέρες = 199,68 ευρώ. Για τον 11ο του 2005: (1,28 Χ 6,5 ώρες) Χ 26 ημέρες = 216,32 ευρώ. Για τον 12ο του 2005: (1,28 Χ 6,5 ώρες) Χ 22 ημέρες = 183,04 ευρώ. Με όμοιο δε τρόπο υπολογισμού, με βάση το ισχύον κάθε φορά νόμιμο ημερομίσθιο επί 6, με διαιρέτη τις 39 ώρες εβδομαδιαίας απασχολήσεως του ενάγοντος, επί 25% και επί τις ώρες νυκτερινής απασχολήσεως σε κάθε 24ωρο, κατέληξε ότι ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή, για το έτος 2006 το συνολικό ποσό των 2.573,48 ευρώ, για το έτος 2007 το συνολικό ποσό των 2.784,42 ευρώ, για το έτος 2008 το συνολικό ποσό των 3.006,9 ευρώ και για το από 1-1-2009 μέχρι 4-11-2009 χρονικό διάστημα το ποσό των 2.757,31 ευρώ και συνολικά για την αιτία αυτή 11.721,15 ευρώ (ήτοι 599,04 + 2.573,48 + 2.784,42 + 3.006,9 + 2.757,31). Ακολούθως, επιδίκασε στον ενάγοντα τα μικρότερα ποσά που επιδικάσθηκαν για κάθε αιτία σ` αυτόν με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως αυτά υπολογίσθηκαν και αναφέρθηκαν ανωτέρω, ελλείψει υποβολής παραπόνου για την επιδίκαση των μικρότερων αυτών ποσών από την εκκαλούσα εναγομένη, συμποσούμενα σε 22.846,88 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, καθόσον αφορά τις αιτούμενες διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή τις αναφερθείσες στην αρχή της παρούσας διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 5 και 6 της ΕΓΣΣΕ της 26-2-1975 και της παρ. 9 του άρθρου 38 ν. 1892/1990, όπως ισχύουν, αιτιολόγησε δε ανεπαρκώς και ασαφώς ουσιώδες ζήτημα της υποθέσεως και δη την εξεύρεση του δικαιουμένου από τον ενάγοντα ημερομισθίου, καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα στερώντας την απόφαση του νομίμου βάσεως, ως προς το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, ενώ κατ` αρχή δέχεται ορθώς ότι το ωράριο εργασίας του συμφωνήθηκε για έξι ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως Σάββατο, κατά τις ώρες από 22:30` έως 6:00` το πρωί της επόμενης ημέρας, με διάλειμμα από 1:00` έως 1:30` π.μ. και 3:00` έως 3:30` π.μ. ήτοι για 39 ώρες εργασίας, όπως η ημερήσια και η εβδομαδιαία απασχόληση αυτού διευκρινίζεται στην προσβαλλόμενη, χωρίς να δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση από την αναφερόμενη, κατ` αρχή, διαφορετική ώρα έναρξης της απασχολήσεως του (δηλ. 22:50`) η οποία ακολούθως διευκρινίζεται σαφώς σε 22:30` και εναρμονίζεται τόσο με την ημερήσια από 6:30` ώρες απασχόληση του (μετ` αφαίρεση των διαλειμμάτων) όσο και με την εβδομαδιαία από 39 ώρες (6 Χ 6.30` = 39), στη συνέχεια παρότι δέχεται μειωμένο ωράριο απασχόλησης τόσο ημερησίως (6:30` ώρες) όσο και εβδομαδιαίως (39 ώρες) σε σχέση με το νόμιμο των 40 ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης του συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση, δεν υπολόγισε το ημερομίσθιο του ενάγοντος με βάση τις αποδοχές του τελευταίου (συγκρίσιμου εργαζομένου) που αντιστοιχούν στις ώρες καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, προκειμένου να εξεύρει το δικαιούμενο ημερομίσθιο του τελευταίου, αλλά υπολόγισε τις εν λόγω διαφορές με βάση το νόμιμο ημερομίσθιο συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται εκ του ότι, τελικώς επιδίκασε τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα μικρότερα ποσά, για την αιτία αυτή. Και τούτο διότι, η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε διαφορετικό χρόνο ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του ενάγοντος και εκ τούτου: α) ως διαιρέτη τον αριθμό 37, αντί του αριθμού 39 για την εξεύρεση του ωρομισθίου και β) πολλαπλασιασμό αυτού επί 6,10` ώρες, αντί επί 6.30` ημερησίως προς εξεύρεση του δικαιουμένου ημερομισθίου. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της αίτησης, κατά το τρίτο σκέλος αυτού με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη, για την αιτία αυτή, η εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια είναι βάσιμος”.
΄Οπως αποδεικνύεται από την αρεοπαγιτική αυτή απόφαση, η πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης συνίσταται στο γεγονός, ότι για την εξεύρεση του δικαιούμενου από τον ενάγοντα ωρομισθίου χρησιμοποίησε ως διαιρέτη τον αριθμό 37 αντί του ορθού 39 για την εξεύρεση του ωρομισθίου του και πολλαπλασίασε αυτόν επί 6,10 ώρες αντί του ορθού 6,30 ώρες ημερησίως προς εξεύρεση του ημερομισθίου. Ενόψει αυτής της δεσμευτικής για την παρούσα υπόθεση κρίσης του Αρείου Πάγου, το παρόν δικαστήριο, δεσμευόμενο και από το δεδικασμένο για όλα τα υπόλοιπα τελεσίδικα κριθέντα από την από την υπ΄αριθμ. 296/2013 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου και μη προσβληθέντα ζητήματα (ύψος ημερομισθίων του ενάγοντα που προβλέπονται από τις εν προκειμένω εφαρμοζόμενες συλλογικές ρυθμίσεις, ημέρες εργασίας του ενάγοντα, καταβληθέντα στον ενάγοντα ημερομίσθια κ.λ.π.), προβαίνει σε ορθό υπολογισμό των κονδυλίων, που αφορούν στις διαφορές των δικαιουμένων από τον ενάγοντα – εφεσίβλητο μισθών και τη νόμιμη κατά 25% προσαύξηση του ωρομισθίου του κατά την ένδικη χρονική περίοδο ως εξής:
Α. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΙΣΘΩΝ
- Ετος 2005
α) Οκτώβριος 2005: (33,32 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο Χ 6/39 = 5,126 Χ 6,30 =) 32,29 ευρώ/ημέρα καταβλητέα – 25,96 ευρώ/ημέρα καταβληθέντα = 6,33 ευρώ/ημέρα Χ 24 ημέρες = 151,92 ευρώ.
β) Νοέμβριος 2005: (33,32 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο Χ 6/39 = 5,126 Χ 6,30 =) 32,29 ευρώ/ημέρα καταβλητέα – 25,96 ευρώ/ημέρα καταβληθέντα = 6,33 ευρώ/ημέρα Χ 26 ημέρες = 164,58 ευρώ.
γ) Δεκέμβριος 2005: (33,32 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο Χ 6/39 = 5,126 Χ 6,30 =) 32,29 ευρώ/ημέρα καταβλητέα – 25,96 ευρώ/ημέρα καταβληθέντα = 6,33 ευρώ/ημέρα Χ 22 ημέρες = 139,26 ευρώ.
Σύνολο έτους 2005: (151,92 + 164,58 + 139,26 =) 455,76 ευρώ.
- Ετος 2006
α) Ιανουάριος 2006: (33,32 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο Χ 6/39 = 5,126 Χ 6,30 =) 32,29 ευρώ/ημέρα καταβλητέα – 25,96 Ευρώ) με το νόμιμο τόκο μετά την πάροδο του πρώτου δεκαημέρου (την επόμενη ημέρα αυτού) του επόμενου μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία του ενάγοντα έως την εξόφλησή τους.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης εταιρίας τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα, την οποία και για τους δύο (2) βαθμούς δικαιοδοσίας ορίζει σε χίλια τριακόσια (1300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19 Νοεμβρίου 2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Π.Β.