fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης: 5419/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αφροδίτη Παπανικολάου, Πρωτόδικη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Σύρρου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 9.4.2013, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: __________   __________  του __________  , κατοίκου Σαλαμίνας, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Ελευθέριου Φυλλαδάκη.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) __________  __________  του __________  , κάτοικου Σαλαμίνας, 2) __________  __________  του __________  , κατοίκου Σαλαμίνας, οι οποίοι παραστάθηκαν ο πρώτος δια και ο δεύτερος μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Αθανασίου Ψάλτη.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 2.8.2012 αγωγή της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7827/2012, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 13.11.2012 και μετά από αναβολές για τη σημερινή δικάσιμο, γράφτηκε στο πινάκιο και εκφωνήθηκε στη σειρά της από αυτό.

ΚΑΤΑ χη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 1876/90, που ορίζει ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ σε συνδυασμό προς την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975 που έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου συνάψεως της ένδικης συμβάσεως και του χρόνου παροχής των υπηρεσιών , κατά την οποία οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συμπληρώνουν τους καθοριζόμενους από το νόμο γενικούς όρους εργασίας, προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά τη σύναψη των ΣΣΕ, νομοθετική (κανονιστική) εξουσία παραχωρούμενη σε αυτές από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 22 παραγρ. 2 του Συντάγματος, δηλαδή είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το κράτος, και συνεπώς οι ΣΣΕ ως προς το κανονιστικό τους μέρος έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Για το λόγο αυτό δεν απαιτείται να αναφέρονται ειδικά στο δικόγραφο της αγωγής και κατά συνέπεια στην απόφαση που εκδίδεται επ’ αυτής, με την οποία. ζητείται η καταβολή ή συμπλήρωση των νομίμων αποδοχών του εργαζομένου, οι εφαρμοστέες ΣΣΕ οι οποίες εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 του ΑΚ και 216 του Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλων παροχών που οφείλονται από σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρονται σ αυτήν, μεταξύ άλλων, ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 1686/2007 Α Δημοσίευση Νόμος). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 3 παραγρ. 1β, 8 παραγρ. 2 και 11 παραγρ. 2 και 3 του άνω Ν. 1876/90, προκύπτει ότι οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ δεσμεύουν μόνο τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών Οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από το χρόνο εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας (όχι αναδρομικώς) και στους εργαζόμενους και εργοδότες, που δεν είναι μέλη των ως άνω οργανώσεων. Ενόψει των ανωτέρω, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των άνω ΣΣΕ, αποτελεί προϋπόθεση της γενέσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο όμως αυτό ενόψει της προεκτεθείσας φύσεως των ΣΣΕ, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο αγωγικό δικόγραφο (και στην απόφαση επ’ αυτής) αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ που δεν έχει κηρυχθεί υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κηρύξεως της ως υποχρεωτικής θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν τη ΣΣΕ, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ και να αποδείξει σύμφωνα με ιούς ορισμούς ίων άρθρων 335 και 338 παραγρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων και η απόφαση να διαλάβει αυτό [ΑΠ 1253/2002 ΔΕΕ 2003.824=ΕΕργΔ 2004.731]. II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει εκτός των άλλων και σαφή έκθεση των περιστατικών, που στηρίζουν το αιτούμενο δικαίωμα, ώστε να καθίσταται δυνατόν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά να τα υπαγάγει το Δικαστήριο στον κατάλληλο κανόνα δικαίου και η συνδρομή τους να αποτελέσει θέμα απόδειξης και για τους δύο διαδίκους, ιδίως δε για τον εναγόμενο, ο οποίος δεν πρέπει να αιφνιδιάζεται ούτε να στερείται του δικαιώματος ανταποδείξεως επί των θεμάτων της αγωγής. Μεταγενέστερη, δια των προτάσεων, συμπλήρωση των ελλείψεων αυτών είναι απαράδεκτη, όπως απαράδεκτη είναι επίσης η τυχόν παραπομπή για συμπλήρωση των ελλείψεων αυτών σε άλλο, εκτός της αγωγής, έγγραφο. Σε περίπτωση που η αγωγή δεν περιέχει τα άνω κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της, είναι αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, της αοριστίας ελεγχομένης αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 554/1991 ΕΕΝ 59.333, ΕφΘεσ 238/1992 Αρμ. 46.1111), ενώ το Δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από ουσιαστική και νομική άποψη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτο να μεταβάλλεται η βάση της αγωγής, αλλά παρέχεται η ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι όμως και να αναπληρώσει του ελλείποντες και μάλιστα εκείνους που αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Μπορεί, δηλαδή, ο ενάγων, βάσει της πιο πάνω διατάξεως να συμπληρώσει με τις προτάσεις του, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, που αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού, που απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (βλ. ΑΠ 167/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1363/1997, ΝοΒ 29.296, πρβλ. σε σχέση με την ποσοτική ή νομική αοριστία της αγωγής τις ΑΠ 695/2000 ΕλΔ 2001.73 και 1871/1999 ΕλΔ 2000.1302, ΕφΑΘ 6026/2001 ΕλΔ 2004.819).

Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι στις 1.6.2008 την προσέλαβε ο πρώτος εναγόμενος προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως πωλήτρια στο περίπτερο που διατηρούσε στη Σαλαμίνα, επί της οδού __________  , όπου και παρέμεινε μέχρι τις 31.7.2008, οπότε και αποχώρησε από την εργασία της ώστε να απασχοληθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου ως πολιτικό προσωπικό στο Πολεμικό Ναυτικό και συγκεκριμένα στο Θέρετρο Ανθυπασπιστών Υπαξιωματικών Ναυτικού. Ότι μετά τη λήξη της ως άνω σύμβασης ο πρώτος εναγόμενος την επανεπροσέλαβε την 1.1.2009, όπου και παρέμεινε μέχρι και τις 31.7.2009, οπότε αποχώρησε εκ νέου για να επαναπροσληφθεί και να επανέλθει την 1/5/2010 και να εργαστεί έως την 16.8.2010 οπότε και αποχώρησε οριστικά καθώς μεταβλήθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης. Ότι στην παραπάνω επιχείρηση εργαζόταν κατά τους ειδικότερους όρους και συνθήκες, που ειδικότερα αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι ο μηνιαίος μισθός της κατά την πρόσληψη συμφωνήθηκε να είναι ο νόμιμος βάσει των εκάστοτε ισχυουσών ΣΣΕ, αν και ουδέποτε ο αναγγέλθηκε η πρόσληψή της στον ΟΑΕΔ, αναγκάζοντάς την να εμφανίζεται τυπικά άνεργη. Ότι ο πρώτος εναγόμενος ουδέποτε της κατέβαλε το σύνολο του συμφωνηθέντος μισθού της βάσει της ισχύουσας ΣΣΕ, ούτε της κατέβαλε τη νόμιμη υπερωριακή της απασχόληση και τα επιπλέον ποσά που δικαιούταν ένεκα των αδειών και των επιδομάτων αδείας, αλλά και των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος της οφείλει το συνολικό ποσό των 28.662,63 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων μισθών, για αναλογούν δώρο Χριστουγέννων 2008 και 2009, για αναλογούν δώρο Πάσχα 2009, για άδεια μετ’αποδοχών, για αναλογούν επίδομα αδείας 2008 και 2009, για εργασία τις Κυριακές, για εργασία τα Σάββατα και για υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωρίες. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος μετά την αποχώρησή της από το περίπτερο του πρώτου εναγόμενου την προσέλαβε την 1.9.2010 για να εργαστεί ως πωλήτρια στο περίπτερο που διατηρούσε στη Σαλαμίνα, στην οδό __________  , περιοχή __________  , όπου και εργάστηκε μέχρι τις 30.6.2011, οπότε και απολύθηκε. Ότι εργάστηκε, κατά τους ειδικότερους όρους και συνθήκες που αναφέρει ειδικότερα στην αγωγή της. Οτι ο μηνιαίος μισθός της κατά την πρόσληψη συμφωνήθηκε να είναι ο νόμιμος βάσει των εκάστοτε ισχυουσών ΣΣΕ, αν και ουδέποτε ο αναγγέλθηκε η πρόσληψή της στον ΟΑΕΔ, αναγκάζοντάς την να εμφανίζεται τυπικά άνεργη. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος ουδέποτε της κατέβαλε το σύνολο του συμφωνηθέντος μισθού της βασει της ισχύουσας ΣΣΕ, ούτε της κατέβαλε τη νόμιμη υπερωριακή της απασχόληση και τα επιπλέον ποσά που δικαιούταν ένεκα των αδειών και των επιδομάτων αδείας, αλλά και των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα. Ότι ο εναγόμενος της οφείλει το συνολικό ποσό των 21.233,83 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων μισθών, για αναλογούν δώρο Χριστουγέννων 2010 και 2011, για αναλογούν δώρο Πάσχα 2011, για άδεια μετ’αποδοχών, για αναλογούν επίδομα αδείας 2010 και 2011, για εργασία τις Κυριακές, για εργασία τα Σάββατα και για υπερεργασία και κατ εξαίρεση υπερωρίες. Ζητεί, λοιπόν, να υποχρεωθεί ο πρώτος των εναγόμενων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 28.662,63 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.233,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθώς δεν αναφέρεται στην ένδικη αγωγή το είδος της παρασχεθείσης εργασίας της ενάγουσας στους εναγόμενους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσης. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν αναφέρει στην αγωγή της αν προσλήφθηκε από τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης υπηρεσίας, ανεξάρτητων υπηρεσιών ή σύμβαση έργου, περιοριζόμενη να αναφέρει μόνο ότι προσλήφθηκε από τους εναγόμενους. Περαιτέρω, δεν αναφέρει στην αγωγή της αν τελούσε υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και τις οδηγίες των εναγομένων, προκειμένου το Δικαστήριο να μπορεί να συναγάγει αν η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας είναι εξαρτημένων ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή σύμβαση έργου. Επίσης, ουδεμία αναφορά γίνεται στην αγωγή αν η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας είχε σύμφωνηθεί να είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Ακόμη, η ενάγουσα περιορίζεται να αναφέρει στην αγωγή της ότι προσλήφθηκε ως πωλήτρια από τους εναγόμενους, με δεδομένο, όμως, ότι δεν αναφέρει στην αγωγή της την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που εν προκειμένω εφαρμόζεται στην περίπτωσή της, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι η αμοιβή της καθορίζεται από τις οικίες ΣΣΕ, θα έπρεπε να αναφέρει τα καθήκοντά της στους εναγόμενους, προκειμένου ίο Δικαστήριο να διαπιστώσει ποια ΣΣΕ εφαρμόζεται εν προκειμένω στην σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση της, παρούσης (υπό I). Η έλλειψη αυτή δεν θεραπεύεται με αναφορά στις προτάσεις, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσης, (υπό II). Τέλος, με δεδομένο ότι οι εναγόμενοι στις προτάσεις τους αμφισβητούν ότι είναι μέλη των ομοιεπαγγελματικών οργανώσεων, οι οποίοι συμβλήθησαν επί της επίμαχης ΣΣΕ, θα έπρεπε η ενάγουσα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσης, (υπό I), να αναφέρει στις προτάσεις της ότι αυτή και οι εναγόμενοι είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων, για το χρονικό διάστημα που η Εθνική Κλαδική ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις, δεν είχε κηρυχτεί υποχρεωτική (η ως άνω ΣΣΕ κηρύχτηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 69041/3230/6.10.2008 (ΦΕΚ Β 2137/15.10.2008, υποχρεωτική από 5.8.2008) και συνεπώς η αγωγή είναι αόριστη για τα χρονικά διαστήματα που αιτείται η ενάγουσα στην αγωγή της και που η ως άνω ΣΣΕ δεν έχει κηρυχτεί προσωρινά εκτελεστή. Ελλείψει, όμως, των εν λόγω προϋποθέσεων του παραδεκτού του συγκεκριμένου αγωγικού δικογράφου, οι εναγόμενοι δεν δυνανται να αμυνθούν και το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διατάξει αποδείξεις επί των ως άνω κονδυλίων. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε  έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 23/10/2013

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία