Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3312/2004
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Δέσποινα Κακοκεφάλου Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου και τη γραμματέα Μαρία Παπαθανασίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6-5-2004 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «__________ ΕΠΕ», η οποία έχει έδρα στο Αμαρούσιο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σταύρο Μαυρομάτη.
Του εναγομένου __________ __________ , κατοίκου Αθηνών (Άνω Πατήσια), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο Μαρίνα Τούντα, που ζήτησε μόνο αναβολή της συζήτησης, αίτημα που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο και αποχώρησε χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή της που κατατέθηκε με αριθμό 23755/1334/2003, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την 9089/24-2-2003 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά Μαρίας Φακίνου, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο. Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, η άνω αναφερόμενη πληρεξούσια δικηγόρος του εναγομένου υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζήτησης, που. απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, οπότε αποχώρησε χωρίς, να καταθέσει προτάσεις. Κατόπιν αυτού θεωρείται ότι ο εναγόμενος δεν εμφανίστηκε και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην, αλλά η διαδικασία θα προχωρήσει σα να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 280 παρ.2, 3 και 270παρ.1 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της και κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ισχυρίζεται ότι στις 10-3-1998 και 30-3-1998 ο εναγόμενος εξέδωσε δύο επιταγές, ποσού 2.500.000 δραχμών η καθεμία, πληρωτέες από την Τράπεζα __________ . Ότι οι επιταγές αυτές, των οποίων τυγχάνει νόμιμη κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως, εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα στην Τράπεζα για πληρωμή, πλην όμως δεν εξοφλήθηκαν γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του εκδότη, όπως βεβαιώθηκε στο σώμα των επιταγών, αναγκάστηκε δε να τις πληρώσει η ίδια. Ότι υπέστη αυτή ζημία ίση με το ποσό των επιταγών, ενώ υφίσταται αντίστοιχος πλουτισμός του εναγομένου. Ζητεί δε, βάσει αυτών, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και με προσωπική του κράτηση λόγω του αδικήματος αλλά και ως εμπόρου και για εμπορική αιτία, να της καταβάλει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, νομιμοτόκως από την ημέρα εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο η κρινομένη αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 14 παρ.2 και 22 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου που απαιτείται για το αντικείμενό της με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα 090979, 090980 αγωγόσπμα με τα επικολληθέντα ένσημα του Τ.Π.Δ.Α και το 481697/2004 έντυπο δικαιώματος του ΤΝ επί του δικαστικού ενσήμου). Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 12, 19, 40, 44, 45, 46 του Ν.5960/33 «περί επιταγής», 346 ΑΚ, 176, 907, 908 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος για απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου που πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο, καθώς δεν εκτίθενται στο δικόγραφο περιστατικά συνιστώντα δολίως μεθοδευμένη αδυναμία εκπληρώσεώς εκ μέρους του εναγόμενου (βλ. ΕφΑΘ 7394/1999 ΕλλΔνη 41/1391). Κατά το μέρος που η αγωγή επιχειρείται να θεμελιωθεί στην αδικοπραξία, λόγω της οποίας ζητείται και η απαγγελία προσωπικής κράτησης, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, καθώς φορέας της αξιώσεως αποζημιώσεως στην περίπτωση της ακάλυπτης επιταγής είναι ο κομιστής της επιταγής και όχι ο πληρώσας αυτήν οπισθογράφος (βλ. ΟλΑΠ 30/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής, την εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως προελθόντος τούτου εκ της αυτής ιστορικής βάσης, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση είναι φύσεως επιβοηθητικής και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της εκ της συμβάσεως ή της εκ του αδικήματος αγωγής (βλ. ΑΠ 1322/1996 Β Τμ. ΕλλΔνη 38.1044, ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ ουσίαν.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, απ ολα τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος εξέδωσε στην Αθήνα τις εξής επιταγές, πληρωτέες από την Τράπεζα __________ : α) την με αριθμό 4804403 1 επιταγή στις 10-3-1998, ποσού 2.500.000 δραχμών, σε διαταγή __________ __________ , της οποίας η ενάγουσα κατέστη νόμιμη κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως β) την με αριθμό 4804404 0 επιταγή στις 30-3-1998, ποσού 2.500.000 δραχμών, σε διαταγή __________ __________ , της οποίας η ενάγουσα κατέστη νόμιμη κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως. Τις επιταγές αυτές μεταβίβασε η ενάγουσα με οπισθογράφηση και λόγω ενεχύρου προς την Τράπεζα __________ , η οποία τις εμφάνισε εμπρόθεσμα (στις 16-3-1998 και 303-1998 αντίστοιχα) για πληρωμή, πλην όμως δεν πληρώθηκαν γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του εκδότη στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως βεβαιώθηκε στο σώμα των επιταγών. Μετά απ’ αυτά, η ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των επιταγών στην κομίστρια Τράπεζα και ανέλαβε τις επιταγές, δικαιούται δε ως εξ αναγωγής δικαιούχος από τις επιταγές που ικανοποίησε τον τελευταίο κομιστή, να ζητήσει από τον εναγόμενο (εκδότη) το ποσό που κατέβαλε.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 14.673,51 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα εμφάνισης εκάστης επιταγής προς πληρωμή. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 7.000 ευρώ, κατά το οποίο η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημιά στην ενάγουσα (άρθρο 908 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 παρ.2 ΚΠολΔ), βαρύνουν τον εναγόμενο (άρθρο 184 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εναγομένου.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.
Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή. ·
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (14.673,51), με το νόμιμο τόκο για μεν το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (7.336,75) από τις 17-3-1998, για δε το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (7.336,75) από τις 31-3-1998 μέχρι την εξόφληση.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στην Αθήνα στις 15/9/2004
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ