fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 4953/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)

Αττοτελούμενο από τους Δικαστές Δημήτριο Κουλαξίζη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Λεωνίδα Μπόμπολη Πρωτόδικη, Ηλία Πολλάκη Πρωτόδικη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 09 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ________  ________  του ________ και της ________ , συζ. ________ ________ , κατοίκου Πειραιά (οδός ________ ), ατομικά και ως ασκούσα προσωρινά την αποκλειστική επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της ________ ________  του ________ και ________ ________  του ______, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1178/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΑΦΜ ________ , για την οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Ελένη I. Κατσαρού, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ________ ________  του ________ και της ________ , κατοίκου Πειραιά (οδός ________ ), με ΑΦΜ ________ , 2) ________ ________ του ________ και της ________ , κατοίκου Παλαιού Φαλήρου Αττικής (οδός ________ ), με ΑΦΜ ________ , για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Μαρία Κανακάκη, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), και οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ο πρώτος μετά και ο δεύτερος δια της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18.2.2016 και με αρ. έκθεσης κατάθεσης 824/456/2016 αγωγή, η οποία προσδιορίστηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμο της 23.09.2016, οπότε και συζητήθηκε. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 725/2017 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία ορίστηκε προθεσμία ενός (1) μηνάς προς συμπλήρωση της ελλείπουσας πληρεξουσιότητας. Ήδη μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, η αγωγή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 21.04.2017 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 4360/2151/2017 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της αγωγής κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση, με την από 21.04.2017 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 4360/2151/2017 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η από 18.02.2016 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 824/456/2016 αγωγή της, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 725/2017 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία ορίστηκε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης, προκειμένου οι εκπροσωπούντες τους εναγόμενους δικηγόροι Μαρία Κανακάκη και Κωνσταντίνα – Ιωάννα Κουγιαννού να συμπληρώσουν την ελλείπουσα προς αυτούς πληρεξουσιότητα, και μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίηση τους. Προϋποθέσεις δε προστασίας των δανειστών είναι: 1) Απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη. 2) Απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεως του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται. 3) Βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία αυτού να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της βάσεως της περί διαρρήξεως αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνον όταν ο οφειλέτης είναι κατά το χρόνο αυτό αφερέγγυος. 4) Γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και το τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΑΠ 1189/2003 ΕλλΔνη 45.460, Α.Π 858/2002 ΕλλΔνη 44.1328 ΑΠ 88/1998 ΕλλΔνη 39, 843, Εφ.ΑΘ. 5187/2000 ΕλλΔνη 41.1412). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ αυτός που εγείρει την αγωγή διαρρήξεως πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που ο οφειλέτης του επιχειρεί την απαλλοτρίωση. Τέτοια ιδιότητα λογίζεται ότι έχει και ο φορέας ενοχικής απαίτησης που τελεί υπό αναβλητική προθεσμία αρκεί μόνο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεστεί τα γεγονότα τα παραγωγικά της απαίτησής του και να έχει γίνει ληξιπρόθεσμη κατά τη πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής για διάρρηξη (Ολ. ΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1482/2004, δημ «Νόμος» Εφ.ΑΘ. 518/2000 δημ. «Νόμος»). Τέλος στοιχεία της αγωγής διάρρηξης, για το ορισμένο αυτής είναι: α) η απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη προς βλάβη των δανειστών, β) η αφερεγγυότητα του οφειλέτη, γ) η γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης ενήργησε την απαλλοτρίωση προς βλάβη των δανειστών του, δ) ο ακριβής προσδιορισμός της απαίτησης του ενάγοντος και η μνεία του ληξιπρόθεσμου αυτής και ε) η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά την άσκηση της αγωγής σε σχέση με την απαίτηση, γιατί η διάρρηξη θίγει την απαλλοτρίωση μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ 2006, αρθρ. 939 π.αρ. 40, σελ. 1150 με τις εκεί αναφορές στη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή ότι με τον πρώτο εναγόμενο είχε τελέσει νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησε δύο ανήλικα σήμερα τέκνα τον ________ ________  και την ________ ________ . Ότι η έγγαμη συμβίωσή της με τον πρώτο εναγόμενο διασπάσθηκε οριστικά τον Σεπτέμβριο του έτους 2014, οπότε ο πρώτος εναγόμενος εγκατέλειψε τη συζυγική εστία, αρνούμενος έκτοτε να συμβάλλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, η οποία ορίστηκε προσωρινά, με την υπ’ αριθμ. 1178/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), στο συνολικό ποσό των 1.600 ευρώ μηνιαίως για αμφότερα τα τέκνα και για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2015 έως και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής περί διατροφής αγωγής της. Ότι περαιτέρω ο πρώτος εναγόμενος, κατά την αποχώρησή του από τη συζυγική οικία, αφαίρεσε παράνομα από το προσωπικό της ταμείο το συνολικό ποσό των 5.600 ευρώ, ενώ επιπλέον ο ίδιος, ήδη από το Μάιο του 2014 είχε πάψει να καταβάλει το αναλογούν ποσοστό του εκ 50% στις μηνιαίες δόσεις του στεγαστικού δανείου, το οποίο (δάνειο) αυτός και η ίδια είχαν αναλάβει εξ’ ημισείας από την τράπεζα «________ » για την αγορά της συζυγικής οικίας τους, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί έκτοτε η ίδια να καταβάλει το ποσοστό αυτό, εκ ποσού 407,18 ευρώ μηνιαίως, στη δανείστρια τράπεζα, επιβαρυνόμενη τη σχετική δαπάνη, προκειμένου να αποφευχθεί η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων εκ μέρους της δανείστριας. Ότι για τις παραπάνω αιτίες, η ίδια διατηρεί κατά του πρώτου εναγομένου απαίτηση, α) ποσού 6.400 ευρώ, ως αξίωση διατροφής για τα ανήλικα τέκνα της για το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο έως και Δεκέμβριο 2014 (1.600 ευρώ μηνιαία διατροφή X 4 μήνες), β) ποσού 17.600 ευρώ, ως αξίωση διατροφής για τα ανήλικα τέκνα της για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2015 έως και Φεβρουάριο 2016 (1.600 ευρώ μηνιαία διατροφή X 11 μήνες), γ) ποσού 8.957,96 ευρώ, ως αξίωση εξ αναγωγής για την καταβολή εκ μέρους της του αναλογούντος ποσοστού του πρώτου εναγομένου στις μηνιαίες δόσεις του στεγαστικού δανείου για το χρονικό διάστημα από Μάιο 2014 έως και Φεβρουάριο 2016 (407,18 ευρώ αναλογούν ποσοστό του πρώτου εναγομένου μηνιαίως X 22 μήνες), δ) ποσού 5.600 ευρώ, ως αξίωση αποζημίωσης για την ζημία που υπέστη από την παράνομη αφαίρεση του παραπάνω ποσού εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, ήτοι συνολική απαίτηση ποσού 38.557,96 ευρώ. Ότι τον Νοέμβριο του 2014 και ενώ οι ανωτέρω απαιτήσεις της κατά του πρώτου εναγομένου είχαν ήδη γεννηθεί κατά τα δικαιοπαραγωγικά τους αίτια, ο πρώτος εναγόμενος, γνωρίζοντας τις ως άνω οφειλές του προς την ίδια, με το υπ’ αριθμ. 4586/13.11.2014 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Κλεοπάτρας Λαντζουράκη, νομίμως μεταγεγραμμένο, μεταβίβασε λόγω πωλήσεως προς τον θείο του – δεύτερο εναγόμενο την πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό εξ’ αδιαιρέτου 50%, ενός ακινήτου – οικοπέδου, επιφάνειας 305,69 τ.μ., μετά της επ’ αυτού διώροφης οικοδομής, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, συνολικής επιφάνειας 180 τ.μ. (60 τ.μ. ο κάθε όροφος), το οποίο βρίσκεται εντός του οικισμού ________ , της Κοινότητας ________ , του νομού Εύβοιας, όπως ειδικότερα το ακίνητο αυτό περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, συνολικής αντικειμενικής αξίας (του ανωτέρω ποσοστού 50% επί του οικοπέδου και της οικοδομής) 52.760,11 ευρώ. Ότι η μεταβίβαση αυτή του ακινήτου έγινε προς βλάβη της ιδίας (ενάγουσας), καθόσον η κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως υπόλοιπη περιουσία του πρώτου εναγομένου δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των προαναφερόμενων απαιτήσεών της, αφού το μοναδικό έτερο ακίνητο (συζυγική οικία) της εξ’ αδιαιρέτου και εξ’ ημισείας συγκυριότητας του πρώτου εναγομένου, βαρύνεται με προσημείωση υποθήκης υπέρ της ανωτέρω δανείστριας τράπεζας, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτη η ικανοποίηση των ένδικων απαιτήσεων της ιδίας (ενάγουσας), ο δε δεύτερος εναγόμενος, ως εξ αίματος συγγενής του πρώτου εναγομένου, γνώριζε κατά τον προαναφερόμενο χρόνο κατάρτισης της ως άνω δικαιοπραξίας ότι η απαλλοτρίωση έγινε από τον πρώτο εναγόμενο προς βλάβη των δανειστών του. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί ατομικά και ως ασκούσα την γονική μέριμνα των δύο ανωτέρω ανηλίκων τέκνων της να διαρρηχθεί η προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 4586/13.11.2014 απαλλοτριωτική δικαιοπραξία μέχρι του ποσού των 38.557,96 ευρώ και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 παρ. 1, 22 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ) για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία. Η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη νομική της πληρότητα, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 480, 481, 487, 914, 1485 – 1487, 1489 ΑΚ, 68, 76, 936 παρ. 3, 992 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ. Επομένως η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι και ουσιαστικά βάσιμη, εφόσον για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα και δεδομένου ότι αυτή έχει εγγράφει νόμιμα και εμπρόθεσμα στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας (βλ. το από 03.03.2016 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Ιστιαίας).

Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμ. 6.064/20.05.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Βασιλειάδου, η οποία δόθηκε-με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μετά από προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων της – εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθμ. 6661/16.05.2016 και 6665/17.05.2016 εκθέσεις επιδόσεως του   δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ιωάννη Χονδροκούκη), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη για την  έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο κατά τον πολιτικό τύπο στο Κερατσίνι Αττικής, ο οποίος ιερολογήθηκε στις 12.02.2011. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο δίδυμα τέκνα και συγκεκριμένα τον ________ και την ________ , που γεννήθηκαν στις 31.12.2001 και είναι σήμερα ανήλικα, ενώ η ενάγουσα έχει ένα ακόμα τέκνο από τον πρώτο γάμο της, τον Ιωάννη Μαρούδα, που έχει γεννηθεί το έτος 1993 και είναι σήμερα ενήλικος. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους και συγκεκριμένα το έτος 2004, οι ανωτέρω διάδικοι προέβησαν στην αγορά ενός ακινήτου και συγκεκριμένα του υπό στοιχεία Β-1 διαμερίσματος του δευτέρου (Β) πάνω από το ισόγειο ορόφου μιας πολυκατοικίας ευρισκομένης στον Πειραιά και επί της οδού ________ επιφάνειας 106,70 τ.μ., μετά της υπό στοιχ. Υ-1 αποθήκης του υπογείου ορόφου και της υπό στοιχ. Ρ-2 θέσης στάθμευσης του υπογείου στην αυτή ως άνω πολυκατοικία, για την απόκτηση του οποίου (ακινήτου) έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο από την «________ Α.Ε.» συνολικού ποσού 200.000 ευρώ (βλ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. 4502125/30.03.2004 και 4503125/30.03.2004 δανειακές συμβάσεις). Το ακίνητο αυτό, το οποίο οι διάδικοι απέκτησαν κατά ποσοστό εξ’ αδιαιρέτου 50% έκαστος, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 10.171/12.03.2004 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά Γιαννιτσάς Σκαρίμπα – Κουτσογιάννη, νομίμως μεταγεγραμμένου, εχρησιμοποιείτο από αυτούς ως οικογενειακή στέγη τους. Ωστόσο η έγγαμη συμβίωση των ανωτέρω διαδίκων δεν υπήρξε αρμονική, τουλάχιστον από το έτος 2010 και εφεξής, ενώ ήδη από το Σεπτέμβριο του έτους 2014 ο πρώτος εναγόμενος απομακρύνθηκε αυτοβούλως από την οικογενειακή στέγη και εγκαταστάθηκε σε μισθωμένη οικία επί της οδού _______ στον Πειραιά.

Έκτοτε οι εν λόγω διάδικοι διαμένουν χωριστά και συγκεκριμένα η μεν ενάγουσα με τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα ________ και ________ στην ανωτέρω οικογενειακή στέγη, ο δε πρώτος εναγόμενος στην ως άνω μισθωμένη οικία. Εξάλλου, και πριν την οριστική απομάκρυνσή του από την οικογενειακή εστία, ο πρώτος εναγόμενος αρνούνταν κατηγορηματικά να συμβάλλει οικονομικά στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, παρά τις επανειλημμένες προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της ενάγουσας (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από 02.10.2014 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία της ενάγουσας προς τον πρώτο εναγόμενο, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν αυθημερόν). Για το λόγο αυτό, η ενάγουσα άσκησε κατά του πρώτου εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 685/2015 αίτησή της περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να ανατεθεί σ’ αυτήν προσωρινά η επιμέλεια των ανωτέρω ανηλίκων τέκνων, καθώς και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει προσωρινά και για λογαριασμό των εν λόγω τέκνων μηνιαία διατροφή. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1178/2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία, μεταξύ άλλων, ανατέθηκε προσωρινά η αποκλειστική επιμέλεια των ανωτέρω ανηλίκων τέκνων στην μητέρα τους – ενάγουσα, ενώ επιπλέον υποχρεώθηκε ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει σ’ αυτήν ως προσωρινή μηνιαία διατροφή των εν λόγω ανηλίκων τέκνων το ποσό των 800,00 ευρώ για κάθε τέκνο, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.600,00 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αίτησης μέχρι και την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής περί διατροφής αγωγής. Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος δεν συμμορφώθηκε με το διατακτικό της ανωτέρω δικαστικής απόφασης και έναντι του ποσού των 1.600,00 ευρώ που υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα μηνιαίως ως προσωρινή διατροφή, κατέβαλε σ’ αυτήν μόλις το ποσό των 500,00 ευρώ μηνιαίως για τους μήνες Απρίλιο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του 2015, καθώς και το ποσό των 518,00 ευρώ για το μήνα Μάιο του 2015, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.518,00 ευρώ (βλ. την από 04.11.2015 απόδειξη παραλαβής από την ενάγουσα των υπ’ αριθμ. 116205/22.04.2015, 116236/08.05.2015, 116505/29.05.2015, 116832/16.06.2015 και 116831/16.06.2015 γραμματίων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων Πειραιά, συνολικού ποσού 2.518,00 ευρώ), ενώ έκτοτε ουδέν ποσό κατέβαλε σ’ αυτήν για την εν λόγω αιτία. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα διατηρεί κατά του πρώτου εναγομένου αξίωση για καταβολή προσωρινής διατροφής των ανηλίκων τέκνων της, για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014, καθώς και για τους μήνες Απρίλιο έως και Δεκέμβριο του έτους 2015, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 16.000,00 ευρώ (1.600 ευρώ μηνιαίως X 10 μήνες). Από το ανωτέρω ποσό των 16.000,00 ευρώ, πρέπει να αφαιρεθεί το πιο πάνω ποσό των 2.518,00 ευρώ, που ο πρώτος εναγόμενος κατέβαλε σ’ αυτήν για την εν λόγω αιτία, κατά μερική παραδοχή της σχετικής νόμιμης (αρθρ. 416 ΑΚ) ένστασης εξόφλησης που πρότεινε ο ίδιος ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης, ώστε τελικά το ποσό που δικαιούται να αξιώσει αυτή για την ίδια αιτία να ανέρχεται σε 13.482,00 ευρώ. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι διατηρεί αξίωση προσωρινής διατροφής των ανηλίκων τέκνων της και για τους μήνες Οκτώβριο έως και Δεκέμβριο του έτους 2014 τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι το εν λόγω χρονικό διάστημα, τα ως άνω ανήλικα τέκνα διέμεναν με τον πρώτο εναγόμενο στην ανωτέρω μισθωμένη από αυτόν οικία επί της οδού Θεάτρου αριθμ. 16 – 20 στον Πειραιά, ο δε πρώτος εναγόμενος κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής των ανηλίκων τέκνων του για το διάστημα από τις αρχές Οκτωβρίου του 2014 έως και τις αρχές Μαρτίου του 2015, κάλυπτε αποκλειστικά όλες τις αναγκαίες δαπάνες για τη διατροφή, συντήρηση, εκπαίδευση και εν γένει ανατροφή τους, με αποτέλεσμα αυτός να μην υποχρεούται στην καταβολή εις χρήμα διατροφής για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος από το Μάιο του έτους 2014 και εφεξής, σταμάτησε να καταβάλει στην ανωτέρω δανείστρια τράπεζα «________ Α.Ε.» την αναλογία του 50% στις μηνιαίες δόσεις του ως άνω αναληφθέντος από αυτόν και την ενάγουσα στεγαστικού δανείου, ανερχόμενες στο ποσό των 814,36 ευρώ μηνιαίως, με αποτέλεσμα την αναλογία αυτή εκ ποσού 407,18 ευρώ μηνιαίως (814,36 ευρώ X 50%) να υποχρεωθεί να την καταβάλει στην ως άνω τράπεζα η ίδια η ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από το Μάιο του 2014 μέχρι και το Φεβρουάριο του 2016 και να ζημιωθεί για το λόγο αυτό το συνολικό ποσό των 8.957,96 ευρώ (407,18 ευρώ X 22 μήνες), το οποίο δικαιούται να αξιώσει αναγωγικά από τον πρώτο εναγόμενο. Ο πρώτος εναγόμενος δεν αμφισβήτησε ειδικώς τη μη καταβολή εκ μέρους του, της ανωτέρω αναλογίας του στις μηνιαίες δόσεις του δανείου, τουλάχιστον από το Σεπτέμβριο του έτους 2014 και εφεξής, γεγονός εκ του οποίου συνάγεται ομολογία κατ’ αρθρ. 261 ΚΠολΔ. Ωστόσο ο ίδιος ισχυρίζεται ότι καθ’ όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ήτοι από τη λήψη του δανείου το έτος 2004 μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2014, αυτός κατέβαλε εξ’ ολοκλήρου τις εν λόγω μηνιαίες δόσεις, εκ ποσού εκάστης 817,36 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της αναλογίας της ενάγουσας, και ότι ως εκ τούτου, έχοντας ο ίδιος καταβάλει συνολικά το ποσό των 101.352,64 ευρώ (817,36 ευρώ X 124 μήνες) για την εν λόγω αιτία, ουδέν ποσό οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα για την αιτία αυτή. Όμως ο ανωτέρω ισχυρισμός, ακόμα κι αν ήθελε εκτιμηθεί ως ένσταση συμψηφισμού, προβάλλεται απαραδέκτως, διότι ακόμα κι αν τα ανωτέρω επικαλούμενα από τον πρώτο εναγόμενο πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν ένσταση συμψηφισμού, δεν προβλήθηκε από αυτόν με τις έγγραφες προτάσεις του ρητή ένσταση περί συμψηφισμού της ως άνω αγωγικής αξιώσεως με την ανωτέρω επικαλούμενη ανταπαίτησή του κατά της ενάγουσας (βλ. ΑΠ 919/2010 δημ. «ΝΟΜΟΣ»), μάλιστα δε με την υποβολή συγκεκριμένου αιτήματος στο οποίο να καθορίζεται επακριβώς το χρηματικό κονδύλιο που απαρτίζει την εν λόγω ανταπαίτησή του κατά της τελευταίας, και ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Τέλος, κατά την απομάκρυνσή του από την ως άνω συζυγική στέγη το Σεπτέμβριο του 2014, ο πρώτος εναγόμενος αφαίρεσε παράνομα από το προσωπικό ταμείο της ενάγουσας το ποσό των 2.500,00 ευρώ (και όχι το ποσό των 5.000 ευρώ όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της – περί τούτου βλ. σχετ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από 26.06.2015 εξώδικες δηλώσεις της ενάγουσας προς τους εναγομένους, στις οποίες η ίδια αναφέρει ότι το εν λόγω αφαιρεθέν από τον πρώτο εναγόμενο ποσό ανέρχεται σε 2.500,00 ευρώ), καθώς και το ποσό των 600,00 ευρώ, που η ενάγουσα είχε φυλάξει στην κατοχή της, ως διαχειρίστρια της ως άνω πολυκατοικίας επί της οδού ________ για την καταβολή των κοινοχρήστων. Το ως άνω περιστατικό της παράνομης αφαίρεσης εκ μέρους του πρώτου εναγομένου των ως άνω χρηματικών ποσών από την ενάγουσα, προκύπτει μεταξύ άλλων και από την κατάθεση σε συμβολαιογράφο της ενόρκως βεβαιούσας ________  ________ του ________ , η οποία με τα όσα ανέφερε επιβεβαίωσε το εν λόγω περιστατικό και της οποίας η κατάθεση δεν αναιρείται από κανένα άλλο προσκομιζόμενο αποδεικτικό μέσο. Ως εκ τούτου ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος με την ως άνω συμπεριφορά του ζημίωσε παράνομα την ενάγουσα κατά το συνολικό ποσό των 3.100,00 ευρώ, οφείλει να την αποζημιώσει, καταβάλλοντάς της ίσης αξίας ποσό ως αποζημίωση. Ενόψει όλων αυτών, το συνολικό ποσό το οποίο δικαιούται να αξιώσει η ενάγουσα από τον πρώτο εναγόμενο για τις πιο πάνω αιτίες, ενεργώντας η ίδια τόσο ατομικά όσο και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της, ανέρχεται σε 25.539,96 ευρώ (13.482,00 + 8.957,96 + 3.100,00). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το Νοέμβριο του έτους 2014 και ενώ οι ως άνω απαιτήσεις της ενάγουσας είχαν ήδη γεννηθεί κατά τα δικαιοπαραγωγικά τους αίτια, ο πρώτος εναγόμενος προέβη σε απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. Ειδικότερα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 4586/13.11.2014 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά Κλεοπάτρας Λαντζουράκη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας (τόμος 901, αυξ. αριθμ. μεταγραφής 31), ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω πωλήσεως προς το θείο του δεύτερο εναγόμενο, το ποσοστό 1/2 Α εξ’ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας επί ενός οικοπέδου, επιφάνειας 305,69 τ.μ., μετά της επ’ αυτού διώροφης μονοκατοικίας, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, συνολικής επιφάνειας 180 τ.μ., (60 τ.μ. ο κάθε όροφος), που βρίσκεται στον οικισμό ________  Εύβοιας του Δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού. Το έτερο ½ εξ’ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου ανήκει στην κυριότητα της ενάγουσας, η οποία είχε προβεί από κοινού με τον πρώτο εναγόμενο στην αγορά του εν λόγω ακινήτου, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 2316/23.09.2005 αγοραπωλητηρίού συμβολαίου της συμβολαιογράφου Λουτρών Αιδηψού Αναστασίας Σιδηροπούλου, νομίμως μεταγραμμένου. Η αξία δε του ως άνω μεταβιβασθέντος ποσοστού 1/2 εξ’ αδιαιρέτου επί του εν λόγω ακινήτου ανήρχετο κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής και κατά το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, στο ποσό των 4.585,35 ευρώ για το οικόπεδο και στο ποσό των 48.174,76 ευρώ για την οικοδομή και συνολικά στο ποσό των 52.760,11 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 16.02.2016 έγγραφο προσδιορισμού αξίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Κερασίνας Λαγιώτη, μετά του συννημένου σ’ αυτό εντύπου Κ2 υπολογισμού αξίας κτισμάτων). Εξάλλου, ο πρώτος εναγόμενος γνωρίζοντας την ύπαρξη της απαίτησης της ενάγουσας, προέβη στην παραπάνω μεταβίβαση προς το δεύτερο εναγόμενο, με μοναδικό σκοπό να βλάψει την ενάγουσα και δη να ματαιώσει την ικανοποίησή της, όπως και έγινε, δεδομένου ότι λόγω μη ύπαρξης άλλης εμφανούς περιουσίας κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, η ενάγουσα δεν μπόρεσε να εισπράξει με αναγκαστική εκτέλεση την απαίτησή της. Άλλωστε ο δεύτερος εναγόμενος, ως στενός εξ αίματος συγγενής του πρώτου εναγομένου, γνώριζε, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο κατάρτισης της ως άνω δικαιοπραξίας, την πρόθεση βλάβης της ενάγουσας και την πρόκληση της βλάβης αυτής, με την δημιουργία αφερεγγυότητας του πρώτου εναγομένου, γνώση η οποία μεταξύ άλλων προκύπτει και από την κατάθεση της ανωτέρω ενόρκως βεβαιούσας ________  ________ , η οποία σχετικά ανέφερε ότι ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε με λεπτομέρεια τις οικονομικές εκκρεμότητες του ανιψιού του – πρώτου εναγομένου έναντι της συζύγου του – ενάγουσας, αφενός διότι ο ίδιος (δεύτερος εναγόμενος) ήταν παρών σε διενέξεις μεταξύ των ανωτέρω συζύγων, αφετέρου διότι η ενάγουσα μετέφερε σ’ αυτόν και συζητούσε μαζί του τις όποιες διαφορές της με τον πρώτο εναγόμενο, ζητώντας παράλληλα από αυτόν να μεσολαβήσει, ως στενός συγγενής του πρώτου εναγομένου, ώστε να βρεθεί κάποια λύση στις διαφορές αυτές. Οι εναγόμενοι αρνούμενοι την αγωγή ισχυρίζονται ότι δεν είχαν δόλο να βλάψουν την ενάγουσα με την επίδικη απαλλοτρίωση, καθόσον κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η επίδικη μεταβίβαση, ο πρώτος εξ’ αυτών διέμενε μαζί με τα ανωτέρω ανήλικα τέκνα του, έχοντας την επιμέλεια και την φροντίδα αυτών, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται κατά τον άνω χρόνο γεγενημένη αξίωση διατροφής εναντίον του, ο ίδιος δε είχε πρόθεση να διατηρήσει την επιμέλεια αυτή στο μέλλον, διεκδικώντας τη δικαστικά από την ενάγουσα, όπως και έπραξε με την άσκηση της από 27.02.2015 αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων και της από 12.02.2015 τακτικής αγωγής εναντίον της, ώστε ο ίδιος να θεωρεί ότι δεν θα ανακύψει στο μέλλον αξίωση της ενάγουσας εναντίον του για καταβολή εις χρήμα διατροφής των τέκνων τους, ο δε δεύτερος εναγόμενος καθόσον ο ίδιος γνώριζε όλα τα ανωτέρω αναφορικά με την ανάληψη εκ μέρους του πρώτου εναγομένου της επιμέλειας και της φροντίδας των ανηλίκων τέκνων του, αλλά και της πρόθεσής του για διατήρηση αυτής στο μέλλον, ώστε και αυτός να θεωρεί ότι ουδεμία αξίωση της ενάγουσας εναντίον του πρώτου εναγομένου υπάρχει ή πρόκειται να υπάρξει στο μέλλον για καταβολή εις χρήμα διατροφής των τέκνων τους. Ωστόσο οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγομένων ελέγχονται αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα η υποχρέωση του πρώτου εναγομένου για διατροφή των ανηλίκων τέκνων του είχε ήδη γεννηθεί κατά το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα το Σεπτέμβριο του έτους 2014, εφόσον κατά το χρόνο αυτό τα ανήλικα τέκνα δεν είχα δυνατότητα να αυτοδιατραφούν, αφού δεν διέθεταν δικά τους εισοδήματα από προσωπική τους περιουσία ή εργασία, η δε ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, είχε επανειλημμένως οχλήσει μέχρι τότε τον πρώτο εναγόμενο, ώστε αυτός να συμβάλει οικονομικά στη διατροφή των τέκνων του. Εξάλλου, το γεγονός ότι με την ως άνω υπ’ αριθμ. 1178/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου βεβαιώθηκε δικαστικά η σχετική αξίωση της ενάγουσας για το μετά την επίδοση της αίτησης χρονικό διάστημα, (ήτοι από τον Απρίλιο του 2015 και εφεξής), δεν αναιρεί το δικαίωμα της ενάγουσας να αξιώσει διατροφή για τα ανήλικα τέκνα της και για το προηγούμενο της επίδοσης αυτής χρονικό διάστημα και δη για τους μήνες από Σεπτέμβριο του 2014 έως και Μάρτιο του 2015, εφόσον και για το τελευταίο αυτό χρονικό διάστημα, όπως προαναφέρθηκε, τα εν λόγω ανήλικα τέκνα αδυνατούσαν να αυτοδιατραφούν από δική τους εργασία ή περιουσία, ο δε πρώτος εναγόμενος είχε οχληθεί από την ενάγουσα ως προς την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσής του για διατροφή των τέκνων του και για το διάστημα αυτό και είχε καταστεί υπερήμερος (βλ. σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1498 σελ. 816 επ.). Επομένως, το Νοέμβριο του έτους 2014, οπότε και έλαβε χώρα η επίδικη απαλλοτρίωση, είχε ήδη γεννηθεί και υφίστατο η ανωτέρω υποχρέωση του πρώτου εναγομένου για διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αυτός, κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο (Νοέμβριο του 2014), αλλά και κατά το προσεχές διάστημα μέχρι και το Μάρτιο του 2015, εξεπλήρωσε την εν λόγω υποχρέωσή του παρέχοντας στα ανήλικα στέγαση στην ως άνω μισθωμένη οικία του και προβαίνοντας ο ίδιος σε όλες τις απαραίτητες δαπάνες για την κάλυψη των λοιπών αναγκών τους. Πέραν τούτου, όπως προελέχθη, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδικης απαλλοτρίωσης, ο πρώτος εναγόμενος διατηρούσε, πλην της υποχρέωσης για διατροφή των τέκνων του, και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις έναντι της ενάγουσας, και δη την οφειλή του από τη μη καταβολή της αναλογίας του στις δόσεις
του στεγαστικού δανείου, καθώς και εκείνη από την παράνομη αφαίρεση των ανωτέρω χρηματικών ποσών, και επομένως κατά τον άνω χρόνο σε κάθε περίπτωση υφίστατο γεγενημένη απαίτηση εναντίον του εκ μέρους της ενάγουσας, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς του. Άλλωστε, δεν αναιρεί το δόλο του πρώτου εναγομένου ο ισχυρισμός του ότι είχε πρόθεση να διεκδικήσει δικαστικά την ανάθεση σ’ αυτόν της οριστικής επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων του και ότι ως εκ τούτου θεωρούσε ότι δεν θα χρειαστεί να καταβάλει στην ενάγουσα διατροφή γι αυτά στο μέλλον, καθόσον ο πρώτος εναγόμενος δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα της δικαστικής διαμάχης του με την ενάγουσα, απεναντίας δε ο ίδιος προέβλεψε τουλάχιστον ως ενδεχόμενο το γεγονός της ανάθεσης της επιμέλειας των τέκνων στην ενάγουσα και συνακόλουθα της ανάληψης από αυτόν υποχρέωσης για καταβολή εις χρήμα διατροφής τους και εντούτοις προτίμησε να προβεί στην επίδικη απαλλοτρίωση, αποδεχόμενος το ενδεχόμενο αυτό καθώς και το ενδεχόμενο της αδυναμίας εκπλήρωσης της εν λόγω υποχρέωσής του – όπως και των λοιπών ως άνω υποχρεώσεών του – απέναντι στην ενάγουσα. Επομένως, τόσο ο πρώτος εναγόμενος, όσο και ο δεύτερος εναγόμενος, γνώριζαν κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο της επίδικης μεταβίβασης, την ύπαρξη των ως άνω απαιτήσεων της ενάγουσας έναντι του πρώτου εξ’ αυτών, και παρόλ’ αυτά προέβησαν στην κατάρτιση της επίμαχης απαλλοτρίωσης, προκειμένου να ματαιώσουν την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων, κρίση που ενισχύεται και από το γεγονός της μη ύπαρξης κάποιου ιδιαίτερου δικαιολογητικού λόγου που να επέβαλλε, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, την εν λόγω μεταβίβαση, αφού δεν αποδείχθηκε ούτε ανάγκη του πρώτου εναγομένου για άμεση εξεύρεση μετρητών χρημάτων, εφόσον ο ίδιος εργαζόταν ως ναυτικός με μέσες μηνιαίες αποδοχές 5.500 ευρώ, ούτε ανάγκη του δεύτερου εναγομένου για απόκτηση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, το οποίο συνίστατο σε ποσοστό εξ’ αδιαιρέτου επί ενός εξοχικού ακινήτου, μη εύκολα αξιοποιήσιμο από τον ίδιο. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η επίδικη απαλλοτρίωση ο πρώτος εξ’ αυτών είχε επαρκή υπόλοιπη περιουσία και δη είχε στην κυριότητά του το ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου επί της προαναφερόμενης συζυγικής οικίας, επί της οδού ________ στον Πειραιά, η αντικειμενική αξία της οποίας, κατά το ανωτέρω ποσοστό, ανέρχεται στο ποσό των 48.932,76 ευρώ, το οποίο υπερκαλύπτει τις επίδικες απαιτήσεις της ενάγουσας. Ωστόσο ο ανωτέρω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι το εν λόγω ακίνητο βαρύνεται με προσημείωση υποθήκης υπέρ της ανωτέρω δανείστριας τράπεζας «________ Α.Ε.», ύψους 240.000 ευρώ, προς εξασφάλιση της απαιτήσεώς της από τη χορήγηση του ως άνω στεγαστικού δανείου, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του οποίου ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 154.256,51 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 06.06.2016 έγγραφο της τράπεζας «________ Α.Ε.»), με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτη η ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας, αφού σε περίπτωση πλειστηριασμού του παραπάνω ακινήτου, το ποσό του εκπλειστηριάσματος λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της εκτέλεσης, δε θα επαρκούσε για να καλύψει τις απαιτήσεις αμφοτέρων των δανειστών. Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα ασκεί την ένδικη αξίωσή της καταχρηστικά, καθόσον κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής γνώριζε ότι υπάρχει και έτερο εμφανές περιουσιακό στοιχείο του πρώτου εναγομένου από το οποίο θα μπορούσε να ικανοποιήσει την εν λόγω απαίτησή της και δη το προαναφερόμενο ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου επί της ως άνω συζυγικής οικίας, την ύπαρξη του οποίου η ενάγουσα συνομολογεί με την αγωγή της, πλην όμως προτίμησε αυτή να ασκήσει την εν λόγω αγωγή, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξει χρήματα από τον πρώτο εναγόμενο. Όμως και ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος αποτελεί νόμιμη (αρθρ. 281 ΑΚ) ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, ενόψει και των όσων αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκαν αναφορικά με την ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του πρώτου εναγομένου για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να απαγγελθεί η διάρρηξη της προαναφερόμενης δικαιοπραξίας υπέρ της ενάγουσας, ατομικά και ως ασκούσας προσωρινά την αποκλειστική επιμέλεια των ανωτέρω ανηλίκων τέκνων της, και μέχρι του ποσού των 25.539,96 ευρώ, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της εν μέρει ήττας τους (αρθρ. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη διάρρηξη υπέρ της ενάγουσας, ατομικά και ως ασκούσας προσωρινά την αποκλειστική επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της ________ ________ και ________ ________ , και μέχρι του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (25.539,96 €), του υπ’ αριθμ. 4586/13.11.2014 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιά Κλεοπάτρας Λαντζουράκη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας (τόμος 901, αυξ. αριθμ. μεταγραφής 31), δυνάμει του οποίου ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω πωλήσεως προς το θείο του – δεύτερο εναγόμενο, το ποσοστό Ά εξ’ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας επί ενός οικοπέδου, επιφάνειας 305,69 τ.μ., μετά της επ’ αυτού διώροφης μονοκατοικίας, αποτελούμενης από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, συνολικής επιφάνειας 180 τ.μ. (60 τ.μ. ο κάθε όροφος), που βρίσκεται στον οικισμό ________  Εύβοιας, του Δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακόσιων ευρώ (800 €).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 31.10.2017 και δημοσιεύτηκε δε στις 13.11.2017 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου μετά την προαγωγή και αναχώρηση του Προέδρου Πρωτοδικών Δημητρίου Κουλαξίζη, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Γεωργία Βρεττού και τους Πρωτόδικες Λεωνίδα Μπόμπολη και Ηλία Πολλάκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία