Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ.
Αριθμός Απόφασης: 1756/2015.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ
Δημόσια συνεδρίαση της 13ης Μαϊου 2015
Σύνθεση: Παύλος Μαυρομάτης Πρόεδρος Πλημμελειοδικών, Παναγιώτης Γιάνναρος και Μαρία Τσάνα Πλημμελειοδίκες, (ορισθέντες δια κληρώσεως με τη με αριθμό 5/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου).
Χριστίνα Φασούλα Αντεισαγγελέας, Πλημμελειοδικών (επειδή κωλύεται ο Εισαγγελέας), Χρήστος Καδόγλου, Γραμματέας
Εκκαλούντες – Κατηγορούμενοι: 1. _________ _________ του _________ και της _________ , κάτοικος Δάφνης Αθηνών (________)
2. _________ _________ του _________ και της _______, κάτοικος Αθηνών (_________ ).
ΠΑΡΟΝΤΕΣ (δια πληρεξουσίου).
Πράξεις: 1. Πλαστογραφία μετά χρήσης κατά συναυτουργία.
2. Απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο κατά συναυτουργία.
Μετά από την υπ’ αριθμ. έφεση 70/17-1-2014 κατά της υπ’ αριθμόν 12/8-1-2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ
Στη σημερινή δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού ο Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των κατηγορουμένων, οι οποίοι δεν εμφανιίστηκαν.
Στο σημείο αυτό, προσήλθαν οι δικηγόροι του Πρωτοδικείου Αθηνών, Μαρία Κανακάκη (ΑΜΔΣΑ 34956), και Ζωή Παπαγεωργίου (ΑΜΔΣΑ 25780), αντίστοιχα, οι οποίες δήλωσαν ότι οι κατηγορούμενοι με την από 11-05-2015 εξουσιοδότησή τους, η γνησιότητα της υπογραφής του επί της οποίας θεωρήθηκε, κατ’ άρθρο 42 παρ.2 εδ.γ’ Κ.Ποιν.Δ. από το ΚΕΠ Βριλησσίων και Αθηνών, τις διόρισαν συνηγόρους για την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης σήμερα.Στη σημερινή δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού ο Πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των κατηγορουμένων, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν.
Στο σημείο αυτό μετά από πρόταση της Εισαγγελέα αναγνώσθηκαν οι από 11-5- 2015 έγγραφες εξουσιοδοτήσεις των εκκαλούντων, οι οποίες είναι παραδεκτές και νόμιμες.
Ακολούθως, η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο, είπε ότι η υπόθεση εισάγεται ύστερα από έφεση των κατηγορουμένων κατά της με αριθμό 12/8-1-2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, ανάπτυξε την έκθεση εφέσεως σύμφωνα με το κατηγορητήριο και το κλητήριο θέσπισμα που
Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορούμενων, σε σχετική ερώτηση του Προέδρου απάντησαν ότι δεν κλήτευσαν μάρτυρες υπεράσπισης.
Κατόπιν ο Πρόεδρος διέταξε να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία.
Παρουσιάστηκε η πρώτη μάρτυρας, η οποία, όταν ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο για την ταυτότητά της, απάντησε ότι ονομάζεται _________ _________ του _________ , κατοικεί στη Λάρισα, είναι Ελληνίδα, και Χριστιανή Ορθόδοξη, γνωρίζει απλά τους κατηγορουμένους, και δεν συγγενεύει με αυτούς. Ρωτήθηκε, εάν επιθυμεί θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο. Επομένως, ορκίσθηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο, κατ’ άρθρο 218 του Κ.Π.Δ. και, όταν εξετάσθηκε, κατέθεσε τα εξής: «Εργαζόμουν από το 2006 έως το 2007. Στο κατάστημα _________ της _________ δούλευα. Το κατάστημα ανήκει στην κυρία _________ . Εγώ δούλευα ως πωλήτρια και υπεύθυνη. Τον κο _________ δεν τον είδα ποτέ. Απολύθηκε και δεν πληρώθηκε ποτέ. Εδώ ήταν το υποκατάστημα. Απολύθηκε προφορικά. Ήθελε να βάλει στη δουλειά κάποια γνωστή της. Δεν μου κατέβαλε ούτε το μισθό μου, ούτε την αποζημίωση απόλυσης. Πήγα στον επόπτη εργασίας και τους κάλεσε εκεί. Κάναμε απογραφή στο κατάστημα, και υποτίθεται ότι θα μου τα δίνανε εκεί. Έκανα αγωγή και δικαιώθηκα. Χρησιμοποίησαν κάποια έγγραφα ότι αποζημιώθηκα. Το Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό, και μετά μου έδωσαν τα χρήματα. Έγινε και άλλη δίκη. Εγώ λύκειο τελείωσα. Μιλούσα με το λογιστήριο. Τον _________ δεν τον είδα ποτέ. Δεν την υπέγραψα την καταγγελία. Πιο πριν με πλήρωναν στην ώρα μου. Την καταγγελία τη χρησιμοποίησα στον ΟΑΕΔ. Με το λογιστήριο μιλούσα. Την _________ την έβλεπα, αυτή έλυνε και έδενε, μια φορά το τρίμηνο ερχόταν».
Παρουσιάστηκε ο δεύτερος μάρτυρας, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο για την ταυτότητά του, απάντησε ότι ονομάζεται _________ _________ του _________ , κάτοικος Λάρισας (_________ ), είναι Έλληνας και Χριστιανός Ορθόδοξος, γνωρίζει απλά τους κατηγορουμένους, και δεν συγγενεύει με αυτούς. Ρωτήθηκε, εάν επιθυμεί θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο. Επομένως, ορκίσθηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο, κατ’ άρθρο 218 του Κ.Π.Δ. και, όταν εξετάσθηκε, κατέθεσε τα εξής: «Η υπογραφή που μου υποδεικνύετε είναι δική της, στο άλλο όχι. Την αποζημίωση την πήρε μετά το Δικαστήριο. Ο κος και η κα _________ είναι κάτοικοι Αθηνών. Δεν είδα ποτέ τους ιδιοκτήτες. Δεν είχαμε άλλη διαφορά. Η εταιρία εξακολουθεί να yπάρχει».
Στο σημείο αυτό διαβάστηκαν τα εξής έγγραφα :
- Η μ.ε αριθμό 12/8-1-2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
- Τα υπ’ αριθμ. φακέλου 207/2008 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Λάρισας της 20-1-2009.
- Η υπ’ αριθμ. 133/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας.
- Το υπ’ αριθμ. 291/2010 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Λάρισας περί μη άσκησης ενδίκου μέσου κατά της υπ’ αριθμ. 133/2009 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λάρισας.
- Απόδειξη πληρωμής ποσού 2.862 ευρώ (πλαστή).
- Καταγγελία σύμβασης εργασίας στις 30-11 -2007.
- Απόδειξη πληρωμής Ιουλίου, στις 4-8-07.
- Απόδειξη πληρωμής μηνός Φεβρουάριου στις 2-3-07.
- Απόδειξη πληρωμής δώρου Χριστουγέννων στις 15-12-06.
- Η από 10-9-2008 αίτηση δήλωση ανέργου στον ΟΑΕΔ.
- Υπ’ αριθμ. 10785/09 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ.
- Υπ’ αριθμ. 9250/08 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ.
- Υπ’ αριθμ.9776/03 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ
- Αγωγή της _________ _________ στο Ειρηνοδικείο Λάρισας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 207/2008.
Σημειώνεται ότι οι παραπάνω μάρτυρες, οι οποίοι κλήθηκαν και εξετάστηκαν προφορικά, μετά την εξέτασή τους παρέμειναν στο ακροατήριο και ότι ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές, και στις συνηγόρους υπεράσπισης για να απευθύνουν, αν είχαν ερωτήσεις, προς τους μάρτυρες, οι ανωτέρω δε, ρωτούσαν και οι μάρτυρες απαντούσαν σχετικά με τις ερωτήσεις, όπως αναφέρεται ειδικότερα στην κατάθεσή τους.
Κατόπιν, ο Πρόεδρος ρώτησε την Εισαγγελέα, και τις συνηγόρους υπεράσπισης, αν έχουν ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση, και αφού απάντησαν αρνητικά, ο Πρόεδρος κήρυξε το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.
Κατόπιν, η Εισαγγελέας, πήρε και πάλι το λόγο και πρότεινε να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, και αφού ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, όπως και πρωτοδίκως.
Οι συνήγοροι της υπεράσπισης ζήτησαν την απαλλαγή των εντολέων τους.
Κατόπιν, ο Πρόεδρος περαιωμένη τη συζήτηση.
Μετά από αυτά το Δικαστήριο, σε μυστική διάσκεψη που έγινε στην έδρα, με την παρουσία του Γραμματέα, κατάρτισε και αμέσως με τον Πρόεδρό του με παρόντες τους λοιπούς παράγοντες της δίκης δημοσίευσε την ταυτάριθμη απόφασή του, η οποία έχει ως εξής:
Επειδή η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί από ουσιαστική άποψη. Τι
Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν δημόσια στο ακροατήριο, την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι: 1) στην Αθήνα, σε μη επακριβώς προσδιορισμένη ημέρα του μηνός Ιανουάριου 2008, με πρόθεση προκάλεσαν από κοινού σε πρόσωπο αγνώστων λοιπών στοιχείων την απόφαση να εκτελέσει την πράξη της πλαστογραφίας, που αυτό διέπραξε και ειδικότερα, ενώ ο πρώτος των κατηγορουμένων _________ _________ ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εδρεύουσας στην Αθήνα εταιρίας με την επωνυμία «_________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΣΗΣ» και η δεύτερη εξ αυτών, _________ _________ , μέλος του Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρίας, από κοινού παρακίνησαν και συμβούλευσαν πρόσωπο αγνώστων λοιπών στοιχείων με πειθώ και φορτικότητα να καταρτίσει πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του άλλους, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως οι ίδιοι έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου. Συγκεκριμένα, το άγνωστο πρόσωπο κατάρτισε, κατόπιν των υποδείξεων των κατηγορουμένων που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, την με ημερομηνία 30-11- 2007 απόδειξη πληρωμής αποζημίωσης απόλυσης, ποσού 2.862 ευρώ στην εγκαλούσα _________ _________ , πρώην εργαζόμενη ως πωλήτρια στο υποκατάστημα Λάρισας της ανωτέρω εταιρίας, και ακολούθως χωρίς γνώση και συναίνεση αυτής έθεσε επ’ αυτής και στη θέση της υπογραφής του λαβόντος, υπογραφή ωσάν αυτή να είχε τεθεί από την ανωτέρω εγκαλούσα, ακολούθως δε οι κατηγορούμενοι έκαναν χρήση της ανωτέρω περιγραφόμενης πλαστογραφημένης απόδειξης πληρωμής, προσκομίζοντάς την τόσο στην Επιθεώρηση Εργασίας Λάρισας, όπου η εγκαλούσα κατήγγειλε το γεγονός της μη προς αυτήν καταβολής του ποσού της αποζημίωσης απόλυσης όσο και ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λάρισας στις 20-1-2009 κατά τη συζήτηση σχετικής αγωγής της εγκαλούσας, με την οποία αυτή ζητούσε να υποχρεωθεί η ανωτέρω εταιρία να της καταβάλλει το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης, στην πράξη τους δε αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν τους Επιθεωρητές Εργασίας Λάρισας και την Ειρηνοδίκη Λάρισας αναφορικά με το έχον έννομες συνέπειες γεγονός ότι η ανωτέρω εταιρία είχε καταβάλλει το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης στην εγκαλούσα. Και 2) τη Λάρισα, στις 20-1-2009, ενεργώντας από κοινού και έχοντας αποφασίσει να εκτελέσουν το πλημμέλημα της απάτης στο δικαστήριο, δηλ. να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε άλλον και να βλάψουν ξένη περιουσία πείθοντας άλλον και δη τον Ειρηνοδίκη Λάρισας σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του ανωτέρω εγκλήματος, το οποίο τελικά δεν ολοκλήρωσαν όχι από δική τους βούληση αλλά από εξωτερικά αίτια και συγκεκριμένα, αφού προέβησαν, όπως ανωτέρω [υπό στοιχείο 1] περιγράφεται, στην ηθική αυτουργία της πλαστογράφησης της υπογραφής της εγκαλούσας _________ _________ στη θέση της υπογραφής του λαβόντος της με ημερομηνία 30-11-2007 απόδειξης πληρωμής αποζημίωσης απόλυσης, ποσού 2.862 ευρώ, στην ανωτέρω εγκαλούσα, πρώην εργαζόμενη ως πωλήτρια στο υποκατάστημα Λάρισας της εδρεύουσας στην Αθήνα εταιρίας με την επωνυμία «_________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΣΗΣ», της οποίας ο πρώτος των κατηγορουμένων _________ _________ ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και η δεύτερη εξ αυτών, _________ _________ , μέλος του Δ.Σ., ακολούθως προσκόμισαν την ανωτέρω πλαστογραφημένη απόδειξη δια των προτάσεων που η ανωτέρω εταιρία υπέβαλε στο Ειρηνοδικείο Λάρισας κατά τη συζήτηση και προς αντίκρουση της με αριθμό καταθ. 207/2008 αγωγής της εγκαλούσας, με την οποία η τελευταία ζητούσε να υποχρεωθεί η ανωτέρω εταιρία να της καταβάλλει ως αποζημίωση απόλυσης χρηματικό ποσό 2.862 ευρώ, με τον τρόπο δε αυτό παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς προς την Ειρηνοδίκη Λάρισας [υποβάλλοντας και τη σχετική ένσταση εξόφλησης] ότι το ανωτέρω αιτηθέν ποσό της αποζημίωσης απόλυσης έχει καταβληθεί, στην πράξη τους δε αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν την Ειρηνοδίκη Λάρισας αναφορικά με το ανωτέρω γεγονός της εξόφλησης της αποζημίωσης απόλυσης εις τρόπον ώστε αυτή να δεχθεί την ένσταση εξόφλησης και να απορρίψει την αγωγή της εγκαλούσας προς βλάβη της περιουσίας της τελευταίας και με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της ανωτέρω αναφερόμενης εταιρίας, στο οποίο εξ αρχής αποσκοπούσαν, τελικά, όμως, δεν ολοκλήρωσαν το έγκλημά τους αυτό, και δεν πέτυχαν την εξαπάτηση της Ειρηνοδίκου Λάρισας, επειδή η τελευταία διέγνωσε την πλαστότητα της απόδειξης και εξέδωσε την με αριθμό 133/2009 απόφαση με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή της εγκαλούσας και υποχρέωσε την ανωτέρω εταιρία να της καταβάλει το αιτηθέν ποσό της αποζημίωσης απόλυσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντες δια πληρεξουσίου τους κατηγορουμένους: _________ _________ του _________ και της _________ , κάτοικο Δάφνης Αθηνών (_________ ), και _________ _________ του _________ και της Αιμιλίας, κάτοικο Αθηνών (_________ ).
Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθ. 12/8-1-2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
Κηρύσσει τους κατηγορουμένους ενόχους του ότι: 1) κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, στην Αθήνα, σε μη επακριβώς προσδιορισμένη ημέρα του μηνάς Ιανουάριου 2008, με πρόθεση προκάλεσαν από κοινού σε πρόσωπο αγνώστων λοιπών στοιχείων την απόφαση να εκτελέσει την πράξη της πλαστογραφίας, που αυτό διέπραξε και ειδικότερα, ενώ ο πρώτος των κατηγορουμένων _________ _________ ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εδρεύουσας στην Αθήνα εταιρίας με την επωνυμία «_________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΣΗΣ» και η δεύτερη εξ αυτών, _________ _________ , μέλος του Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρίας, από κοινού παρακίνησαν και συμβούλευσαν πρόσωπο αγνώστων λοιπών στοιχείων με πειθώ και φορτικότητα να καταρτίσει πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του άλλους, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως οι ίδιοι έκαναν χρήση του πλαστού εγγράφου. Συγκεκριμένα, το άγνωστο πρόσωπο κατάρτισε, κατόπιν των υποδείξεων των κατηγορουμένων που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, την με ημερομηνία 30-11-2007 απόδειξη πληρωμής αποζημίωσης απόλυσης, ποσού 2.862 ευρώ στην εγκαλούσα _________ _________ , πρώην εργαζόμενη ως πωλήτρια στο υποκατάστημα Λάρισας της ανωτέρω εταιρίας, και ακολούθως χωρίς γνώση και συναίνεση αυτής έθεσε επ’ αυτής και στη θέση της υπογραφής του λαβόντος, υπογραφή ωσάν αυτή να είχε τεθεί από την ανωτέρω εγκαλούσα, ακολούθως δε οι κατηγορούμενοι έκαναν χρήση της ανωτέρω περιγραφόμενης πλαστογραφημένης απόδειξης πληρωμής, προσκομίζοντάς την τόσο στην Επιθεώρηση Εργασίας Λάρισας, όπου η εγκαλούσα κατήγγειλε το γεγονός της μη προς αυτήν καταβολής του ποσού της αποζημίωσης απόλυσης όσο και ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λάρισας στις 20-1-2009 κατά τη συζήτηση σχετικής αγωγής της εγκαλούσας, με την οποία αυτή ζητούσε να υποχρεωθεί η ανωτέρω εταιρία να της καταβάλλει το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης, στην πράξη τους δε αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν τους Επιθεωρητές Εργασίας Λάρισας και την Ειρηνοδίκη Λάρισας αναφορικά με το έχον έννομες συνέπειες γεγονός ότι η ανωτέρω εταιρία είχε καταβάλλει το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης στην εγκαλούσα. Και, 2) τη Λάρισα, στις 20-1-2009, ενεργώντας από κοινού και έχοντας αποφασίσει να εκτελέσουν το πλημμέλημα της απάτης στο δικαστήριο, δηλ. να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε άλλον και να βλάψουν ξένη περιουσία πείθοντας άλλον και δη τον Ειρηνοδίκη Λάρισας σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του ανωτέρω εγκλήματος, το οποίο τελικά δεν ολοκλήρωσαν όχι από δική τους βούληση αλλά από εξωτερικά αίτια και συγκεκριμένα, αφού προέβησαν, όπως ανωτέρω [υπό στοιχείο 1] περιγράφεται, στην ηθική αυτουργία της πλαστογράφησης της υπογραφής της εγκαλούσας _________ _________ στη θέση της υπογραφής του λαβόντος της με ημερομηνία 30-11-2007 απόδειξης πληρωμής αποζημίωσης απόλυσης, ποσού 2.862 ευρώ, στην ανωτέρω εγκαλούσα, πρώην εργαζόμενη ως πωλήτρια στο υποκατάστημα Λάρισας της εδρεύουσας στην Αθήνα εταιρίας με την επωνυμία «_________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΣΗΣ», της οποίας ο πρώτος των κατηγορουμένων _________ _________ ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και η δεύτερη εξ αυτών, _________ _________ , μέλος του Δ.Σ., ακολούθως προσκόμισαν την ανωτέρω πλαστογραφημένη απόδειξη δια των προτάσεων που η ανωτέρω εταιρία υπέβαλε στο Ειρηνοδικείο Λάρισας κατά τη συζήτηση και προς αντίκρουση της με αριθμό καταθ. 207/2008 αγωγής της εγκαλούσας, με την οποία η τελευταία ζητούσε να υποχρεωθεί η ανωτέρω εταιρία να της καταβάλλει ως αποζημίωση απόλυσης χρηματικό ποσό 2.862 ευρώ, με τον τρόπο δε αυτό παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς προς την Ειρηνοδίκη Λάρισας [υποβάλλοντας και τη σχετική ένσταση εξόφλησης] ότι το ανωτέρω αιτηθέν ποσό της αποζημίωσης απόλυσης έχει καταβληθεί, στην πράξη τους δε αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν την Ειρηνοδίκη Λάρισας αναφορικά με το ανωτέρω γεγονός της εξόφλησης της αποζημίωσης απόλυσης εις τρόπον ώστε αυτή να δεχθεί την ένσταση εξόφλησης και να απορρίψει την αγωγή της εγκαλούσας προς βλάβη της περιουσίας της τελευταίας και με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της ανωτέρω αναφερόμενης εταιρίας, στο οποίο εξ αρχής αποσκοπούσαν, τελικά, όμως, δεν ολοκλήρωσαν το έγκλημά τους αυτό, και δεν πέτυχαν την εξαπάτηση της Ειρηνοδίκου Λάρισας, επειδή η τελευταία διέγνωσε την πλαστότητα της απόδειξης και εξέδωσε την με αριθμό 133/2009 απόφαση με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή της εγκαλούσας και υποχρέωσε την ανωτέρω εταιρία να της καταβάλει το αιτηθέν ποσό της αποζημίωσης απόλυσης.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.
Λάρισα, 13 Μαϊου 2015.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Ύστερα από την πιο πάνω απόφαση έγινε συζήτηση για την ποινή που πρέπει να επιβληθεί.
Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών για κάθε πράξη.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης ζήτησαν το ελάχιστο όριο της ποινής.
Μετά από αυτά το Δικαστήριο, σε μυστική διάσκεψη που έγινε στην έδρα, με την παρουσία του Γραμματέα, κατάρτισε και αμέσως με τον Πρόεδρο και παρόντες τους λοιπούς παράγοντες της δίκης δημοσίευσε την ταυτάριθμη με την παραπάνω απόφασή του, η οποία έχει ως εξής:
Επειδή οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι προβλέπονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τα άρθρα: 1, 12, 14, 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 45, 46α, 51, 53, 79, 94 παρ.1,216 παρ.1 και 386 παρ.1 εδ. α, ΠΚ.
Επειδή το Δικαστήριο για την επιμέτρηση των ποινών που θα εφαρμόσει σύμφωνα με το διατακτικό, μέσα στα όρια που διαγράφονται με τα παραπάνω άρθρα, λαμβάνει υπόψη αφενός τη βαρύτητα του εγκλήματος που τελέσθηκε και αφετέρου την προσωπικότητα των καταδικασθέντων. Εια την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το Δικαστήριο αποβλέπει: α) στη βλάβη που επήλθε από το έγκλημα και στον κίνδυνο που προκλήθηκε από αυτό, β) στη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνοδέυσαν την προπαρασκευή και την τέλεσή του, και γ) στην ένταση του δόλου των υπαιτίων. Για την εκτίμηση της προσωπικότητας των καταδικασθέντων το Δικαστήριο αποβλέπει ενδεικτικά στο βαθμό της εγκληματικής διάθεσης των ενόχων που εκδηλώθηκε κατά την πράξη τους και για την ακριβή διάγνωση αυτής: α) στα αίτια από τα οποία ωθήθηκαν προς τέλεση του εγκλήματος, στην αφορμή που δόθηκε και το σκοπό τον οποίο επεδίωξαν, β) στο χαρακτήρα τους και στο βαθμό της ανάπτυξής του, γ) στις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και τον προηγούμενο βίο τους, και δ) στην κατά και μετά την πράξη διαγωγή τα, ενδεικτικά δε στη μετάνοια που επέδειξαν’ και την προθυμία για ανόρθωση των συνεπειών της πράξης τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Καταδικάζει τους κατηγορούμενους, που κηρύχθηκαν ένοχοι, σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για κάθε πράξη.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.
Λάρισα, 13 Μαϊου 2015.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο α^ρό τον Πρόεδρο πρότεινε να επιβληθεί στους κατηγορουμένους μία συνολική ποινή φυλάκισης, οκτώ (8) μηνών, αποτελούμενη από την ισοβαρή ποινή φυλάκισης των έξι (6) μηνών της α’ πράξης, ως ποινής βάσης, που επαυξάνει δύο μήνες από την ποινή φυλάκισης των έξι (6) μηνών της β’ πράξης.
Σ. Π. Φ = 6 μήνες + 2 μήνες=8 μήνες.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης ζήτησαν τα ελάχιστα όρια καθορισμού συνολικής ποινής.
Μετά από αυτά το Δικαστήριο, σε μυστική διάσκεψη που έγινε στην έδρα, με την παρουσία του Γραμματέα, κατάρτισε και αμέσως με την Πρόεδρό του με παρόντες τους λοιπούς παράγοντες της δίκης δημοσίευσε την ταυτάριθμη με την παραπάνω απόφασή του, η οποία έχει ως εξής:
Επειδή στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 94 ΠΚ περί καθορισμού συνολικής ποινής των ποινών που έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο για τα παραπάνω συρρέοντα εγκλήματα. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί η αναφερόμενη στο διατακτικό συνολική ποινή, όπως ειδικότερα ορίζεται σε αυτό, εν όψει και των προϋποθέσεων που καθορίζει η διάταξη αυτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ σε βάρος των καταδικασθέντων, μία συνολική ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, αποτελούμενη από την ισοβαρή ποινή φυλάκισης των έξι (6) μηνών της α’ πράξης, ως ποινής βάσης, που επαυξάνει δύο μήνες από την ποινή φυλάκισης των έξι (6) μηνών της β’ πράξης.
Σ. Π. Φ = 6 μήνες + 2 μήνες=8 μήνες. t
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Λάρισα, 13 Μαϊου 2015.
Μετά την απαγγελία της παραπάνω απόφασης.
Μετά την απαγγελία της παραπάνω απόφασης ο Πρόεδρος διαπίστωσε ότι εντός της δικογραφίας δεν υπάρχει αντίγραφο του δελτίου ποινικού μητρώου των κατηγορουμένων.
Η Εισαγγελέας πρότεινε να ανασταλεί για τρία έτη η ποινή φυλάκισης, που επιβλήθηκε στους καταδικασθέντες, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος τους.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης συντάχθηκαν με την πρόταση της Εισαγγελέως.
Μετά από αυτά το Δικαστήριο, σε μυστική διάσκεψη που έγινε στην έδρα, με την παρουσία του Γραμματέα, κατάρτισε και αμέσως με τον Πρόεδρο με παρόντες τους λοιπούς παράγοντες της δίκης δημοσίευσε την ταυτάριθμη με την παραπάνω απόφασή του, η οποία έχει ως εξής:
Επειδή δεν καθιερώνεται από κάποια διάταξη του ουσιαστικού (ή του δικονομικού) ποινικού δικαίου οποιοδήποτε τεκμήριο σε βάρος του κατηγορουμένου, ο οποίος μάλιστα με ρητή διάταξη της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974) τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του (άρθρο 6 παρ. 2). Σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 1 του Π. Κ., όπως ισχύει, αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της _________ ποινή ανώτερα του ενός έτους, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν το ανωτέρω όριο καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το Δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αναστολή δεν διατάσσεται παρά μόνο σε δύο περιπτώσεις. Η μία από αυτές είναι η προηγούμενη καταδίκη σε ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, η οποία μπορεί να αποδειχθεί με οποιοδήποτε στοιχείο, και η δεύτερη, η ύπαρξη ειδικών στοιχείων, με βάση τα οποία κρίνει το Δικαστήριο, ότι είναι απολύτως αναγκαία η εκτέλεση της ποινής ως αποτρεπτικό μέτρο τέλεσης νέων αξιοποίνων πράξεων. Είναι εντελώς ολοφάνερο ότι ο καταδικασμένος δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τη μη ύπαρξη των προαναφερομένων περιπτώσεων, που σημαίνει ότι, αν δεν αποδειχθούν, είναι υποχρεωτική η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Το ότι ο καταδικασθείς δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει και την ως άνω πρώτη περίπτωση προκύπτει και από το άρθρο 575 Κ.Π.Δ. ( βλ. σχ. ΑΠ 873/1996, ΑΠ 951/1996 Ποιν. Χρον. ΜΖ 464,465) που επιβάλλει υποχρέωση σε άλλους και όχι στον κατηγορούμενο να επισυνάψει στη δικογραφία αντίγραφο του ποινικού του μητρώου, η έλλειψη του οποίου μπορεί να αποτελέσει και σημαντικό αίτιο αναβολής της υπόθεσης (349 Κ.Π.Δ.), αν η αναβολή μπορεί να συντελέσει στη συμπλήρωση της έλλειψης ( βλ. σχετ. Εφ.Θεσ. 660/1997 Ποιν. Χρον. ΜΖ σελ. 1173). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει στη δικογραφία ποινικό μητρώο των καταδικασθέντων. Συνεπώς, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται το αντίθετο, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι καταδικασθέντες δεν έχουν προηγούμενη καταδίκη. Το ότι επίσης δεν είναι αναγκαία η εκτέλεση της ποινής ( μόνο με μετατροπή) είναι σαφές, εφόσον δεν υπάρχει κανένα αντίθετο στοιχείο. (ΑΠ 289/2000, Ποιν. Χρον. 2000 σελ. 886, ΑΠ 345/2000, Ποιν. Χρον. 2000 σελ. 899, ΑΠ 347/2000, Τριμ. Εφ.Θεσ. 1180/2001 Αρμ. 2001 σελ. 1109). Συνεπώς, πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής για τρία (3) χρόνια.
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 582 ΚΠΔ, κάθε κατηγορούμενος, ο οποίος καταδικάζεται σε ποινή, καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα δε με τις διατάξεις του Ν. 663/1977 και την υπ’ αριθμ. 123827/23-12-2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης τα δικαστικά έξοδα επί αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, δικάζοντος σε δεύτερο βαθμό, έχουν καθορισθεί στο ποσόν των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ. Πρέπει, επομένως, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 373 ΚΠΔ, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε βάρος των καταδικασθέντων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναστέλλει την εκτέλεση της ανωτέρω συνολικής ποινής φυλακίσεως των οκτώ (8) μηνών, που επιβλήθηκε σε βάρος των καταδικασθέντων, επί τρία (3) έτη.
Επιβάλλει σε βάρος του κάθε καταδικασθέντος τα δικαστικά έξοδα ποσού διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.
Λάρισα, 13 Μαΐου 2015.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας