Περίληψη
TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 14°
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνο Σταμαδιάνο, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρικοπούλου – Εισηγήτρια, Ευσταθία Μελά, Εφέτες και από την Εραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: __________ __________, κατοίκου _________, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Οικονομάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: _______ __________, κατοίκου __________, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απών.
Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εισήχθησαν προς εκδίκαση τα ακόλουθα δικόγραφα: α) η από 20/10/2009 (αριθμός κατάθεσης 11604/11-11-2009 και γενικός αριθμός κατάθεσης 216033/2009) αγωγή και β) η από 27/9/2011 (αριθμός κατάθεσης 9283/30-9-2011 και γενικός αριθμός κατάθεσης 164073/2011) ανταγωγή. Το παραπάνω δικαστήριο εξέδωσε την με αριθμό 714/2015 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε αγωγή και ανταγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε, από την ενάγουσα, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, η από 3/6/2015 και με αριθμό κατάθεσης 3402/3- 6-2015 έφεση. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε για τη δικάσιμό της 7/4/2016, οπότε και ματαιώθηκε. Ήδη, η εκκαλούσα, με την από 4/7/2016 (αρ. προσδ. 3553/2016) κλήση της προσδιόρισε τη συζήτηση της υπόθεσης για την παρούσα δικάσιμο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου όπως αναφέρεται παραπόνου.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την με αριθμό 5247Β/9-6-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Αναστασίας Λουμπαρδιά, προκύπτει ότι, ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 4/7/2016, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο. Νόμιμα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε επίσης στον εφεσίβλητο η από 4/7/2016 κλήση με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο, όπως προκύπτει από την με αριθμό 5559Β/8-7-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ιωάννη Κοπανά. Εφόσον, λοιπόν, ο ως άνω εφεσίβλητος, μολονότι κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίστηκε κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η συζήτηση, όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν και ο διάδικος αυτός παρών (άρθρο 524 Κ.Πολ.Δ.).
Με την από 4/7/2016 κλήση της εκκαλούσας νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η από 3/6/2015 έφεση, κατά της με αριθμό 714/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Η, ως άνω, έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ από τη δημοσίευσή της (22/1/2015) μέχρι την άσκηση της έφεσης (3/6/2015) δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα παράβολο συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα παράβολα με αριθμούς 132694, 132695, 2467981, 2467982, 5080117, 5080118), όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.
Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εισήχθησαν προς εκδίκαση τα ακόλουθα δικόγραφα: I) Η από 20/10/2009 αγωγή με την οποία η ενάγουσα εξέθετε ότι, ο εναγόμενος, με τις, λεπτομερώς αναφερόμενες στην αγωγή, πράξεις και ενέργειές του έθιξε την τιμή και την υπόληψή της και προσέβαλε την προσωπικότητά της, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ποσού 400.000 ευρώ. Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά τον παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι της οφείλει το ποσό των 360.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγο^γής μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη.
II) Η από 27/9/2011 ανταγωγή του ως άνω εναγόμενου κατά της ενάγουσας, με την οποία ο αντενάγων εξέθετε ότι, η αντεναγόμενη άσκησε σε βάρος του την, προαναφερθείσα από 20/10/2009, αγωγή και την από 9/11/2009 έγκληση, δικόγραφα στα οποία συμπεριέλαβε σε βάρος του αναληθείς και ψευδείς ισχυρισμούς, κατά τα ειδικότερον διαλαμβανόμενα στην ανταγωγή του, με αποτέλεσμα να προσβληθεί η προσωπικότητά του και να υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά τον παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος της ανταγωγής του, ζήτησε να υποχρεωθεί η αντεναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντεναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Επί των ως άνω δικογράφων, τα οποία συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η με αριθμό 714/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε τόσο την αγωγή όσο και την ανταγωγή και επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, τα οποία όρισε στο ποσό των 750 ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται, με την κρινόμενη έφεσή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα και ζητεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, προς το σκοπό, όπως γίνει δεκτή η αγωγή της.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί, επιπλέον, να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1735/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον, παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει, ιδίως, για εκείνον που υπέστη προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται, δηλαδή, σε διάταξη, που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι, δε, αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη, που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προελθεί και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και1 τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 Π.Κ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο, γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται είτε από ιδία πεποίθηση ή γνώμη είτε από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της, από άλλον γενόμενης, ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή, οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται, δε, προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί, ως προστατευόμενο αγαθό, την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μίας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στο πλαίσιο της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη και χαρακτηρισμός, οσάκις, αμέσως ή εμμέσως, υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον, όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, ουσιαστικός, να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως .μπορεί να αποτελούν εξύβριση, κατά την διάταξη του άρθρου 361 ΙΊΚ. (βλ. ΑΠ 343/2016, ΑΠ 308/2016, ΑΠ 599/2016, ΑΠ 712/2016, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1231/2014, ΑΠ 179/2011, ΑΠ 79/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»).
Τέλος, στο πλαίσιο λειτουργίας της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αναγνωρίζεται, γενικώς, στον εργοδότη η εξουσία να λαμβάνει κάθε μέτρο, το οποίο έχει σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργαζομένου και θεωρείται πρόσφορο για την αποδοτική οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης, εντός της οποίας παρέχεται η εργασία. Η εξουσία αυτή είναι γνωστή ως “διευθυντικό δικαίωμα” του εργοδότη και έχει ως περιεχόμενο τον εκ μέρους αυτού μονομερή καθορισμό των όρων της σύμβασης εργασίας, από την πρόσληψη του εργαζόμενου μέχρι την απόλυσή του, στο μέτρο που οι όροι αυτοί δεν έχουν προκαθορισθεί δεσμευτικά από τους ίδιους τους συμβαλλόμενους ή κάποιον υποχρεωτικό κανόνα δικαίου. Η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, όμως, ελέγχεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την εφαρμογή της ΑΚ 281, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται, ως καταχρηστική, όταν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό αυτού (ολ ΑΠ 10/2010, ΑΠ 750/2016, ΑΠ 34/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις με αριθμούς 2623/21.09.2011, 2624/21.09.2011 και 3703/24.03.2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Κηφισιάς Ευαγγελίας Δημητρίου Γουλανδρή, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα και οι οποίες ελήφθησαν μετά από εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση του εναγόμενου (βλ. τις με αριθμούς 11187Β/16-9-2011 και 5277Β/19-3-2014 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών Νικολάου Φουντούκη και Ιωάννη Κοπανά, αντίστοιχα), καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα η ενάγουσα, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, από τον Απρίλιο του έτους 2002, είχε προσληφθεί και απασχολείτο, δυνάμει σύμβασης ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος στη δημοτική επιχείρηση με την επωνυμία « __________ __________» (ΑΝΑ.Κ.), που εδρεύει στο Δήμο __________. Τις υπηρεσίες αυτές παρείχε, αρχικά και μέχρι τον Απρίλιο του 2004, στο γραφείο του Δημοτικού Συμβουλίου, κατόπιν δε στο Δημαρχείο και ειδικότερα στο γραφείο του Δημάρχου, απασχολούμενη με τη διεκπεραίωση των τιμολογίων της __________ __________, αλλά παρέχοντας υπηρεσίες και στον Δήμο __________, στον τομέα καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Με την με αριθμό 19/2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου __________, ο εναγόμενος ορίστηκε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΑΝΑ.Κ., για τα έτη 2009-2010. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του εναγομένου και από τον μήνα Ιανουάριο 2009, περικόπηκε ο μισθός της ενάγουσας κατά το ποσό των 400 ευρώ. Αμέσως μόλις η ενάγουσα διαπίστωσε ότι είχε περικοπεί ο μισθός της, κατέθεσε την με αριθμό πρωτοκόλλου 9141/1-4-2009 αίτηση, ζητώντας να πληροφορηθεί τους λόγους της μείωσης. Αντί απάντησης στο αίτημά της αυτό, έλαβε το με αριθμό πρωτοκόλλου 447/10.04.2009 έγγραφο της ΑΝΑ.Κ., υπογραφόμενο από τον εναγόμενο, με το οποίο καλείτο να απολογηθεί εγγράφως για ανάρμοστη συμπεριφορά που, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο έγγραφο, είχε επιδείξει, στις 27/3/2009, κατά, μη κατονομαζόμενου, υπαλλήλου του Δήμου __________ και κατά του ιδίου του εναγόμενου, ενώ της επισημαινόταν ότι η συμπεριφορά της αυτή αποτελούσε πειθαρχικό παράπτωμα. Η ενάγουσα απάντησε με το με αριθμό πρωτοκόλλου 474/15-4-2009 έγγραφο, με το οποίο ζήτησε να ενημερωθεί εγγράφως για την, σε βάρος της, κατηγορία και να της ανακοινωθούν τα στοιχεία που τη στηρίζουν.
Ωστόσο, ούτε και σ’ αυτήν την αίτηση έλαβε απάντηση ενώ ουδέποτε συγκλήθηκε πειθαρχικό όργανο για να επιληφθεί του θέματος. Στις 30/4/2009 η ενάγουσα, με νέα αίτησή της προς την ΑΝΑ.Κ. με αριθμό πρωτοκόλλου 11796/30-4-2009, ζήτησε και πάλι την ανάλυση των αποδοχών της για το δεύτερο εξάμηνο του 2008 και για τον Ιανουάριο του 2009, ενώ ζήτησε, επίσης να της δικαιολογήσουν την διαφορά στις αποδοχές της, χωρίς, όμως, ούτε αυτή τη φορά να λάβει απάντηση. Στις 5/5/2009 και περί ώρα 10.50 π.μ. έλαβε χώρα επεισόδιο μεταξύ των ως άνω διαδίκων, στις σκάλες του δημαρχιακού μεγάρου, κατά τη διάρκεια του οποίου δημιουργήθηκε ένταση και ο εναγόμενος ενημέρωσε την ενάγουσα ότι την επομένη θα λάμβανε κάποιο έγγραφο στο οποίο έπρεπε να δώσει σημασία, όπως της είπε, για να μην έχει προβλήματα. Για το επεισόδιο αυτό η ενάγουσα ενημέρωσε αμέσως τον Δήμαρχο Κηφισιάς Νίκο Χιωτάκη, με το με αριθμό πρωτοκόλλου 12195/5-5-2009 έγγραφό της, περιγράφοντας λεπτομερώς το συμβάν.
Την επομένη ημέρα η ενάγουσα έλαβε, πράγματι, το με αριθμό πρωτοκόλλου 542/05.05.2009 έγγραφο της ANA.K., υπογραφόμενο από τον εναγόμενο, υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της επιχείρησης, στο οποίο αναφερόταν ότι είχε απουσιάσει από την εργασία της, στις 14 και 15 Απριλίου 2009, αδικαιολόγητα και χωρίς την έγκρισή του προέδρου της δημοτικής επιχείρησης και προϊσταμένου της, ότι η συμπεριφορά αυτή αποτελούσε πειθαρχικό παράπτωμα και ότι αν δεν συμμορφωνόταν η επιχείρηση θα προέβαινε σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, την καλούσε δε σε απολογία εντός τριών ημερών από την επομένη της επίδοσης του εγγράφου. Ωστόσο, η ενάγουσα είχε αιτηθεί νόμιμα, στις 8/4/2009, την χορήγηση αδείας τεσσάρων ημερών (14/4, 15/4, 21/4, 22/4), η οποία της εγκρίθηκε στις 9/4/2009, τόσο από τον άμεσο προϊστάμενό της που ήταν ο Δήμαρχος, στην υπηρεσία του οποίου απασχολείτο, όσο και από την Δημοτική Επιχείρηση __________ __________, την ενυπόγραφη σφραγίδα της οποίας φέρει η αίτηση.
Αμέσως μόλις η ενάγουσα έλαβε το ως άνω έγγραφο το κοινοποίησε στον Δήμαρχο και ζήτησε την συνδρομή του, δεδομένου ότι υφίστατο μια άδικη κατηγορία, αφού εκείνη είχε ακολουθήσει την ίδια τακτική που ακολουθούσαν όλοι οι υπάλληλοι της ΑΝΑ.Κ. που εργάζονταν στο Δημαρχείο, προκειμένου να τους χορηγηθεί άδεια. Μάλιστα ενημέρωσε, προφορικά, και τον εναγόμενο για τις ως άνω ενέργειές της λήψης της άδειας, εκφράζοντάς του και την απορία της γιατί αμφισβητούσε μόνο τις δύο από τις τέσσερις ημέρες, αφού όλες είχαν εγκριθεί με το ίδιο έγγραφο, πλην όμως, εκείνος της απάντησε πως αυτός ήταν το αφεντικό και όχι ο Δήμαρχος. Στις 7/5/2009, κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας της, η ενάγουσα συνάντησε στον χώρο της γραμματείας του Δημάρχου τον κλητήρα, ο οποίος την ενημέρωσε ότι είχε να της επιδώσει έγγραφο, κατ’ εντολή του εναγόμενου, για την άμεση μετάθεσή της από το γραφείο Δημάρχου και το Δημαρχιακό Μέγαρο, στον εργασιακό χώρο της ΑΝΑ.Κ. Η ενάγουσα αρνήθηκε να το παραλάβει, ενώ από την έντονη ψυχολογική πίεση που υπέστη, λιποθύμησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ________ όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις και της χορηγήθηκαν ηρεμιστικά.
Την ίδια ημέρα εξετάστηκε και από καρδιολόγο του ΙΚΑ (η ενάγουσα αντιμετωπίζει καρδιολογικά προβλήματα εξ αιτίας των οποίων μάλιστα έχει χαρακτηρισθεί ως άτομο με ποσοστό αναπηρίας 50% – βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου 2882/7-7- 1999 έγγραφο της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής), ο οποίος της χορήγησε αναρρωτική άδεια από 8/5/2009 έως 14/5/2009, που στη συνέχεια παρατάθηκε μέχρι τις 22/5/2009 (βλ. το με αριθμό 0339838 παραστατικό του ΙΚΑ και την με αριθμό 064/2009 απόφαση του ΙΚΑ περί επιδόματος ασθένειας για το ως άνω χρονικό διάστημα). Στις 11/5/2009, η ενάγουσα, με το με αριθμό πρωτοκόλλου 12990/2009 έγγραφό της προς την ΑΝΑ.Κ., ενημέρωσε ότι βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια από τις 8/5/2009 έως 22/5/2009 και ζήτησε να παραταθεί η προθεσμία για την απολογία της, καθώς αδυνατούσε να απολογηθεί στις 12/5/2009. Στις 27/5/2009 κατέθεσε τις έγγραφες εξηγήσεις της προς την ΑΝΑ.Κ., όπου ανέφερε και πάλι ότι της είχε χορηγηθεί εγγράφως νόμιμη άδεια, επισημαίνόντας ότι με τον ίδιο τρόπο εγκρίθηκε η άδειά της και για τις 21 και 22/04.2009, ημερομηνίες για τις οποίες δεν θεωρήθηκε ότι απούσιαζε αδικαιολόγητα, ενώ διαμαρτυρήθηκε και για το γεγονός ότι παρακρατήθηκαν από τον μισθό της οι αποδοχές της για τις δύο ως άνω ημέρες για τις οποίες είχε λάβει νόμιμη άδεια. Την ίδια ημέρα (27/5/2009) η ΑΝΑ.Κ. επέδωσε στην ενάγουσα εξώδικη δήλωση-πρόσκληση, με την οποία την καλούσε να προσέλθει ενώπιον του εναγομένου, προκειμένου ) να του εκθέσει προφορικά την ύπαρξη τυχόν προβλημάτων της, καθώς, όπως αναφερόταν στο έγγραφο, είχε διαπιστωθεί, από τα τηρούμενα αρχεία για την προσέλευση προσωπικού, ότι η ενάγουσα προσερχόταν στην εργασία της επιλεκτικά και χωρίς ενημέρωση για την απουσία της.
Περαιτέρω, με την ως άνω εξώδικη δήλωση, η ενάγουσα κλήθηκε να παρέχει την εργασία της στα γραφεία της ΑΝΑ.Κ., που βρίσκονται στην ________ επί της οδού _________αρ. __, καθώς και να προσέλθει σε απολογία, ενώπιον του εναγόμενου, εντός τριών ημερών από την κοινοποίηση του εγγράφου. Στις 29/5/2009 ο Δήμαρχος Νίκος Χιωτάκης, απέστειλε στον εναγόμενο το με αριθμό πρωτοκόλλου 15452/29-5-2009 έγγραφο, με το οποίο τον ενημέρωνε ότι η ενάγουσα εργαζόταν στο γραφείο του, στην διεκπεραίωση των τιμολογίων της ΑΝΑ.Κ.. Με την από 1/6/2009 εξώδικη δήλωσή της προς την ΑΝΑ.Κ., που κοινοποιήθηκε στις 3/6/2009, η ενάγουσα αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες που της καταλογίζονταν, έδωσε τις δέουσες εξηγήσεις και ζήτησε, τα αναφερόμενα στο έγγραφό της, να θεωρηθούν και ως απολογία, ενώ, επίσης, δήλωσε ότι αναμένει κοινή απόφαση του Δήμου Κηφισιάς και της ΑΝΑ.Κ. για τον τόπο παροχής της εργασίας της.
Ακολούθησε η από 10/6/2009 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση της δημοτικής επιχείρησης προς την ενάγουσα, στην οποία γινόταν μνεία της διαδικασίας λήψης άδειας και τονιζόταν με έμφαση ότι πρέπει η άδεια να εγκρίνεται από τον πρόεδρο της εν λόγω δημοτικής επιχείρησης, ήτοι από τον εναγόμενο, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή (άδεια) έχει εγκριθεί από τον Δήμαρχο. Επιπλέον, με την ανωτέρω δήλωση επισημάνθηκε στην ενάγουσα ότι δεν τηρούσε το συμβατικό της ωράριο και ότι υφίστατο δυνατότητα να της επιδειχθούν τα σχετικά έγγραφα, κλήθηκε δε να προσκομίσει πιστοποιητικό παρακολούθησης του σεμιναρίου που είχε παρακολουθήσει με εντολή του Δημάρχου, κατά το χρονικό διάστημα από 26 έως 28/5/2009. Της επισημάνθηκε, επίσης, ότι υπαγόταν στο προσωπικό της επιχείρησης και ότι ως εκ τούτου δεν υφίστατο υποχρέωση συνεννόησης με το Δήμο Κηφισιάς όσον αφορά τον τόπο προσέλευσης και παροχής της εργασίας της. Κατόπιν αυτού ο Δήμαρχος απέστειλε το με αριθμό πρωτοκόλλου 18288/16-6-2009 έγγραφό του προς την ΑΝΑ.Κ. με το οποίο την ενημέρωσε ότι η έγκριση των αδειών των υπαλλήλων της ΑΝΑ.Κ. που εργάζονται στον Δήμο θα γίνεται από τους προϊσταμένους των υπηρεσιών και από τον Δήμαρχο και η έγκρισή τους θα κοινοποιείται στην επιχείρηση, ενώ τόνιζε ότι η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται από το έτος 1999, όταν ξεκίνησε το καθεστώς να απασχολούνται υπάλληλοι της επιχείρησης στον Δήμο.
Ακολούθησε το με αριθμό πρωτοκόλλου 19267/19-6-2009 έγγραφο του Δημάρχου προς τον εναγόμενο, με το οποίο πιστοποιούσε τις ημέρες παρακολούθησης από την ενάγουσα του σεμιναρίου που πραγματοποιήθηκε στις 26, 27 και 28/5/2009. Ωστόσο, στις 22/6/2009, κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα και νέο έγγραφο της ίδιας ως άνω δημοτικής επιχείρησης, (με αναγραφόμενη ημερομηνία σύνταξης του εγγράφου τις 15/6/2009), το οποίο έχει σχεδόν όμοιο περιεχόμενο με το έγγραφο που της κοινοποιήθηκε στις 12/6/2009, αφού για μια ακόμα φορά η ενάγουσα κατηγορείτο για μη τήρηση νόμιμης διαδικασίας λήψης άδειας, για μη τήρηση ωραρίου και για μη προσκομιδή πιστοποιητικού παρακολούθησης του σεμιναρίου, ενώ της επισημαίνετο επιπλέον ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της, τούτο θα θεωρείτο οικειοθελής αποχώρηση από την εργασία της. Κατόπιν αυτών, ο Δήμαρχος απέστειλε στον εναγόμενο το με αριθμό πρωτοκόλλου 21185/02.07.2009 έγγραφο, στο οποίο του ανέφερε ότι, από τον Απρίλιο” του έτους 2008 έχει σταλεί στην δημοτική επιχείρηση « __________ __________» εντολή για την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας και τον ενημέρωνε ότι, η εν λόγω υπάλληλος ανήκε στο γραφείο του Δημάρχου κα απασχολείτο υπερωριακά σε αυτό. Ωστόσο, ο μισθός της ενάγουσας εξακολούθησε να της καταβάλλεται μειωμένος, ενώ δεν της καταβλήθηκαν αποδοχές για τις ημέρες 14 και 15/4/2009, καθώς και για τις τρεις ημέρες παρακολούθησης του σεμιναρίου, 26. 27 και 28/5/2009.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, η ενάγουσα κοινοποίησε στο σωματείο εργαζομένων και στον Δήμαρχο την με ημερομηνία 21/7/2009 επιστολή της, στην οποία ανέφερε την παρακράτηση των αποδοχών της για τις ανωτέρω ημερομηνίες καθώς και την περικοπή του μισθού της κατά 400 ευρώ από τον Ιανουάριο του 2009.Ακολούθως, ο Δήμαρχος απέστειλε το με αριθμό πρωτοκόλλου 24059/29.07.2009 έγγραφό του προς την ΑΝΑ.Κ., με το οποίο ζήτησε, αφενός μεν να καταβληθούν στην ενάγουσα οι αποδοχές της για τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, αφού δικαιολογημένα απούσιαζε από την εργασία της, αφετέρου δε να διορθωθεί το ύψος των μηνιαίων αποδοχών της, ώστε να επανέλθει στο ύψος που ήταν κατά το χρονικό διάστημα προ του μηνός Ιανουάριου του έτους 2009, με ταυτόχρονη καταβολή της μέχρι τότε χρηματικής διαφοράς, καθώς, όπως ανέφερε, δεν είχαν επέλθει αλλαγές στο ωράριο εργασίας της. Στη συνέχεια ο Δήμαρχος υπέγραψε και απέστειλε στην ΑΝΑ.Κ. ένταλμα πληρωμής, στο οποίο περιλαμβάνονταν οι παρακρατηθείσες αποδοχές της ενάγουσας, ο μισθός της και ο μισθός των λοιπών εργαζομένων στην επιχείρηση. Ωστόσο, ο εναγόμενος αρνήθηκε να τα δεχθεί, με αποτέλεσμα να μην καταβληθεί ο μισθός όλων των εργαζομένων, οι οποίοι, για το λόγο αυτό, πραγματοποίησαν δίωρη στάση εργασίας στις 18/8/2009, ενώ το θέμα έλαβε έκταση και μάλιστα αναφέρθηκε και στον τοπικό τύπο. Στο με αριθμό πρωτοκόλλου 977/26.08.2009 έγγραφο, που απέστειλε η ΑΝΑ.Κ. στο Γραφείο Δημάρχου, υπογεγραμμένο από τον εναγόμενο, αναφερόταν: α) ότι καταβλήθηκαν οι αποδοχές της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από 26 έως 28/5/2009, λόγω της σχετικής βεβαίωσης του Δημάρχου, αφού η ίδια η ενάγουσα δεν προσκόμισε το πιστοποιητικό παρακολούθησης που της ζητήθηκε από την ΑΝΑ.Κ., β) ότι καταβλήθηκαν οι αποδοχές της για το χρονικό διάστημα από 14 έως 15/4/2009, και τούτο έγινε για λόγους «καλής συνεργασίας», καθώς η σχετική άδεια εγκρίθηκε μεν από το Δήμαρχο, όχι όμως και από την ΑΝΑ.Κ., η οποία μάλιστα ούτε είχε ενημερωθεί εγκαίρως, γ) ότι η δημοτική επιχείρηση δεν είχε δυνατότητα να εγκρίνει και να πιστοποιήσει μισθούς υπερωριακής απασχόλησης για την ενάγουσα, εφόσον ουδεμία εντολή υπήρχε από οποιονδήποτε φορέα για παροχή υπερεργασίας ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας σε ημέρες αργιών, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2009 έως και 31/7/2009 και αιτήθηκε, σε περίπτωση μελλοντικής ανάγκης για παροχή τέτοιου είδους απασχόλησης της ενάγουσας, να πιστοποιείται τούτο εγγράφως και αναλυτικώς σε μηνιαία βάση.
Η ενάγουσα υπέβαλε σε βάρος του εναγόμενου, την από 9/11/2009 έγκλησή της, στην οποία εξέθετε ότι ο τελευταίος αρνείτο να της καταβάλει τις αποδοχές της για την απασχόλησή της πέραν του συμβατικού ωραρίου της, που ανέρχονταν στο ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του έτους 2009. Με βάση την έγκληση αυτή ασκήθηκε σε βάρος του εναγόμενου ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε να δικαστεί, για παράβαση των Α.Ν. 690/1945 και 539/1945, ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο, με την με αριθμό 56561/2011 απόφασή του, τον κήρυξε αθώο. Από όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά αποδεικνύεται ότι: I. Ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος την ενάγουσας την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς, στα ως άνω αναλυτικά αναφερόμενα έγγραφά του, ανέφερε ψευδώς για την ενάγουσα ότι: Α) Είχε επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, στις 27/3/2009, έναντι συναδέλφου της και έναντι του ιδίου (εναγόμενου). Ωστόσο, τέτοιο περιστατικό δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα, ενώ, άλλωστε, και ο ίδιος ο εναγόμενος ουδέποτε ανέφερε, (μολονότι πιέστηκε από την ενάγουσα), το όνομα του συναδέλφου, αλλά ούτε και σε τι ακριβώς συνίστατο η ανάρμοστη συμπεριφορά (απέναντι στον συνάδελφο αλλά και απέναντι στον ίδιο) που, κατά τους ισχυρισμούς του, επέδειξε η ενάγουσα.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι ουδέποτε συγκλήθηκε πειθαρχικό όργανο για τη διερεύνηση της υπόθεσης, ούτε ασκήθηκε οποιαδήποτε πειθαρχική δίωξη σε βάρος της ενάγουσας, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι η εν λόγω καταγγελία δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και τούτο το γνώριζε ο εναγόμενος, Β) Απούσιαζε αδικαιολόγητα από την υπηρεσία της, τόσο κατά τις ημερομηνίες 14 και 15/4/2009, που δεν είχε τηρήσει τη ^ νόμιμη διαδικασία λήψης άδειας, όσο και για το χρονικό διάστημα από 26 έως 28/5/2009, που δεν προσκόμιζε πιστοποιητικό παρακολούθησης σεμιναρίου. Τα ως άνω αναφερόμενα από τον εναγόμενο ήταν ψευδή και τα ανέφερε εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Ειδικότερα, ο εναγόμενος γνώριζε ότι είχε τηρηθεί από την ενάγουσα η νόμιμη και παγίως τηρούμενη, από όλους τους εργαζόμενους, τόσο στον Δήμο όσο και στην ΑΝΑ.Κ., διαδικασία χορήγησης της άδειας, καθώς το γεγονός αυτό του γνωστοποιήθηκε και από τον Δήμαρχο, με τα προαναφερθέντα έγγραφά του. Εξάλλου, η αίτηση που υπέβαλε η ενάγουσα φέρει και την σφραγίδα της δημοτικής επιχείρησης, της οποίας προί’στατο ο εναγόμενος, γεγονός που σημαίνει ότι η άδεια εγκρίθηκε και από την δημοτική επιχείρηση.
Ε) Δεν τηρούσε το συμβατικό της ωράριο. Όμως, από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε ότι η ενάγουσα παραβίαζε το ωράριο της υπηρεσίας της, καθώς ο εναγόμενος ούτε τα σχετικά αρχεία, που επικαλείτο στα έγγραφά του, προσκόμισε αλλά ούτε και ανέφερε ποτέ συγκεκριμένες ημερομηνίες που έλαβε χώρα η παράβαση αυτή. Των ως άνω ψευδών ισχυρισμών και γεγονότων, τα οποία ο εναγόμενος, εν γνώσει της αναλήθειάς τους συμπεριέλαβε στα προαναφερθέντα έγγραφα, έλαβε γνώση ευρύς κύκλος προσώπων και δη συνάδελφοι της ενάγουσας και γενικότερα το προσωπικό του εργασιακού χώρου στον οποίο απασχολείτο, ο Δήμαρχος, κ.ά., με αποτέλεσμα να μειωθεί η τιμή και η υπόληψή της. II. Ο εναγόμενος προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας με τις ακόλουθες ενέργειές του: α) αποστέλλοντας διαρκώς έγγραφα στην ενάγουσα και καλώντας την σε απολογία και μάλιστα για θέματα που ευχερώς θα μπορούσαν να επιλυθούν με προφορική και προσωπική επικοινωνία, β) απειλώντας την ότι θα λάβει πειθαρχικά σε βάρος της μέτρα, (τα οποία ουδέποτε έλαβε) και γ) τρομοκρατώντας την με προειδοποιήσεις για λύση της σύμβασης εργασίας της, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της.
Οι ως άνω ενέργειες του εναγόμενου ήταν παράνομες, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, και συνιστούν αδικοπρακτική προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας (ΑΚ 57, 59, 314), στην εκδήλωση της επαγγελματικής και κοινωνικής της ζωής, ενώ, εξάλλου, ούτε εντός των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος του εναγόμενου μπορούν να υπαχθούν, καθώς οι ενέργειες αυτές δεν ήταν επιβεβλημένες από τις ανάγκες διαφύλαξης των συμφερόντων της δημοτικής επιχείρησης της οποίας προΐ’στατο. Οι εν λόγω ενέργειες έγιναν, επίσης, γνωστές στο ευρύτερο επαγγελματικό και κοινωνικό περιβάλλον της ενάγουσας, θίγοντας την τιμή και την υπόληψή της. Να σημειωθεί, ακόμα, ότι όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα, που απεστάλησαν στην ενάγουσα ως προερχόμενα από την ΑΝΑ.Κ., στην πραγματικότητα συντάχθηκαν και εστάλησαν από τον ίδιο τον εναγόμενο, χωρίς οποιαδήποτε απόφαση ή γνώση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης, με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία, γεγονός που αποδεικνύει ότι, από προσωπική εμπάθεια και μόνο δημιούργησε το όλο θέμια. Εξ αιτίας δε της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, αφού βίωσε έντονη ψυχολογική πίεση για μεγάλο χρονικό διάστημα και ταλαιπωρήθηκε σημαντικά (λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν), καθώς αναγκάστηκε να αποστεί από τις οικογενειακές της υποχρεώσεις και τις ανάγκες της καθημερινότητας, προκειμένου να απαντά στις επιστολές και τα έγγραφα του εναγόμενου. Για την αποκατάσταση της ηθικής αυτής βλάβης δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, λαμβανομένων υπόψη του είδους των ενεργειών του εναγόμενου, του τρόπου που αυτές έλαβαν χώρα, του βαθμού της βαρύτητας του πταίσματός του, της έκτασης της βλάβης της ενάγουσας, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, και κατ’ εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας και μάλιστα στο βαθμό που δεν παραβιάζεται η Συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, πρέπει να προσδιοριστεί στο ύψος των 5.000 ευρώ. Έσφαλε, συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε ότι, η ως άνω συμπεριφορά του εναγόμενου δεν συνιστούσε αδικοπραξία, ούτε και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης της εκκαλούσας και συνακόλουθα κι αυτή η ίδια η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το κεφάλαιο που έκρινε την από 20/10/2009 αγωγή και κατά το, με αυτήν συναρτώμενο, κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης.
Στη συνέχεια θα κρατήσει την υπόθεση το παρόν δικαστήριο και αφού δικάσει την από 20/10/2009 αγωγή στην ουσία της, θα την δεχθεί μερικά, ως και ουσιαστικά βάσιμη, και θα υποχρεώσει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρο 501 και 505 Κ.Πολ.Δ.). Η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, θα επιβληθεί, κατά ένα μέρος και κατά το μέγεθος της νίκης της, σε βάρος του εναγόμενου, (άρθρα 178 και 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου που κατέθεσε η εκτελούσα στην ίδια (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, ερήμην του εφεσίβλητου.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290).
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την με αριθμό 714/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το κεφάλαιο που έκρινε την αγωγή της ενάγουσας και κατά το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης.
Κρατεί και δικάζει την από 20/10/2009 αγωγή.
Δέχεται μερικά την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου που κατέθεσε η εκκαλούσα στην ίδια.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγόμενου μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων ευρώ (900 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 23 Νοεμβρίου 2017 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2047, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ