Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 427/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αθανασία Β. Βασιλάκη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου, και από το Γραμματέα Ολύμπιο Τριανταφύλλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 27-4-2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εναγόντων: 1) ________ ________ του ________ , κατοίκου Ασπροπύργου Αττικής, Λεωφόρος ________ και 2) ________ ________ του ________ , κατοίκου Ασπροπύργου Αττικής, ________ και προσωρινά διαμένοντος στα Ιωάννινα λόγω σπουδών, οδός ________ , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Παναγάκο Γεώργιο – Στυλιανό.
Του εναγομένου: ________ ________ του ________ , κατοίκου Ασπροπύργου Αττικής, οδός ________ , ο οποίος δεν εμφανίσθηκε , ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 23-12-2013 υπ’ αριθμ. κατ. δικογράφου 174410/2584/23-12-2013 αγωγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά του εναγομένου, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρο εναγόντων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθμ. 5788/24-12-2013 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Ευφροσύνης I. Βουγιουκλάκη, που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 23-12-2013 αγωγής με την πράξη ορισμού δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή συνεδρίαση επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο. Περαιτέρω, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και τη συνεδρίαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οπότε η κρινόμενη υπόθεση εκφωνήθηκε προσηκόντως από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εναγόμενος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην, το δε Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρ. 681Β’ και 672 ΚΠολΔ).
Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 1389 – 1392 εδ. 2, 1495 ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη στο πρόσωπό του αιτία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. ΑΚ διατροφή, ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο διατροφή, υπάρχει δε και αν ακόμη ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου και τούτο για τον λόγο ότι με δική του πρωτοβουλία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση. Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σ’ αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή) μετά από ένσταση του εναγομένου, για την πληρότητα όμως της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα όπως επίσης και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής (ΑΠ 551/2011, ΑΠ 1206/2008, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Περαιτέρω, η οφειλόμενη μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης διατροφή, που υποκαθιστά στην περίπτωση αυτή την υποχρέωση συνεισφοράς των συζύγων, διέπεται από τους κανόνες των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ για τον υπολογισμό δε της αναλογίας συμβολής του κάθε συζύγου, για τη διατροφή, πρέπει να ληφθεί υπόψη με τα άλλα στοιχεία και η περιουσία (ΑΠ Ολ 9/1991, ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 272/2004, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος), η οποία αν είναι απρόσοδη, απόκειται στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει, αφού συνεκτιμήσει και τα λοιπά στοιχεία, εάν στην συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλεται η ρευστοποίησή της (ΑΠ 272/2004, 1382/2000, 1638/2002, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος), προτείνεται δε κατ’ ένσταση από τον υπόχρεο (ΑΚ 1391 παρ. 2, ΑΠ 1382/2000, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Προσθέτως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης του ενός από τους συζύγους για καταβολή σε αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι η συζυγική ιδιότητα, η διακοπή της συμβίωσης από εύλογη αιτία και οι ανάγκες του ενάγοντος, η δε διατροφή που του οφείλεται πληρώνεται σε χρήμα κάθε μήνα προκαταβολικούς και προσδιορίζεται λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης (ΑΠ 1307/1999 ΕλλΔνη 44.728). Για το ορισμένο της σχετικής αγωγής δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αγωγής η αποτίμηση συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή που προσδιορίζεται από τον συσχετισμό των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Οι οικονομικές δυνάμεις των συζύγων, που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός από αυτούς στη διατροφή αυτή, δεν αποτελούν στοιχείο της αγωγής, αλλά ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση σχετικής ένστασης του εναγομένου. Επίσης, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή ότι ο ενάγων σύζυγος είναι άπορος και αδυνατεί να διατρέφεται από τα δικά του εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία (βλ. σχετικώς ΑΠ 272/2004, ΑΠ 132/2003 ΕλλΔνη 2003.1302, ΑΠ 782/2003 ΑρχΝ 2004.717, ΑΠ 987/2001 ΕλλΔνη 44.138, ΑΠ 296/2002 ΕλλΔνη 44.1390, ΑΠ 1382/2000 ΕλλΔνη 42.688, ΕφΔωδ 221/2006, ΕφΔωδ 105/2006 δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΕφΑΘ 1723/2003 ΕλλΔνη 2004.850, ΕφΘεσ 2546/2004 Αρμ 2005.543, ΕφΑΘ 27/2001 Αρμ. 2001.1492). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 1485, 1486 παρ. 1 και 1489 παρ. 2 ΑΚ, δικαίωμα διατροφής έχει έναντι των γονέων του και το ενήλικο τέκνο, εφόσον δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσης του. Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει σύμφωνα με το άρθρ. 1493 ΑΚ, όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Προϋπόθεση δηλαδή να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και, συγκεκριμένα, η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετέλθει κατάλληλη εργασία, που να επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του (ΑΠ 117/2008 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»). Οι ανάγκες της εκπαίδευσης εξαρτώνται από τις λοιπές βιοτικές συνθήκες του δικαιούχου. Ως εκπαίδευση νοείται και η επαγγελματική, θεωρητική τεχνική, οποιασδήποτε βαθμίδας, άρα και η ανώτερη ή ανώτατη. Για τον προσδιορισμό του μέτρου της διατροφής αξιολογούνται τα εισοδήματα των υπόχρεων, ενώ λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές ανάγκες του δικαιούχου και όχι οι επιθυμίες ή οι συνήθειες του (πρβλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, σ. 711, 759-760), καθώς και οι επιδόσεις του, ήτοι η ικανότητα του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ορισμένου βαθμού και επιπέδου σπουδών (ΑΠ 117/2008 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 396/2001 ΕλλΔνη 43/113). Για την κάλυψη των δαπανών διατροφής του τέκνου με την ανωτέρω έννοια επιβαρύνονται και οι δύο γονείς του, καθένας από τους οποίους είναι υποχρεωμένος να καλύψει ένα ποσοστό από τις ανάγκες του τέκνου του, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του, που πηγάζουν από τα εισοδήματα ή τους πόρους του ή την περιουσία του υπόχρεου (ΑΠ 212/1999 ΝοΒ 48.640, ΕΑ 4481/2009 ΕλλΔνη 2010.155).
Με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες ζητούν μετά από παραδεκτό, με τις προτάσεις τους αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό σύμφωνα με τα άρθρα 223 εδ.β’περ. α’, 295 και 297 ΚΠολΔ, 1) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα μηνιαία διατροφή σε χρήμα για τον εαυτό της το ποσό των 3.000 ευρώ το μήνα, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και για τρία έτη, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε δόσης και μέχρι την εξόφληση, για τον λόγο ότι διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η οποία αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου, 2) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα – ενήλικο υιό του διατροφή σε χρήμα, ποσού 1.800 ευρώ μηνιαίως, προκαταβλητέα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, τούτο δε για χρονικό διάστημα τριών ετών από επίδοση της κρινόμενης αγωγής με το νόμιμο τόκο για κάθε ληξιπρόθεσμη, παροχή και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθόσον αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του και να εργαστεί λόγω των σπουδών του, 3) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και 4) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά τους σε βάρος του εναγομένου. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή εισάγεται παραδεκτά για να εκδικαστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου για την εκδίκασή της (άρθρ. 17 περ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρ. 6 παρ. 5 Ν. 4055/2012 και 22 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των άρθρ. 666 επ. και 681Β ΚΠολΔ. Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 1390, 1391, 1392, 1485, 1486, 1487 εδ. β\ 1489 παρ. 2, 1493, 1496, 340, 341 και 345 α’ΑΚ (ΟλΑΠ 13/1994, ΝοΒ 1996. 33, σύμφωνα με την οποία μετά την μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό εξακολουθούν να οφείλονται τόκοι λόγω υπερημερίας του οφειλέτη), 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθόσον η προσωρινή εκτέλεση αναφέρεται μόνον στις καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις και όχι στις αναγνωριστικές. Πρέπει, συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και όλα τα έγγραφα, που οι ενάγοντες νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν σε συνδυασμό με τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος και η πρώτη ενάγουσα τέλεσαν νόμιμο γάμο στον Ασπρόπυργο Αττικής την 1-71989, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, τον ________ και τον ________ (δεύτερο των εναγόντων), ήδη ενήλικα. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και διακόπηκε με την αποχώρηση του εναγόμενου από τη συζυγική κατοικία εξαιτίας εξωσυζυγικής σχέσης. Επομένως, η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων επήλθε από εύλογη αιτία στο πρόσωπο του εναγομένου. Ενόψει των ανωτέρω, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται κατ’ αρχήν διατροφής από τον εναγόμενο, (άρθρο 1391 παρ. 1 ΑΚ) προσδιοριζόμενης σύμφωνα με τις ανάγκες της, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης, συνεκτιμωμένων και των νέων αναγκών της που προέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, υπό την προϋπόθεση ότι από τις εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων ως συζύγων και τον συσχετισμό των οφειλόμενων εκατέρωθεν συμβολών προκύπτει διαφορά υπέρ τη ενάγουσας (βλ. σχετικώς ΟλΑΠ 9/1991, ΕλλΔνη 33.1429). Εξάλλου, με την υπ’ αριθμόν 14883/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), έγινε εν μέρει δεκτή σχετική αίτηση των εναγόντων και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην μεν πρώτη ενάγουσα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα για την ίδια ατομικά ως προσωρινή διατροφή της το ποσό των 3.000 ευρώ και στο δε δεύτερο ενάγοντα ως προσωρινή μηνιαία διατροφή του το ποσό των 1.800 ευρώ, με χρονική αφετηρία την επίδοση της αίτησης και εντεύθεν με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση και συμψηφίστηκαν στο σύνολό τους τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Περαιτέρω, κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής ο εναγόμενος διατηρεί ατομική επιχείρηση επεξεργασίας αλουμινίου και σιδήρου με ετήσια έσοδα περί τις 240.000ευρώ. Είναι κύριος μίας αποθήκης, εμβαδού 2.220 τ.μ στη θέση Πεύκο Σπυρίδωνος στον Ασπρόπυργο Αττικής και μίας αποθήκης, εμβαδού 1.188 τ.μ στη θέση Δύο Πεύκα τις οποίες εκμισθώνει, λαμβάνοντας περί τα 15.000 ευρώ μηνιαίως. Άλλα εισοδήματα ή πόρους από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει ο εναγόμενος, που δεν βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων, οι δε ανάγκες διαβίωσής του είναι παρόμοιες εκείνων ανδρών αντίστοιχης ηλικίας με αυτόν. Περαιτέρω, κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, η πρώτη ενάγουσα δεν εργάζεται και ούτε εργαζόταν κατά τη διάρκεια του γάμου αλλά ασχολούνταν με την ανατροφή των τέκνων της. Άλλα εισοδήματα ή πόρους από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει η πρώτη ενάγουσα, οι δε ανάγκες διαβίωσής της είναι οι συνήθεις γυναικών αντίστοιχης με αυτήν ηλικίας. Ο δεύτερος ενάγων που διανύει σήμερα το 23° έτος της ηλικίας του Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ενώ ήδη διανύει το τέταρτο έτος της φοίτησής της. Λόγω των σπουδών του (παρακολούθηση μαθημάτων και μελέτη) αδυνατεί να εργαστεί και να διαθρέψει τον εαυτό του, ενώ στερείται περιουσίας και εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή. Επομένως, δικαιούται διατροφής από τους υπόχρεους προς τούτο γονείς του, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του καθένα, ενώ το μέτρο της διατροφής του πρέπει να προσδιοριστεί με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσής του, και θα περιλαμβάνουν όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, την εκπαίδευση και την περίθαλψή του. Για το λόγο αυτό, ο δεύτερος ενάγων άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την υπό κρίση αγωγή, με την οποία επικαλείται ότι οι μηνιαίες διατροφικές ανάγκες του είναι 2.000 ευρώ και ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλλει διατροφή σε χρήμα ποσού 1.800 ευρώ μηνιαίως. Περαιτέρω, ο δεύτερος ενάγων διαμένει προσωρινά στα Ιωάννινα λόγω των σπουδών του σε μισθωμένο διαμέρισμα και, συνεπώς, βαρύνεται με τη δαπάνη μισθώματος και τα λειτουργικά έξοδα της κατοικίας αυτής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι βάσει των αναγκών του δεύτερου ενάγοντος, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, κατά τον οποίο κρίνονται οι προϋποθέσεις, ο καθορισμός και το ύψος της διατροφής, η ανάλογη κατά μήνα διατροφή του δεύτερου ενάγοντος για το επίδικο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης υπόψη και της ως άνω εκτεθείσας οικονομικής δυνατότητας των δύο γονέων του, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 2.000 ευρώ. Από το ποσό αυτό ο εναγόμενος δύναται ευχερώς να καταβάλει, σύμφωνα με την οικονομική κατάστασή του, το ποσό των 1.800 ευρώ μηνιαίως, ενώ με το υπόλοιπο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως βαρύνεται η μητέρα του δεύτερου ενάγοντος, η οποία συμμετέχει στη διατροφή του με τις προσωπικές της υπηρεσίες ως προς την καθημερινή φροντίδα του, που είναι αποτιμητές σε χρήμα. Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, το κύριο βάρος της συντήρησης της οικογένειας το έφερε ο εναγόμενος από τα εισοδήματα της εργασίας του, συμμετέχοντας με αυτά στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, ενώ η συμμετοχή της πρώτης ενάγουσας περιοριζόταν στην παροχή υπηρεσιών προσωπικής φροντίδας και περιποίησης προς την οικογένειά της. Επομένως, η πρώτη ενάγουσα δικαιούταν διατροφής υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης ως οικονομικά ασθενέστερη, τη διατροφή δε αυτή εξακολουθεί να δικαιούται και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο, καθόσον η διακοπή αυτής προήλθε από εύλογη αιτία λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του τελευταίου, οι δε περιστάσεις αναγόμενες στο καθεστώς της έγγαμης συμβίωσής τους δεν έχουν μεταβληθεί, ώστε να αποκλεισθεί το προς διατροφή δικαίωμά της. Με βάση τα προαναφερόμενα, τις συνθήκες διαβίωσης της πρώτης ενάγουσας κατά την έγγαμη συμβίωση των διαδίκων και όπως διαμορφώθηκαν μετά τη διακοπή αυτής και ενόψει των οικονομικών δυνάμεων των διαδίκων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η περιουσία τους, ο τελευταίος οφείλει να καταβάλλει ως μηνιαία διατροφή στην πρώτη ενάγουσα σύζυγό του που διέκοψε από εύλογη αιτία την έγγαμη συμβίωσή τους, το ποσό των 3.000 ευρώ, που αποτελεί τη διαφορά που προκύπτει από την αμοιβαία υποχρέωση συμβολής καθενός στη διατροφή του άλλου και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, προκαταβλητέα εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, τούτο δε με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης παροχής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η από 23-12-2013 αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει: 1) στην πρώτη ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή για την ίδια ατομικά το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών αρχής γενομένης από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και 2) στο δεύτερο ενάγοντα διατροφή σε χρήμα, ποσού 1.800 ευρώ μηνιαίως, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και έως την 31-7-2016, οπότε ο δεύτερος ενάγων θα ολοκληρώσει τις σπουδές του, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε παροχής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος θα ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 673, 681Β, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ ο τελευταίος, που ηττάται εν μέρει στη δίκη, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων (άρθρ. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εναγομένου.
Ορίζει παράβολο ερημοδικίας ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για_ την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον εναγόμενο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να προκαταβάλλει εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα: Α) στην πρώτη ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή για την ίδια ατομικά το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών αρχής γενομένης από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και 2) στον δεύτερο ενάγοντα διατροφή σε χρήμα, ποσού 1.800 ευρώ μηνιαίως, για χρονικό διάστημα από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και έως την 31-7-2016, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε παροχής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Καταδικάζει τον εναγόμενο σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο των εναγόντων στις 8 Ιουνίου 2015.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ