Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός 122145/2004
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΠΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜ/ΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Συνεδρίαση της 18/10/2004
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Κωστής Παναγιώτης Πλημμελειοδίκης, Παπαδάκης Ιωάννης Αντιεισαγγελέας (διότι ο Εισαγγελέας Πλημ/κων κωλύεται), Μαρίνου Φωτεινή Γραμματέας.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: _________ ________ κάτοικος ________ ________ ΠΑΡΩΝ
ΠΡΑΞΗ: Παράβαση Νόμου για επιταγές.
Κατά τη σημερινή δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση του Δικαστηρίου, Ο Πλημ/κης εκφώνησε το όνομα του κατ/νου ο οποίος αφού εμφανίστηκε και ρωτήθηκε από τον Πλημ/κη σχετικά με την ταυτότητα του κλπ, είτε ονομάζεται όπως αναγράφεται παραπάνω και διορίζει συνήγορο για να τον υπερασπιστεί τον παρόντα δικηγόρο ΤΟΥΝΤΑ ΜΑΡΙΝΑ (ΑΜ) 024976.
Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος του κατηγ/νου προέβαλε τον εξής κάτωθι αυτοτελή ισχυρισμό.
ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΚΗΡΥΞΕΩΣ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΕΩΣ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ
Η εταιρία με την επωνυμία «__________ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» κατέθεσε κατά ταυ κατηγορουμένου την από 3-9-2001 μήνυση της ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς που εγχειρίστηκε την 4-9-2001 , φέρουσα υπογραφή στο σώμα της μηνύσεως από τον «ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΜΗΝΥΤΡΙΑΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ» (χωρίς να ανάφέρεται και να βεβαιώνεται ποιος είναι αυτός) , ενώ η έκθεση εγχειρήσεως της υπογράφεται από τον δικηγόρο Πειραιώς Μανώλη Ζουλάκη.
Για να αιτιολογήσει τη χορήγηση εξουσιοδοτήσεως προς αυτόν για την κατάθεση της εν λόγω μηνύσεως ο καταθετών την έγκληση Δικηγόρος προσκομίζει την από 3-9-2001 εξουσιοδότηση του ______ ________ προς τον ως άνω Δικηγόρο με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τον ως άνω Δικηγόρο σύμφωνα με την οποία υπεύθυνη δήλωση « εξουσιοδοτώ με την παρούσα υπό την ιδιότητα μου ως εκπρόσωπος της εταιρίας «__________ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» τον δικηγόρο ΜΑΝΩΛΗ L ΖΟΥΛΑΚΗ (2026 ΔΣΠ) να καταθέσουν ενώπιον της Εισαγγελίας Πειραιώς μήνυση κατά __________ __________ για έκδοση ακάλυπτης επιταγής ποσού 1.260.000 δραχμών με αριθμό 2957389-6 Εθνικής Τράπεζας και να λάβει αντίγραφο της μηνύσεως».
Εκ των ανωτέρω συνάγονται τα ακόλουθα
Κατά το άρθρο 46 ΚΠοινΛ σε συνδυασμό με το άρθρο 42 παρ. 2 ΚποινΔ «Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο.
“Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης. Μπορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά οπότε συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 148 επΛ [Τα εντός τέθησαν όπως τροπ. με το άρθρ. 4 παρ.1 ν. 1653/86 ΦΕΚ 173 Α της 8-11-86]».
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η εξουσιοδότηση δεν είναι σαφής και ορισμένη μια και δεν αναφέρει το χρόνο τελέσεων του αδικήματος που περιγράφει σε καμία περίπτωση αφού δεν αναφέρεται ο χρόνος εμφανίσεως αυτής προς πληρωμή και σφραγίσεως της. ούτε προσδιορίζεται σ’ αυτό η ταυτότητα της πράξεως, δεν αναφέρεται ο λογαριασμός από τον οποίο σύρεται η επίδικη επιταγή.
Κατ’ άρθ. 46 ΚΠΛ, και σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο-42 παρl 2,3 ΚΠΛ, με την πληρεξουσιότητα που δίνεται πρέπει να παρέχεται η ειδική εντολή να υποβάλει έγκληση ο πληρεξούσιος για ορισμένο έγκλημα που πρέπει να εξατομικεύεται κατά τρόπο ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα της πράξης και τη βούληση του εντολέα για τη δίωξη εγκλήματος που τελέστηκε κατ’ αυτού και δεν αρκεί η γενική και αόριστη εντολή στον πληρεξούσιο να εγχειρίσει την έγκληση (Ζησιάδη Ποινική Δικονομία, έκδ. Γ’ τομl Α’ σελ 335, ΑΠ104/1988ΠοινXo ΛΗ’ 476. ΑΠ498/1967 ΠοινΧρ ΙΗ’ 38. ΑΠ58/1967 ΠοινXρ 1Ζ’ 298).
Επειδή κατά συνέπεια η ούτω υποβληθείσα έγκληση δεν είναι νόμιμη , εφ’ όσον στην προμνησθείσα εξουσιοδότηση δεν περιείχετο και η ρητή εντολή για υποβολή της συγκεκριμένης εγκλήσεως, ούτε προσδιορίζεται σ’ αυτό η ταυτότητα της πράξεως, δοθέντος επιπλέον ότι ο ρηθείς αντιπρόσωπος, προ της παρελεύσεως τριμήνου από την έγκληση φερομένης τελέσεως της πράξεως, δεν εξετάστηκε και δεν επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της ανωτέρω εγκλήσεως, ώστε να επιβεβαιώσει, ισχυροποιήσει και εγκυροποιηθεί αυτό αναδρομικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2 και 3, 46 και 50 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠΔ η γενομένη κατά τα άνω δίωξη είναι απαράδεκτος σε κάθε περίπτωση και για τους ως άνω λόγους ως τέτοια αιτούμαι δια της παρούσης μου να κριθεί.
Επιπλέον τονίζω ότι η υποβληθείσα κατά εμού μήνυση φέρει υπογραφή αδιευκρίνιστο στο τέλος αυτής όπου αναφέρει «Ο ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΜΗΝΥΤΡΙΑΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ» χωρίς να αναφέρεται το όνομα και τα στοιχεία του υποβάλλοντος αυτήν, ενώ εν συνεχεία εγχειρίζεται από τον ως άνω Δικηγόρο κατά τρόπο που τυγχάνει παντελώς αόριστη και ασαφής ως προς τον υποβάλλοντα αυτήν. Και ως τέτοια πρέπει ως μη νόμιμος να απορριφθεί.
Αθήνα 18-9-2004
Ο κατηγορούμενος μετά του συνηγόρου του.
Ο Εισαγγελέας λαβών το λόγο πρότεινε την απόρριψη του αυτοτελή ισχυρισμού της προκειμένης υποθέσεως και ι την πρόοδο της δίκης.
Ο Πλημμελειοδίκης με την παρουσία και της Γραμματέως κατάρτισε και δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίασή του την 122145/2004 απόφαση η οποία έχει ως εξής:
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ποιος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσης εταιρείας προκύπτει από την πρώτη σελίδα της εγκαλούσας-μηνυμάτων. Περαιτέρω η υπεύθυνη δήλωση της οποίας το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώνεται από δικηγόρο, είναι ορισμένος και δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα της πράξης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την πρόταση του Εισαγγελέα ως νόμιμη.
Απορρίπτει τον αυτοτελή του κατηγορουμένου.
Διατάσσει την πρόοδο της δίκης·
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αυθημερόν.
Αθήνα 18/10/2004
Ο Πλημμελειοδίκης Η Γραμματέας
Μετά την απαγγελία της παραπάνω απόφασης
Ο Πλημμελειοδίκης συνέστησε στον κατηγορούμενο να προσέξει την εναντίον του κατηγορία καθώς και τη συζήτηση που πρόκειται να διεξαχθεί. Συγχρόνως τον πληροφόρησε ότι έχει το δικαίωμα να αντιτάξει πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του και να υποβάλλει.τις παρατηρήσεις του μετά το τέλος της εξετάσεως του κάθε μάρτυρα, καθώς και κατά την έρευνα του οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο, απήγγειλε με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία και πρόσθεσε ότι, για την υποστήριξη της κατηγορίας, έχει κλητεύσει τον αναγραφόμενο κάτω από το κατηγορητήριο μάρτυρα κατηγορίας, το όνομα το οποίο εκφώνησε ο Πλημμελειοδίκης και ο οποίος βρέθηκε απών.
Στο σημείο αυτό εμφανίστηκε ο Δικηγόρος Αθηνών, Ζουλάκης Εμμανουήλ και αφού έλαβε τον λόγο είπε ότι: Ο ________ ________ ο νέος εκπρόσωπος της εταιρείας __________ απουσιάζει στο εξωτερικό.
Ο Πλημμελειοδίκης ζήτησε κατόπιν από κατηγορούμενο γενικές πληροφορίες για την πράξη για την οποία κατηγορείται και ταυτόχρονα του κατέστησε γνωστό ότι η απολογία του θα γίνει μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.
Ο κατηγορούμενος έδωσε τις πληροφορίες που του ζητήθηκαν και δήλωσε ότι δεν κλήτευσε μάρτυρα υπερασπίσεως.
Στην συνέχει με πρόταση του Εισαγγελέα και εντολή του Πλημ/κη αναγνώστηκαν: Tο από 30/7/2003 καταστατικό τροποποίησης ομόρρυθμης εταιρείας.
Το από 15/10/04 με αρ. ΦΑΞ __________ της εταιρείας _________ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ 1 φωτ επιταγής.
Ο κατηγορούμενος προσκλήθηκε από τον Πλημμελειοδίκη να απολογηθεί και είπε:
Δεν έχω πληρώσει την επιταγή.
Πήγα να δώσω τα χρήματα η εταιρεία μου ζητά τα διπλά.
Μου έχουν κάνει πτώχευση.
Αν έδινα τα χρήματα, δεν μου έδιναν το σώμα επιταγής για η εταιρεία μου είπαν κάνει αποφορολόγηση.
Περαιτέρω ο Πλημμελειοδίκης ρώτησε το^· Εισαγγελέα και τους διαδίκους αν έχουν ανάγκη να διενεργηθεί συμπληρωματική εξέταση ή να διασαφηνιστεί κάποιο στοιχείο και αφού έλαβε αρνητική απάντηση, κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας.
Ο Εισαγγελέας στον οποίο δόθηκε ο λόγος, αφού ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος.
Η συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο, ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την αθώωση του πελάτη της.
Ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε από τον Πλημμελειοδίκη εάν έχει να προσθέσει
οτιδήποτε για την υπεράσπισή του και απάντησε αρνητικά.
Κατόπιν τούτων ο Πλημμελειοδίκης κήρυξε το πέρας της συζητήσεως.
Ο Πλημμελειοδίκης στη συνέχεια, με την παρουσία και της Γραμματέα, κατάρτισε και δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση του την 122145/2004 απόφαση του, που έχει ως εξής:
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγηρουμένου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι, ο κατηγορούμενος, έχει τελέσει τη πράξη που του αποδίδεται, με το ακροατήριο και πρέπει να κηρυχθεί. ένοχος διότι εξέδωσε στην Αθήνα την 30/6/2001 την υπ’αριθμ 2457389-6 ποσού 1.296.000 η οποία δεν πληρώθηκε.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ παρόντος του κατηγορουμένου _______ ________.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτόν ένοχο του ότι: Στην Αθήνα την 30/6/2004 εξέδωσε με πρόθεση επιταγή, που δεν πληρώθηκε στον κομιστή, γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα την επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα την επιταγή με αριθμό __________ για να πληρωθεί από την ___________ Τράπεζα για δραχμές 1.296.000 σε διαταγή _________ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ και αφού παρουσιάστηκε την 9-7-2001 νόμιμα και εμπρόθεσμα, στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε γιατί δεν υπήρχε αντίκρισμα.
Μετά την απαγγελία της αποφάσεως.
Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα που πρότεινε να επιβληθεί εις βάρος του κατηγορουμένου που κηρύχθηκε ένοχος ποινή φυλακίσεως 4 μήνες και χρηματική ποινή 600 ευρώ
Tον συνήγορο του κατηγορουμένου που ζήτησε το ελάχιστο όριο της ΕΦΕΣΙΜΟΥ ΠΟΙΝΗΣ.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 1α, 27 1 ΠΚ και άρθρο 79 Ν5960/33 σε συνδ. προς άρθρο. 1 ΝΔ 337/69 ως αντικ. δι’άρθρο 1 ΝΔ 1325/72 και άρθρο 4 1 Ν 2408/96.
To Δικαστήριο, λαμβάνοντας αφ’ ενός υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος που ο κατηγορούμενος έχει τελέσει και αφ’ ετέρου την προσωπικότητά του κατηγορουμένου, κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του η ποινή που αναφέρεται στο διατακτικό.
Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση του αυτή, αφού έλαβε επίσης υπόψη του, κατά την εκτίμηση που έκανε όσον αφορά τη βαρύτητα του εγκλήματος και τα ακόλουθα αξιολογικά στοιχεία: Τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα καθώς και τον κίνδυνο που προκλήθηκε εξαιτίας του εγκλήματος, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, τις περιστάσεις (χρόνος, τόπος, τρόπος) κάτω από τις οποίες προπαρασκευάστηκε και τελέστηκα το έγκλημα, την ένταση του δόλου ή τον βαθμό της αμελειάς του κατηγορουμένου.
Το Δικαστήριο έλαβε ακόμη υπόψη του, για την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, τα αίτια που τον ώθησε να τελέσει το έγκλημα, την αφορμή που το προκάλεσε, τον σκοπό που ο κατηγορούμενος επιδίωξε τον χαρακτήρα τoυ και τον βαθμό της αναπτύξεως του τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και τον πρότερο βίο καθώς και την κατά τη διάρκεια της πράξεως αλλά και τη μετά την πράξη διαγωγή του. Τέλος το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τους οικονομικούς όρους του κατηγορούμενου, και των μελών της οικογένειας του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών και χρηματική ποινή εξακόσια (600) ευρώ καθώς και στα έξοδα της δίκης 29 ευρώ.
Στο σημείο αυτό η συνήγορος του κατηγορουμένου έλαβε το λόγο και ζήτησε να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σε βάρος του πελάτη της για μία τριετία
Ο Πλημμελειοδίκης ρώτησε τον κατηγορούμενο εάν έχει έως τώρα καταδικαστεί άλλη φορά και έλαβε αρνητική απάντηση.
Ο Εισαγγελέας αφού έλαβε το λόγο, πρότεινε την αναστολή της έκτασης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε δυνάμει της προκειμένης αποφάσεως, εις βάρος του κατηγορουμένου για μία τριετία.
Ακολούθως το Δικαστήριο, κατόπιν μυστικής διασκέψεος, με την παρουσία και της Γραμματέα του, κατάρτισε και ο Πλημ/κης δημοσίευσε την ταυτάριθμη με την παραπάνω απόφασή του, η οποία είναι η εξής:
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την έρευνα τον περιστάσεων κόπο από τις οποίες τελεστήκε η πράξη και ιδίως από τα αίτια που την προκάλεσαν, τον προηγούμενο βίο και τον χαρακτήρα του κατηγορούμενου, καθώς και από την δήλωση του κατ/νου ενώπιον του δικαστηρίου ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταδικαστεί για αξιόποινη πράξη, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία έτσι ώστε να τον αποτρέψει από το να τελέσει άλλες αξιόποινες πράξεις. Πρέπει συνεπώς, δεδομένου ότι συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι όροι τον διατάξεων τον άρθρων 99-100 του ΠΚ να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής φυλακίσεως που επιβλήθηκε εις βάρος του κατηγορουμένου για μία τριετία.
ΓΙΑ TOYΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την προαναφερόμενη ποινή φυλάκισης των τεσσάρων (4) μηνών για μία τριετία.
Ο Πλημμελειοδίκης τέλος κατέστησε γνωστούς στον κατηγορούμενο τους όρους με τους οποίους του χορηγήθηκε η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής που του έχει επιβληθεί.
Γίνεται μνεία ότι μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα και πριν από την έκδοση κάθε απόφασης, δίδονταν ο λόγος κατά σειρά, σε όλους τους παράγοντες της δίκης, τελευταία δε πάντοτε στον κατηγορούμενο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε αμέσως στο ακροατήριό του.
ΑΘΗΝΑ 18/10/2004
Ο ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ