fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 4575/2012

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εύα Πετρίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε με κλήρωση.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10.5.2012, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΩΝ ΑΙΤΟΎΝΤΩΝ: 1) _______ _______ του _______ και της _______ , συζ. _______ _______ , κατοίκου Διονύσου Αττικής και 2) _______ _______  του _______ και της _______ , κατοίκου Διονύσου Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ιωάννας Μαρώση.

ΤΗΣ ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «_______ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «_______ », που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Βασιλικής Πολυμερίδου.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 8.5.2012 αίτησή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό 84417/8371/8.5.2012, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους. Επίσης, μέσα στην προθεσμία που χορηγήθηκε από τη Δικαστή, κατέθεσαν έγγραφα σημειώματα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες εκθέτουν ότι, δυνάμει της με αριθ. 15/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών – η οποία εκδόθηκε σε βάρος τους με την ιδιότητά τους ως εγγυητών στην από 14.4.2008 σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης και της ανώνυμης εταιρίας «_______  ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» – υποχρεώνονται να καταβάλουν στην καθ’ ης το ποσό των 2.053.919,47 ευρώ για κεφάλαιο, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Ότι, με επίσπευση της καθ’ ης και δυνάμει της με αριθ. 8065/2011 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Αθανασίου Γεωργαντόπσυλου, επιβλήθηκε κατάσχεση, για το ποσό των 250.000 ευρώ, στο ακίνητό τους που περιγράφεται στην αίτηση – αγροτεμάχιο έκτασης 4.015 τ.μ., με τη σε αυτό διώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο εμβαδού 71,10 τ.μ., πρώτο όροφο εμβαδού 112,82 τ.μ. και πισίνα, που βρίσκεται στη νήσο Κέα – ενώ με τη με αριθ. 8082/2012 περίληψη της πιο πάνω έκθεσης ορίσθηκε ως ημερομηνία πλειστηριασμού η 14.3.2012. Κατά την ημερομηνία αυτή ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε, επειδή με τη με αριθ. 2494/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού διορθώθηκε η αξία και η τιμή πρώτης προσφοράς του ακινήτου. Ότι, στη συνέχεια, δυνάμει της με αριθ. 8265/2012 α’ επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του παραπάνω δικαστικού επιμελητή, εκτίθεται εκ νέου στις 16.5.2012 σε πλειστηριασμό, με επίσπευση της καθ’ ης, το προαναφερόμενο ακίνητο, ζητούν δε οι αιτούντες να ανασταλεί η εκτέλεση και ο πλειστηριασμός μέχρι την έκδοση τελεσίδικης, άλλως οριστικής, απόφασης επί της ανακοπής που έχουν ασκήσει κατά της ίδιας εκτέλεσης. Επικουρικά, οι αιτούντες σωρεύουν αυτοτελή αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού για έξι μήνες, με τον όρο της καταβολής των εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού, καθώς και ποσού 5.000 ευρώ από το οφειλόμενο κεφάλαιο, άλλως του ποσού που θα ορίσει το Δικαστήριο.

Η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη, ως προς την κύριο αίτημά της, στη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ, μόνο όμως κατά το μέρος που η αναστολή αφορά το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής (άρθρ. 938 § 4 ΚΠολΔ, βλ. και ΜΠρΘεσ 21052/2009 Αρμ 2009, 1394, ΜΠρΚαστ 519/2009 Αρμ 2010, 879), αφού η αναστολή μέχρι την τελεσιδικία μπορεί να δοθεί μόνο από το Δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή και εφόσον υποβληθεί κατά τη συζήτησή της σχετικό αίτημα (βλ. ΕφΘεσ 64/1991 ΕλΔ 1993, 1362, ΕφΑΘ 1891/1983 ΑρχΝ 1983, 573). Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση έχει λάβει χώρα και η άσκηση της σχετικής ανακοπής (άρθρ. 933 ΚΠολΔ) – το περιεχόμενο της οποίας ενσωματώνεται στην αίτηση αναστολής – με κατάθεσή της στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (αριθ. κατάθ. 84418/5971/8.5.2012) και επίδοσή της στην καθ’ ης (βλ. τη με αριθ. 3937Γ/8.5.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Δημητρίου Ραπατζίκσυ), η οποία (ανακοπή) και έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί στη δικάσιμο της 9.10.2012. Επίσης, η κρινόμενη αίτηση είναι νόμιμη και ως προς το επικουρικό αίτημά της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 219 και 1000 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, κατόπιν όλων των παραπάνω, η κρινόμενη αίτηση να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, αφού ληφθεί υπόψη η ένορκη κατάθεση της μάρτυρος _______  _______ που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με πρόταση των αιτούντων (η καθ’ ης δεν εξέτασε μάρτυρα) και απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ο όρος της σύμβασης με τον οποίο εκείνος ως εγγυητές, παραιτήθηκαν από την ένσταση δίζησης, είναι άκυρος ως καταχρηστικός σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 2 §§ 6, 7 ν. 2251/1994, επειδή δεν αποτέλεσε αυτός αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την καθ’ ης και δεν εξηγήθηκαν από την καθ’ ης στους αιτούντες οι συνέπειες του ίδιου όρου. Κατ’ αρχάς ο λόγος αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού ακόμα και αν υποτεθεί ότι είναι άκυρος ο προαναφερόμενος όρος της σύμβασης και συνεπώς ανίσχυρη η παραίτηση των αιτούντων από την ένσταση δίζησης – και συνακόλουθα δυνατή η εκ μέρους τους προβολή της ίδιας ένστασης – η εκτέλεση εναντίον των αιτούντων πάλι δεν πάσχες αφού εκείνοι δεν προτείνουν τελικά την ένσταση δίζησης με την ανακοπή τους (άρθρ. 855 ΑΚ). Εν πάση περιπτώσες ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί και ως ουσιαστικά αβάσιμος, Κατ’ αρχάς η παραίτηση από την ένσταση δίζησης νομίμως μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των μερών και η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης, δυνάμει της παραίτησης αυτής, δεν συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος,

ούτε υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής θέσης της καθ’ ης, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών που να μπορούν να προσδώσουν τέτοια μορφή (βλ. ΑΠ 1297/1990 ΕλλΔ 1991, 1215, ΕφΑΘ 2057/2010 ΕΕμπΔ 2011, 339, ΕφΛαρ 114/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 6902/1995 ΕλΔ 1996, 1398, ΕφΑΘ 5253/2003 ΑρχΝ 2004, 201). Η ύπαρξη τέτοιων περιστατικών δεν πιθανολογείται όμως στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καθ’ ης έθεσε σε γνώση των αιτούντων όλους τους όρους της σύμβασης και δεν είχε η καθ’ ης την υποχρέωση να προβεί σε ειδική διαπραγμάτευση, ούτε σε ανάλυση και ερμηνεία του επίδικου όρου, οι δε αιτούντες, όπως άλλωστε κάθε εγγυητής, είχαν τη δυνατότητα να ενημερωθούν από το νομικό παραστάτη τους για τη σημασία και το ακριβές περιεχόμενο του συγκεκριμένου όρου (βλ. ΕφΑΘ 6924/2007 ΕΕμπΔ 2008, 611).

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, απαλλάσσονται έναντι της καθ ης από την ευθύνη τους ως εγγυητών, επειδή από πταίσμα της καθ’ ης έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της από την οφειλέτρια («_______ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ»). Ειδικότερα εκθέτουν ότι η καθ’ ης, αν και γνώριζε την κακή οικονομική κατάσταση της οφειλέτριας – στην οποία (οφειλέτρια) το Ελληνικό Δημόσιο δεν πλήρωνε τις οφειλές του από τις συμβάσεις προμήθειας ιατρικού υλικού με αποτέλεσμα η οφειλέτρια να πτωχεύσει – ωστόσο εκείνη (καθ’ ης), από πταίσμα της, δηλαδή από αμέλεια της, δεν φρόντισε να επιδιώξει την είσπραξη από το Ελληνικό Δημόσιο των απαιτήσεων από τα τιμολόγια των πωλήσεων που η οφειλέτρια είχε εκχωρήσει σε αυτή. Ο προαναφερόμενος λόγος πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί κατ αρχάς ως μη νόμιμος, αφού ως αιτία απαλλαγής προβλέπεται από την πιο πάνω διάταξη η υπαίτια αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή από τη μη καταδίωξη του ίδιου του πρωτοφειλέτη (βλ. ΑΠ 27/2010 ΝοΒ 2010, 1478) και όχι και των οφειλετών του τελευταίου. Εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί και ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού – πέραν του γεγονότος ότι δεν υπάρχει προσδιορισμός των απαιτήσεων που φέρονται ότι είχαν εκχωρηθεί από την οφειλέτρια στην καθ’ ης και ποιες ενέργειες παρέλειψε να πράξει η τελευταία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου – δεν εκτίθενται επίσης τα περιστατικά που προσέδιδαν την κακή πορεία των εργασιών της οφειλέτριας και το χρονικό σημείο που συνέβησαν αυτά και ταυτόχρονα περιήλθαν ή ήταν δυνατόν να περιέλθουν σε γνώση της καθ’ ης (βλ. ΑΠ 27/2010 ο.π.). Η αοριστία αυτή δεν μπορούσε παραδεκτά να θεραπευθεί με το σημείωμα των αιτσύντων μετά τη συζήτηση [βλ. ΜΠρΑΘ 7810/2003 Αρμ 2004, 121, ΜΠρΑΘ 22493/1994 ΕλΔ 1996, 707, ΜΠρΑΘ 23867/1993 ΝοΒ 1994, 233}. Τέλος, στον όρο 14.1. της από 14.4.2008 σύμβασης, αναγράφεται ότι οι αιτούντες, ως εγγυητές, παραιτούνται (μεταξύ άλλων) και από την ένσταση που τους παρέχει η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ. Επομένως, οι αιτούντες θα απαλλάσσονταν από την ευθύνη τους απέναντι στην καθ’ ης μόνο αν εκείνη είχε δόλο ή βαριά αμέλεια ως προς τη μη ικανοποίησή της από την οφειλέτρια και όχι και ελαφρά αμέλεια (βλ. ΟλΑΠ 6/2000 ΝοΒ 2000, 1239, ΑΠ 27/2010 ο.π., ΑΠ 1568/2009 ΝοΒ 2010, 439), πλην όμως οι αιτούντες κάνουν μνεία στην ανακοπή γενικόλογα για αμέλεια και πταίσμα της καθ’ ης και όχι σαφώς για δόλο ή βαριά αμέλειά της.

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η από 27.3.2012 επιταγή προς πληρωμή της πιο πάνω διαταγής πληρωμής – δεύτερη επιταγή μετά από την αρχικά επιδοθείσα επιταγή προς πληρωμή με ημερομηνία 4.1.2011 – είναι άκυρη επειδή αναφέρει ως επιδικασθέν κεφάλαιο με τη διαταγή πληρωμής το ποσό των 2.633.194,48 ευρώ αντί του ορθού των 2.053.914,47 ευρώ και ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 44.754 ευρώ αντί του ορθού των 34.900 ευρώ. Ο λόγος αυτός θα απορριφθεί προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού η κατασχετήρια έκθεση και οι περιλήψεις αυτής στηρίζονται στην από 4.1.2011 επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε με επίσπευση της καθ’ ης στους αιτουντες και όχι στην από 27.3.2012 επιταγή προς πληρωμή. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 926 ΚΙΊολΔ, που προβλέπει ότι όταν περάσει έτος από την επιταγή προς πληρωμή δεν μπορεί να γίνει καμία άλλη πράξη εκτέλεσης που να βασίζεται πάνω σε αυτήν, έχει την έννοια ότι μετά την πάροδο έτους από την επίδοση της επιταγής δεν επιτρέπεται η επιχείρηση της πρώτης πράξης της κύριας διαδικασίας της εκτέλεσης και όχι ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής κωλύεται η περαιτέρω πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας σε όποιο στάδιο και αν βρίσκεται αυτή (βλ. ΑΠ 1493/1991 ΕλΔ 1992, 822, ΕφΑΘ 4872/1984 ΝοΒ 1984, 871). Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η επίδικη εκτέλεση στηριζόταν στην από 27.3.2012 επιταγή, ο προαναφερόμενος λόγος θα έπρεπε πάλι να απορριφθεί ως αλυσιτελής, αφού η εκτελεστική διαδικασία παραμένει έγκυρη για το μικρότερο ορθό ποσό του κεφαλαίου της οφειλής και της δικαστικής δαπάνης (βλ. σχετ. ΑΠ 675/2001 ΕλΔ 2001, 1574, ΑΠ 390/2000 ΕλΔ 2000, 1324) και δεν δικαιολογείται έτσι η αναστολή ολόκληρης της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. ΜΠρΘεσ 21052/2009 ο.π., ΜΠρΑΘ 8563/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ].

Κατόπιν όλων των παραπάνω, δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής και επομένως πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως προς την κύριο αίτημά της, περί αναστολής της εκτέλεσης κατά το άρθρο 938 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, όμως, πιθανολογείται ότι αν το ακίνητο των αιτούντων εκπλειστηριαστεί σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον που ορίζεται στην α’ επαναληπτική περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης και συγκεκριμένα μετά έξι μήνες από την επόμενη ημέρα (άρθρ. 144 § 1 ΚΪΤολΔ) της αρχικά ορισθείσας ημερομηνία πλειστηριασμου (14.3.2012), ήτοι μετά τις 15.9.2012, δεν υπάρχει κίνδυνος βλάβης της καθ’ ης, ενώ παράλληλα προσδοκάται βάσιμα ότι θα επιτευχθεί τότε μεγαλύτερο πλειστηρίασμα.

Σημειώνεται ότι το εξάμηνο υπολογίζεται από την αρχική ημέρα του πλειστηριασμου και σε αυτό προσμετράται και το χρονικό διάστημα ματαίωσης του πλειστηριασμου λόγω διόρθωσης της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, όπως προκύπτει ιδίως μετά την τροποποίηση του άρθρου 1000 ΚΠολΔ από το άρθρο 4 § 25 ν. 2298/1995 [βλ. Φαλτσή, ΔικΑναγκΕκτ, ΕιδΜ, έκδ. 2001, σελ, 469, 470 (αντίθετα η ίδια, υπό το προηγούμενο καθεστώς, σε ΔικΑναγκΕκτ II, ΕιδΜ, έκδ. 1983, σελ. 235), ΜΠρΑΘ 1795/2011 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΓρεβ 259/2008 Αρμ 2008, 1731, ΜΠρΡοδ 943/2007 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘηβ 1527/2006 ΊΓΝΠ ΔΣΑ, ΜΠρΡεθ 316/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, αντίθετα ΜΠρΑΘ 7779/1986 ΕλΔ 1987, 1124].

Πρέπει επομένως η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη ως προς το επικουρικό αίτημά της, περί αναστολής του πλειστηριασμου κατά το άρθρο 1000 ΚΠολΔ και να χορηγηθεί η αντίστοιχη αναστολή, με τον όρο όμως ότι οι αιτούντες θα καταβάλουν στην καθ’ ης τα έξοδα επίσπευσης του πλειστηριασμου, τα οποία ορίζονται κατά προσέγγιση στο ποσό των 2.000 ευρώ, καθώς και το 1/4 του οφειλομένσυ στην καθ’ ης κεφαλαίου για το οποίο εκείνη επέβαλε την  κατάσχεση και επισπεύδει τον πλειστηριασμό, δηλαδή το ποσό των (250.000 X ιλ =) 62.500 ευρώ, ενώ δεν πιθανολογήθηκε η συνδρομή εξαιρετικών λόγων που να δικαιολογούν τον ορισμό μικρότερου ποσού.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, κατά το σχετικό αίτημά της (άρθρ. 106, 191 § 2 ΚΠολΔ), θα επιβληθούν στους αιτούνχες λόγω της ήττας τους ως προς το κύριο αίτημα της κρινόμενης αίτησης και της φύσης του επικουρικού αιτήματος αυτής (άρθρ. 176 ΚΠολΔ, 178 § 3 εδ. γ’ του Κώδικα Περί Δικηγόρων).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση ως προς το κύριο αίτημά της.

Δέχεται την αίτηση ως προς το επικουρικό αίτημά της.

Αναστέλλει μέχρι τις 15.9,2012 τον πλειστηριασμό του ακινήτου που περιγράφεται στην αίτηση, ο οποίος επισπεύδεται από την καθ’ ης με την 8265/2012 α επαναληπτική περαηψη της 8065/2011 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Αθανασίου Γεωργαντόπουλου και έχει ‘ οριστεί για τις 16.5.2012, υπό τον όρο καταβολής από τους αιτούντες στην καθ’ ης: α) ποσού εξήντα δυο χιλιάδων πεντακοσίων (62.500) ευρώ έναντι της οφειλόμενης απαίτησης και β) ποσού δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για έξοδα επίσπευσης του πλειστηριασμού.

Καταδικάζει τους αιτούντες στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14.5.2012.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία