Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
Αριθμός Απόφασης: 1234/2018
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χαρίκλεια Ζώη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Εύα Ναστούλα, Πρωτόδικη, Κωνσταντίνα Υφαντή Πρωτόδικη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Μαρία Τότσικα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του την 19.10.2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «__________ ΚΑΙ __________ Ο.Ε.», που εδρεύει στην περιοχή __________ του Δήμου __________ __________ , με ΑΦΜ __________ και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) __________ __________ του __________ , κατοίκου ομοίως, με ΑΦΜ 077870070, ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως ομόρρυθμη εταίρος της ως άνω εταιρίας και 3) __________ __________ του __________ , κατοίκου ομοίως, με ΑΦΜ __________ , ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως ομόρρυθμη εταίρος της ως άνω εταιρίας, οι οποίες παραστάθηκαν στο ακροατήριο η μεν δεύτερη μετά και οι λοιπές δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Χρήστου Οικονομάκη του Γεωργίου, κατοίκου Πειραιά, οδός Λουδοβίκου αρ. 2, με ΑΦΜ __________ , ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ___________ Α.Ε.», με ΑΦΜ __________ , που εδρεύει στην Αθήνα, ________ και εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της ΕΠΑΘ ΤτΕ 182/1/4.4.2016 (ΦΕΚ Β’ 925), από τον ειδικό εκκαθαριστή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «__________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ. ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ
ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ» και διακριτικό τίτλο «__________ Α.Ε.», με ΑΦΜ __________ , που εδρεύει στο __________ , __________ αρ. __, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Ανδριόπουλου του Χρήστου, με ΑΦΜ __________ , κατοίκου __________ , οδός __________ αρ. __, ο οποίος /Κατέθεσε προτάσεις.
Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 15.3.2012 αγωγή τους, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 128896/4223/2012, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 2.4.2015 και μετά από αναβολή κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά την συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 68 ν. 3601/2007 (ήδη 145 ν. 4261/2014), ορίζεται ότι «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 και του άρθρου 63: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικά υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας __________ .
Με απόφαση της Τράπεζας __________ μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικά και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παρόν άρθρο οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα». Εξάλλου, στην εκδοθείσα, δυνάμει της ως άνω ρητής εξουσιοδότησης, απόφαση (Κανονισμό) της Τράπεζας __________ , που λήφθηκε στην Συνεδρίαση 21/2/4.11.2011 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 2498/4-11-2011, ορίζεται ότι: «Με την παρούσα ασκείται η κανονιστική αρμοδιότητα της Τράπεζας ________ εκ του άρ. 68 § 2 ν. 3601/2007. Δεν καταστρώνεται αυτοδύναμη ρύθμιση για την ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, που θα κάλυπτε τα οικεία ζητήματα χωρίς ανάγκη προσφυγής στον Πτωχευτικό Κώδικα. Αντίθετα, εισάγονται ειδικότεροι κανόνες εκεί όπου απαιτείται, ενώ κατά τα λοιπά ισχύει βεβαίως η συμπληρωματική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα. Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή, διαφορετικά από ότι η πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος.
Σχέδιο αναδιοργάνωσης με την έννοια των άρθρων 107 επ. ΠτΚ δεν χωρεί, όπως δεν χωρεί άλλωστε ήδη κατά το άρθρο 68 § 1 στοιχ. α ν. 3601/2007 και η διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. ΠτΚ. Τα όργανα της ειδικής εκκαθάρισης καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 68 § 1 στοιχ. γ-δ ν. 3601/2007 και σύμφωνα με την αντίληψη στο άρθρο 68 § 1 για την ειδική εκκαθάριση ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσης, κινούμενη από την εποπτική αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγούσα οπωσδήποτε και χωρίς δυνατότητα λήψης διαφορετικής απόφασης εντός της προβλεπομένης στην παρούσα πράξη διαδικασίας στην ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος». Τέλος, κατά την διάταξη 25 ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν κηρύσσονται σε πτώχευση αλλά μπορεί να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσης, που κινείται από την εποπτεύουσα αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος.
Λόγω δε του διαφορετικού σκοπού ο οποίος επιδιώκεται με καθένα από τους παραπάνω θεσμούς της ειδικής εκκαθάρισης και της πτώχευσης συνισταμένων επί μεν της πρώτης στην με επίσπευση της εποπτεύουσας αρχής ικανοποίηση αποκλειστικά με ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά του τελευταίου υφισταμένων απαιτήσεών τους, επί δε της δεύτερης στην με πρωτοβουλία των πιστωτών ικανοποίηση όχι μόνο με την ρευστοποίηση της περιουσίας του πτωχού αλλά και με άλλα μέσα (σχέδιο αναδιοργάνωσης, σχέδιο εξυγίανσης αρ. 107 και 99 ΠτΚ) ικανοποίηση αυτών, είναι δυνατή η συμπληρωματική ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή επί της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 ν. 3601/07 μόνο των διατάξεων εκείνων του πτωχευτικού κώδικα οι οποίες δεν αντίκειται στον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό, όπως αυτός εξειδικεύεται με τον εγκριθέντα κανονισμό της Τράπεζας __________ , μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 25 ΠτΚ, η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτώχευσης, όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς εκπλήρωση ή ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών τους (έναρξη, συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκηση, εκδίκαση αγωγών, ενδίκων μέσων κλπ), απαγγελλομένης της απολύτου ακυρότητας των κατά παράβαση της παραπάνω αναστολής επιχειρηθεισών πράξεων.
Κατ’ ακολουθίαν αυτών θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης της τραπεζικής εταιρείας, επέρχονται ειδικότερα οι ακόλουθες έννομες συνέπειες. Η συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται ως άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του ιδρύματος, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών της εκκαθάρισης επί ενδίκως εγερθεισών αξιώσεών τους απαγορεύεται.
Η έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. σε βάρος της τραπεζικής εταιρείας αναστέλλονται ομοίως. Σε περίπτωση που, παρά την απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει να εκδώσει σχετική οριστική απόφαση και να κηρύξει απαράδεκτη την συνέχιση της ανοιγείσας με την κρινόμενη αγωγή διαδικασίας. Αντιστοίχως άκυρες κρίνονται και όλες οι διενεργούμενες, παρά τη θέση του ιδρύματος σε εκκαθάριση, διαδικαστικές πράξεις. Κατά την ορθότερη άποψη το δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως, εφαρμόζοντας το αρθρ. 25 ΠτΚ και κηρύσσοντας απαράδεκτη είτε την συνέχιση της διαδικασίας είτε την συζήτηση των εισαγωγικών δικογράφων και ενδίκων μέσων (ΑΠ 822/2015).
Με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγουσες εκθέτουν ότι η πρώτη ομόρρυθμη εταιρία, της οποίας οι έτερες δύο τυγχάνουν ομόρρυθμα μέλη, υπήχθη στις διατάξεις του αναπτυξιακού νόμου 3299/2004 για την ενίσχυση του επενδυτικού σχεδίου της ανέγερσης ξενοδοχειακής μονάδας στην Κάρπαθο και της εγκρίθηκε επιχορήγηση ποσού 1.100.000 €, ήτοι ποσοστό 55% επί της επένδυσης των 2.000.000 €, το οποίο θα λάμβανε τμηματικά ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών της. Ότι ενόψει του έργου αυτού έλαβε την 31.8.2006 από την εναγόμενη μεσομακροπρόθεσμο δάνειο ύψους 300.000 € έναντι της αναμενόμενης ως άνω επιδότησης και την 2.5.2007 συνήψε με την τελευταία σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ύψους 900.000 € τριετούς διάρκειας με ταυτόχρονη εκχώρηση του ποσού της επιχορήγησης προς την εναγόμενη τράπεζα. Ότι λόγω σφάλματος της εναγόμενης το πρώτο δάνειο συνήφθη με αντισυμβαλλόμενες τις δεύτερη και τρίτη των εναγουσών αντί με την πρώτη ομόρρυθμη εταιρία με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εκταμιευθεί το ποσό της επιδότησης που είχε εγκριθεί για λογαριασμό της τελευταίας. Ότι τελικά το σφάλμα διορθώθηκε καθυστερημένα και παρά τις επίμονες οχλήσεις των εναγουσών με την από 29.11.2010 τροποποιητική πράξη της εν λόγω σύμβασης, αλλά ήδη οι ενάγουσες είχαν απωλέσει μέρος της επιχορήγησης, διότι λόγω της οικονομικής κρίσης έγιναν περικοπές στο επενδυτικό πρόγραμμα, με συνέπεια τελικά να λάβουν συνολικό ποσό του 1.024.320 € αντί του αρχικά εγκριθέντος 1.100.000 €, ενώ θα μπορούσαν να είχαν λάβει το ποσό των 1.265.000 € καθώς η συνολική πραγματική τους επένδυση ανερχόταν στο ποσό των 2.300.000 € και επομένως ζημιώθηκαν ως προς το ποσό των 240.680 €.
Ότι αχρεώστητα κατέβαλαν στην εναγομένη το ποσό των 207.500 €, καθώς έπρεπε να είχε πιστωθεί ο δανειακός τους λογαριασμός με το ποσό των 300.000 € την 2.5.2007, δυνάμει της δεύτερης σύμβασης δανείου, ενώ στην πραγματικότητα πιστώθηκε το ποσό των 92.500 €. Με βάση αυτό το ιστορικό οι ενάγουσες ζητούν, κατόπιν νομίμου περιορισμού του αιτήματος τους με τις προτάσεις τους και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη τους οφείλει α) το ποσό των 240.680 €, άλλως επικουρικά το ποσό των 75.680 €, που αντιστοιχεί στην διαφορά του ποσού επιχορήγησης 1.024.320 ευρώ που τελικά έλαβαν από το αρχικά εγκριθέν 1.100.000 €, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) το ποσό των 207.500 € που αχρεωστήτως καταβλήθηκε στην εναγομένη, καθώς και να αναγνωριστεί ότι οι ενάγουσες δεν οφείλουν τόκους για το ποσό αυτό από 2.5.2007 και γ) να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλονται τόκοι αναφορικά με το δεύτερο από 2.5.2007 δάνειο από την 28.4.2009 και εντεύθεν, οπότε και θα είχε δοθεί το ποσό της επιχορήγησης και θα είχε εξοφληθεί το εν λόγω δάνειο, άλλως επικουρικά από την 2.5.2010, οπότε θα έληγε η τριετής διάρκειά του και θα είχε εξοφληθεί, καθώς και να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική δαπάνη των εναγουσών. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή αρμόδια εισάγεται για εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο (18, 25 § 2 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την με αριθμό 46/1/27.7.2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας __________ , ανακλήθηκε η άδεια της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και τέθηκε αυτή σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη και τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις, από την ημέρα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εναγομένης και της θέσης της υπό ειδική εκκαθάριση, κατά την οποία αναλογικά εφαρμόζεται η πτωχευτική διαδικασία και η αρχή της αναστολής των ατομικών διώξεων, δεν συνεχίζονται οι ατομικές διώξεις κατ’ αυτής, ο δε ειδικός εκκαθαριστής νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά ως μη δικαιούχος διάδικος μόνο για τις δίκες που δεν εμποδίζονται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, δηλαδή για τις δίκες με δανειστές που έχουν υποθήκη, ενέχυρο ή ειδικό προνόμιο.
Δεν συντρέχει τέτοια προϋπόθεση στην υπό κρίση αγωγή αναφορικά με την ένδικη απαίτηση των εναγουσών κατά της εναγομένης, η οποία ορίστηκε ότι περιλαμβάνεται στις μη μεταβιβαζόμενες στην Τράπεζα Πειραιώς υποχρεώσεις της εναγόμενης. Η προαναφερθείσα αγωγική αξίωση είναι ανέγγυα και οι ενάγουσες ικανοποιούνται από την περιουσία της τεθείσας σε ειδική εκκαθάριση εναγομένης κατά το στάδιο της διανομής και της κατάταξης. Η απαίτηση δε αυτή δεν είναι προσωποπαγής, ώστε να μην επιβαρύνει την υπό εκκαθάριση περιουσία της εναγομένης. Επομένως, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε την 3.8.2012, ήτοι μετά την θέση της εναγομένης υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης την 27.7.2012, πρέπει να απορριφθεί αυτή, καθότι η άσκησή της είναι απαράδεκτη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23.2.2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκοναται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 3-4-2018
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ