Περίληψη
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
12ο ΤΜΗΜΑ-ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
ΔΙΚΑΣΙΜΟΣ: 25.04.2013
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ : 5375/2013
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 30/8/2013
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: ΜΑΡΙΑ ΤΑΤΣΕΛΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΙ: «_______ _______-ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΕΓΑ», κ.λ.π. κατά ________ ________ .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
- – Η υπό κρίσιν έφεση των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, κατά της υπ’ αριθμόν 4012/ 2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία επιλύσεως των διαφορών που αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεως για ζημιές που προκλήθηκαν από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού (άρθρα 666, 667, 670 έως 676 και 681 Α’ του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας στους εναγομένους στις 15.12.2011 και το δικόγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13.01.2012, όπως προκύπτει από την από 13.01.2012 έκθεση καταθέσεως του δικογράφου της εφέσεως που αναγράφεται στο σώμα της εκκαλουμένης (βλ. τις υπ’ αριθμούς 5712/Ε/15.12.2011 και 5715/Ε/15.12.2011 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Διονυσίου Κριάρη και την άνω έκθεση καταθέσεως επί του δικογράφου της εφέσεως). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά τους τύπους και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 518 παρ. 2, 533 παρ. 1 και 674 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ).
- – Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, με την από 18.07.2006 (με αύξοντα αριθμό καταθέσεως 135535/6646/2006) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίσθηκε ότι στις 04.07.2005 και στον τόπο που αναφέρεται σε αυτήν, ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το υπ’ αριθμόν κυκλοφορίας ________ ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητό του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο κατά τον ίδιο χρόνο για την έναντι των τρίτων αστική του ευθύνη στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα (αμέλεια) τον τραυματισμό της ως πεζής, κατά το οδικό τροχαίο ατύχημα, το οποίο έγινε κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται ειδικότερα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, αφού παραδεκτώς με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της η οποία έγινε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά του Δικαστηρίου
εκείνου, περιόρισε σε αναγνωριστικά τα καταψηφιστικά αιτήματα της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος: α) το ποσό των 2.760,65 ευρώ ως αποζημίωση για τις θετικές και αποθετικές εκ του ατυχήματος ζημίες της (ήτοι, 760,65 ευρώ για αμοιβές αποκλειστικής νοσοκομόμας+2.000 ευρώ για δαπάνη μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης), καθώς και β) το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, από το οποίο παραιτήθηκε κατά το ποσό των 30 ευρώ προκειμένου να ασκήσει την αξίωσή της ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, και συνολικώς το ποσό των 22.760,65 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ζήτησε, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκαν: α) η υπ’ αριθμόν 863/2008 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση της οριστικής, επί της ουσίας, αποφάσεως και διατάχθηκε η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης σχετικώς με την κατάσταση της υγείας της ενάγουσας και τις συνέπειες του τραυματισμού της και β) η υπ’ αριθμόν 4012/2011 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία, αφού κρίθηκε ότι το ένδικο ατύχημα οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και ειδικότερα αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 12.559,18 ευρώ (ήτοι, 559,18 ευρώ για αμοιβές αποκλειστικής νοσοκόμας+2.000 ευρώ για μελλοντική χειρουργική επέμβαση+10.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονού- νται με την υπό κρίσιν έφεσή τους οι εναγόμενοι για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, για τους λόγους που εκθέτουν, την εξαφάνισή της, προς το σκοπό να απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου τους, άλλως τη μεταρρύθμιση αυτής, ώστε, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, να επιδικασθούν σε αυτή μικρότερα ποσά. - – Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 928, 929 και 914 του Α.Κ. προκύπτει ότι σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει και κάθε θετική ζημία που προκαλείται στον παθόντα και επομένως και κάθε δαπάνη, ενεστώσα ή μέλλουσα, στην οποία αυτός υποβάλλεται για την αντιμετώπιση των συνεπειών που προκα- λούνται λόγω της βλάβης του σώματος ή της υγείας του. Στη δαπάνη αυτή εντάσσονται και τα νοσήλια, όπως είναι μεταξύ άλλων η δαπάνη εκτελέσεως μιας ιατρικώς επιβαλλόμενης μέλ- λουσας εγχειρήσεως την οποία ο παθών δύναται να την απαιτήσει και πριν την πραγματοποίησή της (Αθ. Κρητικός: Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 2008 παρ. 17, αριθμ. 22, σελ. 261, ΕφΑΘ 5508/1993 ΕλλΔνη 36,1578). Από τις άνω διατάξεις, σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς εκείνη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία η αγωγή πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, «σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο», προκύπτει ότι σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας κάποιου και ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως για την προαναφερθείσα δαπάνη, στην οποία υποβάλλεται ο παθών λόγω της βλάβης του σώματος ή της υγείας του, πρέπει, για το ορισμένο της αγωγής, να εξειδικεύονται σε αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, εκτός από τα στοιχεία της αδικοπραξίας, οι επιμέρους δαπάνες κατ’ είδος, έκταση και ποσό, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στον εναγόμενο να αμυνθεί, άλλως η αγωγή είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή δικόγραφα (Αθ. Κρητικός: Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 2008 παρ. 17, αριθμ. 108, σελ. 288, ΑΠ 1088/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1645/2006 ΕλλΔνη 2007.768). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ: «Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή, την ίδια εξουσία την οποία έχει και το Πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή ήταν μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωσή της. Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή, ή το οικείο μέρος της, είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσίαν, εν όλω ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μπορεί και χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο, να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως τις άνω ελλείψεις και ένεκα αυτών να την απορρίψει ως μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, αρκεί ο εκκαλών-εναγόμενος να ζητεί την απόρριψή της, -έστω και για άλλους λόγους, όπως η εσφαλμένη παραδοχή της κατ’ ουσίαν-, και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη για αυτόν απόφαση, χωρίς άσκηση εφέσεως από τον ίδιο ή αντεφέσεως εκ μέρους του ενάγοντος-εφεσι- βλήτου (Σ. Σαμουήλ: Η Έφεση, έκδοση 1993, παρ. 852, σελ. 264, Α.Π. 786/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΕφΑΘ 5908/1993 ΕλλΔνη 36.879, ΕφΑΘ 7298/1993 ΕλλΔνη 35.1118, ΕφΔωδ 295/2005 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΚερκ 113/2002 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Στην περίπτωση αυτή, εφόσον επέρχεται αλλαγή του διατακτικού, εξαφανίζεται προηγουμένως η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και απορρίπτεται η αγωγή, ή το οικείο μέρος της ως μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη (Σ. Σαμουήλ: ό.π., ΕφΑΘ 864/1987 ΕλλΔνη 28.1114). Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή της η ενάγουσα επικαλέσθηκε, μεταξύ άλλων, σε πιστή κατά τούτο αντιγραφή, ότι: «επειδή αποκλειστικός υπαίτιος του ως άνω σοβαρότατου τραυματισμού μου τυγχάνει ο πρώτος των εναγομένων, νόμω δε υπόχρεος εις ολόκληρον μετά της δευτέρας των καθ’ ων να μου καταβάλουν πάσα θετική και αποθετική μου ζημία και δη: 1)………. 2) 2,000 ευρώ, τα οποία θα καταβάλλω εις ιατρούς δια νέα χειρουργική επέμβαση εις ιδιωτικό νευροχειρούργο», αξιώνοντας έτσι ποσό για την αποκατάσταση της μελλοντικής θετικής ζημίας της. Η αγωγή, ως προς το παραπάνω μερικότερο κεφάλαιό της, ήταν, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, παντελώς αόριστη διότι δεν εξειδικεύονται οι επιμέρους δαπάνες που απαιτούνται για τη μελλοντική αυτή επέμβαση κατ’ είδος, έκταση και ποσό (ήτοι, έξοδα νοσηλείας, αμοιβές χειρουργού ιατρού και αναισθησιολόγου, έξοδα χειρουργείου, δικαιώματα κλινικής, αξία υλικών, κ.λ.π.), παρά μόνο επιδιώκεται η επιδίκαση συλλήβδην του ως άνω αιτούμενου ποσού, χωρίς την προσθήκη κανενός από τα πρόσθετα ως άνω στοιχεία (ΕφΑΘ 2241/2011 ΤΝΠ του ΔΣΑ, ΕφΘεσ. 949/2000 Αρμεν 2001.324). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ήδη εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ως ορισμένη την αγωγή και κατά το παραπάνω κεφάλαιό της και στη συνέχεια μετά από έρευνα και της ουσιαστικής της βασιμότητας έκανε δεκτό το σχετικό κονδύλιο και επιδίκασε στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το ποσό των 2.000 ευρώ, παρότι η αγωγή ως προς το κεφάλαιο αυτό δεν ήταν ορισμένη και έπρεπε να απορριφθεί, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, ο συναφής πρώτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια αυτή, να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό με το παραπάνω κονδύλιο κεφάλαιό της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο τούτο, να απορριφθεί το κονδύλιο αυτό ως αόριστο.
- – Από την εκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρος αποδείξεως ________ ________ , ο οποίος εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμόν 863/2008 μη οριστική απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου εκείνου, το σύνολο των εγγράφων τα οποία νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και τα δημόσια έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής διαδικασίας με καταθέσεις μαρτύρων, έκθεση αυτοψίας και σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως ως δικαστικά τεκμήρια, κατά τη διάταξη του άρθρου 395 του ΚΠολΔ (ΑΠ 788/2006 ΝοΒ 2006.1280, Α.Π. 1286/ 2003 ΧρΙδΔ 2004.245/ ΕλλΔνη 46.406, Α.Π. 1492/2002 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 1428/2000 ΕλλΔνη 42. 678, ΑΠ 159/1992 ΕλλΔνη 33.814), μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται παρακάτω χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υποθέσεως (Α.Π. 548/2011, Α.Π. 330/2011, Α.Π. 354/2006 σε Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1150/2003 ΕλλΔνη 46.406, ΑΠ 1229/2002 ΕλλΔνη 44.128, ΑΠ 587/1992 ΕλλΔνη 35.1278), την υπ’ αριθμόν 212/2010 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, την οποία συνέταξε ο ορθοπεδικός χειρουργός Θεόδωρος Σαρηγεωργίου, ο οποίος διορίσθηκε πραγματογνώ- μονας με την υπ’ αριθμόν863/2008 μη οριστική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία εκτιμάται ελευθέρως κατά τη διάταξη του άρθρου 387 του ΚΠολΔ, και από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους με τα δικόγραφά τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 04.07.2005 και περί ώρα 09:00 ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το υπ’ αριθμόν κυκλοφορίας ________ ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του μη διαδίκου ________ ________ , το οποίο ήταν ασφαλισμένο κατά το χρόνο εκείνο ως προς την ευθύνη για τις προκαλούμενες κατά τη λειτουργία του υλικές ζημίες και σωματικές βλάβες προς τρίτους στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ενεργώντας οπισθοπορεία κατά την έξοδό του από ιδιωτικό χώρο σταθμεύσεως επί της οδού ________ ________ στη Νίκαια προκειμένου να ακολουθήσει στη συνέχεια πορεία από τη Νίκαια προς την Άνω Νεάπολη, δεν αντελήφθη την ενάγουσα, η οποία κατά την ίδια χρονική στιγμή διέσχιζε πεζή το οδόστρωμα της οδού ________ ________ κινούμενη από τα αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του, με αποτέλεσμα να την παρασύρει και να την τραυματίσει. Αποκλειστικώς υπαίτιος του ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος από έλλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας και προσοχής ενεργώντας οπισθοπορεία παρέσυρε την ενάγουσα που διέσχιζε πεζή το οδόστρωμα, όπως εξ άλλου έκρινε και η εκκαλουμένη, της οποίας η κρίση και οι παραδοχές ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας δεν πλήττονται με λόγο εφέσεως. Κατά το ένδικο ατύχημα τραυματίστηκε η ενάγουσα, η οποία διακομίστηκε αρχικά στο Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο ________ _________ «________ », όπου εκεί διαγνώ- στηκε ότι είχε υποστεί υποκεφαλικό κάταγμα (αρ) μηριαίου (ισχίου) καθώς και κάταγμα (αρ) πηχεοκαρπικής αρθρώσεως και ακολούθως διακομίσθηκε στο εφημερεύον Γενικό Νοσοκομείο ________ «________ », όπου εκεί με την ίδια διάγνωση υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ημιαρθροπλαστικής προς αντιμετώπιση του κατάγματος του (αρ) ισχίου, ενώ το κάταγμα (αρ) πηχεοκαρπικής αντιμετωπίσθηκε συντηρητικά με την τοποθέτηση γυψονάρθηκα. Παρέμεινε νοσηλευόμενη στο άνω νοσοκομείο μέχρι τις 17.07.2005, οπότε έλαβε εξιτήριο με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αγωγής και συστάσεις για παρακολούθηση στα Τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία (βλ. το από 04.07.2005 ιατρικό σημείωμα και το υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 12424/01.08. 2005 ιατρικό πιστοποιητικό του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Δυτικής Αττικής «________ » και τις υπ’ αριθμούς πρωτοκόλλου 39163/11.10.2005 και 36303/14.12.2006 ιατρικές βεβαιώσεις νοσηλείας και το από 18.07.2005 ιατρικό σημείωμα του Γενικού Νοσοκομείου ________ «________ »), Έκτοτε, η ενάγουσα παρέμεινε κλινήρης στην οικία της για αρκετό διάστημα και κατά την οίκοι νοσηλεία και ανάρρωσή της παρακολούθησε κατά σύσταση των θεραπόντων ιατρών της πρόγραμμα φυσικοθεραπειών, εξακολούθησε να παρακολουθείται από αυτούς και να ακολουθεί τις οδηγίες τους, καθώς εμφάνιζε ήπια χωλότητα (αρ) σκέλους και έχρηζε βακτηρίας και υποβοηθήματος βάδισης. Εξεταζόμενη στις 17.04.2007 από τους ιατρούς του Ι.ΚΑ., στο οποίο καλυπτόταν ασφαλιστικώς ως έμμεσο μέλος του συζύγου της, εμφάνιζε αντιρροπιστική σκολίωση της σπονδυλικής στήλης λόγω του κατάγματος του (αρ) ισχίου και χρόνια οσφυαλγία, η οποία αντιμετωπίσθηκε με αντιφλεγμονώδη και μυοχαλαρωτικά φάρμακα, εξακολουθούσε δε να χρησιμοποιεί βακτηρία χειρός κατά τη βάδιση (βλ. το από 17.04.2007 ιατρικό σημείωμα του ιατρού του Ι.Κ.Α. Γεράσιμου Ιωακειμίδη). Όταν, τέλος, στις 21.05.2010 εξετάσθηκε από το διορισθέντα από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα Θεόδωρο Σαρηγεωργίου, χειρουργό ορθοπεδικό, βρέθηκε να βαδίζει μικρές αποστάσεις με τη βοήθεια βακτηρίας χειρός, εμφάνιζε σημαντική χωλότητα του (αρ) σκέλους, η οποία σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αποτελεί βλάβη μόνιμη («τελική») σε ποσοστό 50%-65% εξ αιτίας των καταγμάτων και των αναπτυχθεισών βλαβών, ενόψει του ότι παρήλθε χρονικό διάστημα πέντε ετών από το ατύχημα. Τούτο, της προσδίδει μία αναπηρία, η οποία την εμποδίζει να βαδίζει σε μεσαίες και μεγαλύτερες αποστάσεις άνω των 200 μέτρων και να εκτελεί πλήρως τις εργασίες της οικίας και τις καθημερινές εξωτερικές εργασίες, ενώ έχει επηρεασθεί και η ψυχική της υγεία. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση πραγματογνωμοσύνης η ενάγουσα, ηλικίας κατά το χρόνο του ατυχήματος 61 ετών, θα πρέπει να υποβληθεί μελλοντικώς σε μια νέα χειρουργική επέμβαση αντικαταστάσεως της πρόθεσης του (αρ) ισχίου, λόγω της φυσιολογικής φθοράς της, καθώς αυτή υφίσταται χαλάρωση με την πάροδο του χρόνου, κυρίως στη 10ετία, και απαιτείται αντικατάστασή της. Από την προαναφερθείσα εις βάρος της αδικοπραξία του πρώτου εναγομένου η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας και της στεναχώριας που δοκίμασε εξ αιτίας του τραυματισμού της, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως. Η έκταση αυτής, αφού ληφθούν υπόψιν οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, η αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου στην επέλευσή του, η φύση του τραυματισμού που αυτό προκάλεσε στην ενάγουσα συνεπεία του οποίου υποβλήθηκε στη χειρουργική επέμβαση που αναφέρθηκε και στο μέλλον θα υποβληθεί σε νέα, οι πόνοι που δοκίμασε, η βλάβη που επήλθε και η έκτασή της, η διάρκεια που η ενάγουσα νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο και το χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε στη συνέχεια για την ανάρρωσή της, η εξελικτική πορεία της υγείας της, η οποία δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως αφού αυτή χωλαίνει, και οι συνέπειες του τραυματισμού της στην προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική της ζωή, ενόψει και της ηλικίας της κατά το χρόνο του ατυχήματος (61 ετών, ως γεννηθείσα κατά τη διάρκεια του έτους 1944) και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων (χωρίς ιδιαίτερα εισοδήματα ή περιουσία, αφού δεν γίνεται επίκληση από τους διαδίκους), ενώ η ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας είναι μόνον εγγυητική, πρέπει να καθορισθεί, πέραν του ποσού των 30 ευρώ για το οποίο η ενάγουσα επιφυλάχθηκε να ασκήσει την αξίωσή της παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, στο ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο, κατ’ άρθρον 932 του Α.Κ., σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και της βλάβης που επήλθε και εκτιμώντας τα προαναφερθέντα στοιχεία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και καθόρισε το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως της ενάγουσας στο ίδιο ως άνω ποσό των 10.000 ευρώ και ακολούθως το επιδίκασε σε αυτήν για την προαναφερθείσα αιτία, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, και ο συναφής δεύτερος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, κατά τον οποίο το πιο πάνω ποσό, το οποίο επιδικάσθηκε στην ενάγουσα με την εκκαλουμένη ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης έρχεται σε αντίθεση με τη θεσπιζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, η οποία, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών τους, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και με βάση αυτή να της επιδικασθεί μικρότερο ποσό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενόψει του ότι δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση έδαφος άμεσης εφαρμογής της άνω διατάξεως του Συντάγματος, αφού και ο κοινός νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (ΟλΑΠ 6/2009). Ενόψει τούτων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα με τον οποίο να πλήττονται άλλα κεφάλαια της εκκαλουμένης, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανι- σθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις, ακόμη και ως προς τη διάταξη περί της δικαστικής δαπάνης, χωρίς προς τούτο ειδικό λόγο εφέσεως, λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (Α.Π. 192/1998 ΕλλΔνη 39.815, Α.Π. 748/1984 ΕλλΔνη 26.642, ΕφΠειρ 91/ 2004 ΠειρΝομ 2004.160, ΕφΔωδ 61/2004 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και δικασθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτό το παραπάνω κονδύλιο για το ποσό που αναφέρθηκε (ήτοι, 10.000 ευρώ) και αφού προστεθεί σε αυτό και το κονδύλιο των 559,18 ευρώ το οποίο επιδικάσθηκε στην ενάγουσα με την εκκαλουμένη και δεν προσβλήθηκε με την έφεση, για να υπάρχει ένας ενιαίος τίτλος εκτελέσεως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 10.559,18 ευρώ (ήτοι, 10.000+559,18), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας-εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί κατά ένα μέρος μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας καθενός από αυτούς (άρθρα 106,178 παρ. 1,183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος αυτής εις βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 04.01.2012 έφεση κατά της υπ’ αριθμόν 4012/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Δέχεται κατά τους τύπους και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη.
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν επί της από 18.07.2006 αγωγής.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (10.559,18), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. -Και
Καταδικάζει τους εναγομένους σε ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ και συμψηφίζει αυτήν κατά το υπόλοιπο μέρος της,
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30-8-2013
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ